Jump to content

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσιεύτηκε

Περί Λουκιανού ο λόγος πάλι

 

"Περί του ήλεκτρου ή των κύκνων αληθών (αληθινών) διηγημάτων (ή αληθούς ιστορίας) Α΄ και Β΄"

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (π. 120 μ.Χ. - 190 μ.Χ.) «Ἡ ἀληθής ἱστορία»

 

Θεωρείται το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Γράφτηκε τον 2ο αιώνα και με χιούμορ σατιρίζει και παρωδεί τους συγγραφείς και τους φιλοσόφους της κλασικής αρχαιότητας.

 

Θυμάστε το απόσπασμα σε παλιό βιβλίο της Γλώσσας της Δ΄Δημοτικού;

 

«Πήγαινε με ένα καράβι που το πήρε ο αέρας για εφτά μερόνυχτα και την όγδοη ημέρα έφτασε στο φεγγάρι. (Τόσο κάνουν τα σύγχρονα διαστημόπλοια του ανθρώπου για το φεγγάρι). Μπήκε μέσα σ' ένα πηγάδι που από πάνω είχε καθρέφτες και έβλεπε όλη τη γη. (Πρόκειται για υπερσύγχρονο τηλεσκόπιο που ο άνθρωπος ακόμη δεν το έχει φτιάξει γιατί με αυτό έβλεπε και τους ανθρώπους στην γη). Βασιλιάς της Σελήνης ήταν ο Ενδυμίωνας που τον πήραν από την γη και τον πήγαν στο φεγγάρι και τον έκαναν βασιλιά.»

Περιγράφει τρικινητήρια αεροπλάνα (τρικέφαλοι αλογογύπες που πετούσαν) περιγράφει σύγχρονες διόπτρες (έβαζαν και έβγαζαν τα μάτια τους που μπορούσε να τα φορά ο καθένας και έβλεπαν πολύ μακριά) περιγράφει πολεμιστές με διαστημική στολή που είχε δύο κέρατα "κεραίες". Ο στρατός αυτός ήταν του Φαέθοντα και επειδή ήταν άνθρωποι σαν εμάς και η θερμοκρασία της σελήνης μεγάλη γι αυτό φορούσαν τις διαστημικές στολές.

Περιγράφει ταξίδια στ' άστρα του ζωδιακού καθώς και προσθαλάσσωση ίδια με αυτή των συγχρόνων κοσμοναυτών και μάλιστα στην περιοχή των Βερμούδων. Επισκέφθηκε τα νησιά των Μακάρων (Σείριος) και δεν ήθελε να φύγει αφού σε λίγα χρόνια θα γύρναγε πίσω.

Τέλος περιγράφει πόλεμο μεταξύ των κατοίκων της Σελήνης και του Σειρίου όπου έγιναν αερομαχίες και χρησιμοποιήθηκαν τρομερά όπλα και νίκησαν οι Σείριοι.

 

Περισσότερα: http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=42408:2011-01-30-100000&catid=50:mathaino-tin-ellada&Itemid=337#ixzz1HPAEAy00

 

3.jpg.e294c542e9de5ca08648a9a85fe3167e.jpg

σε μετάφραση Δ. Καλοκύρη

2.jpg.802773fa7751398277a03ef56de3ff67.jpg

46061809_.jpg.24fff10c82cab19a839944e449a35e95.jpg

  • Απαντήσεις 11.2k
  • Created
  • Τελευταία απάντηση

Top Posters In This Topic

Top Posters In This Topic

Posted Images

Δημοσιεύτηκε

Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ

 

Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη

 

 

Βιβλίον πρώτον.

 

Καθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι εις τας σωματικάς

ασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν των,

αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως το

σπουδαιότερον μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέτας

νομίζω ότι, αφού κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων,

πρέπει ν' ανακουφίζουν το πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερον

διά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις,

αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά της χάριτος και της

ευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και ιδέας

ευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέαν

και περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον της

υποθέσεως και του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέ

διότι ψεύματα διάφορα με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν,

αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδεί

τινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα οποία έγραψαν μερικοί από

τους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους οποίους και με

τα ονόματά των θα ηδυνάμην ν' αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δεν

εμαντεύοντο.

 

Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και των

κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσε

διηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού πολλά

παράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν

του όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες,

περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας

παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα.

Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τον

Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου την

δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων

ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των

συντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία

εκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόν

ανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων δεν τους κατέκρινα πολύ διά το

ψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον το

μετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ' εθαύμαζα πώς επίστευον ότι τα

ψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των αναγνωστών. Διά τούτο και εγώ

θέλων από κενοδοξίαν ν' αφήσω κάτι εις τας επερχομένας γενεάς, διά να

μη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της διηγήσεως μύθων, μη

έχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου συνέβη τίποτε

αξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τους

άλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ.

Ούτω δε πιστεύω ότι θ' αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού ο

ίδιος ομολογώ ότι δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων,

τα οποία ούτε είδα ούτε έπαθα ούτε παρ' άλλων έμαθα και τα οποία

προσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν ούτε και ηδύναντο να συμβούν διό και συνιστώ

εις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν κατ' ουδένα τρόπον.

 

Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό

ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο λόγος δε και ο

σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα

πράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι

κατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και

νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους,

έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά

της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το

πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη εις

μακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον.

 

Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστε

η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην, κατά την

ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματα

υψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο

δυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των

ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν•

την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην

απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν

ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει.

Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών

εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν και

διηρέθημεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το

πλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον.

 

Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από της

παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή με

γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο,

έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο

ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν

ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον

ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν,

επροχωρήσαμεν• μετ' ολίγον δε εφθάσαμεν εις ποταμόν, όστις έρρεεν

οίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ και άφθονον

το ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες τα

σημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις ταναφερόμενα υπό της στήλης,

ότι ο Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην.

 

Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο ποταμός, επροχώρησα αντιθέτως

προς το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν ευρήκα, αλλά πολλά και

μεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν εκάστου έσταζεν

οίνος διαυγής κ' εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός. Ήσαν

και ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και την

γεύσιν του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια

εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ'

έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω

εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν.

 

Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ'

ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτο

παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι των

λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην,

όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ην

στιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα

άκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά και

επί των κεφαλών των αντί κόμης είχον έλικας κλημάτων και φύλλα και

σταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων και μας εδεξιούντο• και

άλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και αι

περισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ'

εφιλούντο ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως να

δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια,

ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν. Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήν

επιμιξίαν μεθ' ημών αλλά δύο εκ των συντρόφων μας, οίτινες τας

επλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ' είχον δεθή από τα αιδοία•

συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ' ολίγον από τους

δακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δεν

θα εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί.

 

Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον διηγήθημεν εις εκείνους

τους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των συντρόφων την

αμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ του

ποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν.

 

Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ σφοδρόν το δε μεσημέρι, όταν

πλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης κυκλών, ο οποίος

περιέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος τριών

περίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις την

θάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου,

όστις εφούσκωνε τα πανιά του. Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας

νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην

μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος.

 

Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε

χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν ημέραν δεν

εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν και

άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι,

έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις

και ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον

η γη, εις την οποίαν κατοικούμεν.

 

Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν, αλλά καθ' οδόν μας

συνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε άνθρωποι

ιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα.

Διότι είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θα

εννοηθή δε το μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόν

αυτών είνε μακρότερον και παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου.

Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώραν

και αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον οδηγούν προς τον βασιλέα• άμα

δε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο δε βασιλεύς όταν μας

είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόν

είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν,

είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Του

διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα

δικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και

ανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε

βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθα

ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην. Μας είπε να είμεθα

ήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι θα μας

παρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόν

πέρας τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τον

ήλιον, θα περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν».

Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. Ο

Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι

κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλού

τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας άλλοτε ποτέ

τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίαν

εις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ'

ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και

επετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ

Σελήνης και Εωσφόρου διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δεν

ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα

θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν

θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστον

ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησις

γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης.

 

Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα• αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν και

ετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι ανήγγειλαν ότι οι

εχθροί πλησιάζουν.

 

Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις εκατόν χιλιάδας, χωρίς να

υπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί και οι ξένοι

σύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δε

χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα

τεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά

πτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους

είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει εις

επικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη τριάκοντα χιλιάδες

Ψυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων οι

Ψυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνε

δε μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοι

είνε πεζοί, αλλά πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακρά

υποκάμισα, τα οποία φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπως

τα πλοία. Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}.

Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας

εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι.

Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησα

να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν

τερατώδη και απίθανα.

 

Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος• οπλισμόν δε είχον όλοι

τον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί επάνω είνε

μεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα• συρράπτοντες

τους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι φλοιοί

των λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δε

και τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μάχης,

παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και ο

βασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ' αυτών• εις δε

το αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οι

σύμμαχοι. Οι δε πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια,

παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και

μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύται

διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση την

Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα

τούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε

αρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι.

 

Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι Ιππομύρμηκες, μεταξύ δε

αυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία μέγιστα και πτερωτά,

τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το μέγεθος•

διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντο

δε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί,

ιδίως με τα κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπου

χιλιάδες. Εις το δεξιόν δε κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οι

οποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντες

μεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοί

ελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί• διότι εκ μακράς αποστάσεως

εξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος δεν εσώζετο,

αλλά μετ' ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ της

πληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας.

Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα

χιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας

από μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών.

Πλησίον αυτών εστάθησαν οι Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τον

Φαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου, πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρες

σκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι επάνω εις βελανίδια

πτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οι

σφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οι

Νεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή,

που να μη έφθαναν• αλλ' οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι ο

Φαέθων οργισθείς επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και του

Φαέθοντος η δύναμις.

 

Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και από τα δύο στρατεύματα

οι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς) συνεπλάκησαν και

εμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη εις

φυγήν, χωρίς ν' αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τους

κατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μας

αριστερόν και οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρους

μέχρι της γραμμής των πεζών• αλλ' εδώ με την βοήθειαν και τούτων οι

εχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν, μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόν

αυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω έγινε γενική και πολλοί

ηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα έρρεεν άφθονον εις

τα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα βλέπομεν

από την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις την

Γην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβη

κάτι τοιούτον επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διά

τον θάνατον του Σαρπηδόνος.

 

Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο τρόπαια, το μεν της

πεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί των

νεφών. Αλλά μετ' ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι,

τους οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησαν

πλησιάζοντες• και ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά το

ήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθος

οι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου από του μέσου και άνω {6}οι

δε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν γράφω, τίποτε περί

του πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι ήσαν. Ως

αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι

των είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν•

παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών,

τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν

και την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον

βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεα

κατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την

οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου

ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα

τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και

αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον.

 

Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την πόλιν αλλ'

επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου και

Σελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις την

Σελήνην. Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις της

Σελήνης και υπό νυκτός διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίων

στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή

το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να

πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά

των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο Φαέθων

έκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δεν

ηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις την

εκδίκησιν• την επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη

με την εξής συνθήκην• «Οι Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προς

τους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών ότι οι μεν Ηλιώται θα

κατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα εισβάλουν

πλέον εις την Σελήνην, θ' αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντί

ωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ' αφήσουν τους άλλους αστέρας

αυτονόμους, να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά να

συμμαχούν μετ' αυτών κατά πάσης επιδρομής. Καθ' έκαστον έτος ο

βασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον βασιλέα των Ηλιωτών ως

φόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως ομήρους εκ των

υπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον να

κάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι να

χαραχθούν επί στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επί

των συνόρων των δύο επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των

συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο

Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος {7} και ο

Πολυλαμπής».

 

Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το

τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.

 

Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο με

δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε να

μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δε

να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις

την Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση

κάτω εις την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον να

πεισθώ, μας αφήκε ν' αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμεν

εις τανάκτορά του.

 

Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις την Σελήνην έμαθα διάφορα

αλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και πρώτον ότι οι

Σεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ' από αρσενικούς• διότι μόνον

αρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ' όνομα είνε γνωσταί.

Μέχρι του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύει

ως γυνή, έπειτα δε λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχι

εις την γαστέρα, αλλ' εις το παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεται

γαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις, φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δε

την σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον• αλλά το εκθέτουν με

ανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου φαίνεται δε

ότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα της

γαστροκνημίας.

 

Αλλ' έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύ

των Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι Δενδρίται, οι

οποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και τον

φυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον και

σαρκώδες, όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δε

καρποί του είνε βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν τα

βελανίδια ωριμάσουν τα τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τους

ανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οι

πλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί ξύλινα και με αυτά

βατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των.

 

Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά διαλύεται ως καπνός και

γίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν φωτιάν και

ψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις την

σελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνται

γύρω εις την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενον

καπνόν. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα,

όστις πιεζόμενος εις δοχείον αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσι

δε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ' ούτε είνε τρυπημένοι όπως ημείς. Η δε

συνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ' εις τα κοιλώματα τα

υπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν.

 

Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και χωρίς μαλλιά, τους δε

τρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι έχουν μεγάλα

μαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοί

από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια

ολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνε

όλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των

λάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται

και όταν πίπτουν ανάσκελα. Από την μύτην των εξάγουν, όταν

απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται,

ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς

κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον

δε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουν

και πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών

είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα

κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα.

 

Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν των ως σακκούλαν, εις

την οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει κατά βούλησιν•

ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ' είνε

από μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται εις

αυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δε

πτωχών χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον εις

εκείνα τα μέρη και τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώς

τα μαλλιά των προβάτων. Όσον διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπω

πώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θα

φανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι οφθαλμοί των δύνανται ν'

αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν των και οποίος

θέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη, ότε

τους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοι

χάνουν τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δε

έχουν πολλούς και αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλα

πλατάνου, και μόνον οι Δενδρίται τα έχουν ξύλινα.

 

Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνε

τοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον δεν είνε πολύ βαθύ.

Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα εδώ κάτω

εις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας τας

πόλεις και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδα

τους συγγενείς μου και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοι

μ' έβλεπαν δεν δύναμαι να είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δεν

πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω

την αλήθειαν.

 

Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημεν

εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο

υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούς

λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε και

χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων

σταδίων.

 

Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών και

διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε

συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόν

και αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ'

ο άνεμος μας ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν των

συντρόφων μου, καθότι εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη και

γόνιμος με πολλά νερά και πλούτη.

 

Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και

επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν.

Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι.

 

Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν

προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις

το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα

του Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά

λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον

λιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί,

ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους

άλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα

όπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας

επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως

εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών

ετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα,

όπου μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά

του• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε

θάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα

και ηκούσαμεν τους λύχνους ν' απολογούνται και να δικαιολογούν την

βραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τον

εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, τας

οποίας μου έδωκε.

 

Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ' επιούσαν

αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ' εθαυμάσαμεν

και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότι

ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος

του Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον

σοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσα

έγραψε.

 

Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά,

εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και

εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν

υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς

ορμήν εις την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά

και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και

πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη

και η θάλασσα ήτο ακύμαντος.

 

Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή

μεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν με

καλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομεν

έξαφνα θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα,

το οποίον θα είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δε

κατ' επάνω μας με το στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεως

συνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το περιέλουε• και οι οδόντες του

εφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς, σουβλεροί δε όλοι ως

πάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού εδώκαμεν προς

αλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και αγκαλιασμένοι

επεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και αμέσως

μας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε να

μας συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων της

οδοντοστοιχίας του το πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντός

του κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε

το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσεν

είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ και

υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτω

μικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα και

άγκυραι, ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτο

και γη με υψώματα, η οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπην

την οποίαν κατέπινε το κήτος. Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος και

διάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα ως να εκαλλιεργούντο. Η

περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια.

Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία

κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων.

 

Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξα

τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δε

έτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με

ό,τι ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και

είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον.

 

Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος

εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν,

πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν

προς διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήν

εκείνην, παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις το

δάσος, θέλων να εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντε

σταδίους και συνήντησα ναόν του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ της

επιγραφής, και μετ' ολίγον τάφους πολλούς με στήλας και πλησίον πηγήν

με νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός

εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν.

Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα

νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και

διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν.

 

Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και

εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι•

έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή

άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες

εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το

θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την

τύχην μας. Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ

απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν

προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν

τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και

πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν

και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το

θηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ.

Αυτός όμως μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μας

περιπετείας, ενόει να μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μας

ωδήγησεν εις την οικίαν του, η οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι' αυτόν

και τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ χόρτου και πάντα τα άλλα

χρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και προσέτι μας

εκέρασεν οίνον• αφού δ' εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτων

μας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα

είδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα

άλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν,

έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι•

αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου

αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν

με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα

εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του

κήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας

φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν,

όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και

μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ'

εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του

Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα και

τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το

δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα

είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και

ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν

μεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα εις το κήτος και

συλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του θηρίου,

όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχι

μακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχει

παντοειδή ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος το

οποίον εγώ κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας

εκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά•

αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνε

ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;,

Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς.

Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι

Ταριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε

λαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον

πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν

άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοι

όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά κατέχουν οι

Καρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι και

σύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες,

μάχιμοι και πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατά

το πλείστον έρημα και τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντί

φόρου πεντακοσίων στρειδιών τον οποίον κατ' έτος καταβάλλω εις τους

Ψητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θα

δυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν να

ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι από

χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον

ψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς

έχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν

του λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και

επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε του

πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός της

πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε

απεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν.

 

Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι εναντίον του Σκινθάρου (διότι

αυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με πολύν θόρυβον. Ημείς

δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν, αφού

εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Εί

Lucian_waterspout.jpg.cc8461f309f355f91df65d7a025aee19.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ

 

Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη

 

Βιβλίον Δεύτερον

 

 

Έκτοτε η εντός του κήτους ζωή μου έγινεν ανυπόφορος και εζήτουν να

εύρω τρόπον διά να δυνηθώμεν να εξέλθωμεν. Κατ' αρχάς εσκέφθημεν να

τρυπήσωμεν το δεξιόν τοίχωμα και ν' αποδράσωμεν• και ηρχίσαμεν να

σκάπτωμεν• αλλ' αφού εις μάτην εφθάσαμεν εις βάθος πέντε σταδίων,

επαύσαμεν να σκάπτωμεν, απεφασίσαμεν δε να καύσωμεν το δάσος, διότι

ούτω ήτο πιθανόν ν' αποθάνη το κήτος και τότε θα μας ήτο εύκολον να

εξέλθωμεν. Αρχίσαντες λοιπόν από τα προς την ουράν μέρη επυρπολούμεν.

Αλλ' επί επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό το

κάψιμον• την ογδόην όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσει

ν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν' ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέως

το έκλειε. Την δεκάτην δε και ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζε

ναναδίδη δυσωδίαν. Την δωδεκάτην μόλις επρόφθάσαμεν να σκεφθώμεν ότι

εάν δεν του εθέταμεν σφηνώματα μεταξύ των δύο σιαγόνων εφ' όσον ακόμη

έχασκε, ώστε να μη κλείση εντελώς το στόμα, εκινδυνεύαμεν να

κλεισθώμεν εντός αυτού, όπως ήτο νεκρόν και ναποθάνωμεν. Αφού λοιπόν

υπεστηρίξαμεν την άνω σιαγόνα του με ξύλα μεγάλα, επεσκευάσαμεν το

πλοίον μας και το εφωδιάσαμεν με πολύ νερόν και τα λοιπά χρειώδη. Θα

το εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος.

 

Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δε

σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων•

έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το

κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν. Ανέβημεν μετά τούτο εις την ράχην του

κήτους και αφού προσεφέραμεν θυσίαν εις τον Ποσειδώνα πλησίον του

τροπαίου, εμείναμεν εκεί επί τρεις ημέρας, διότι ήτο γαλήνη, και την

τετάρτην απεπλεύσαμεν. Και συνηντήσαμεν πολλούς νεκρούς εκ της

ναυμαχίας επιπλέοντας• το πλοίον μας προσέκρουεν εις αυτούς και

καταμετρούντες τα σώματα των εθαυμάζαμεν.

 

Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε

σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον το

πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έως

τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον.

Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά

πρότασίν του Σκινθάρου. Εσκάψαμεν τον πάγον και κατεσκευάσαμεν

σπήλαιον ευρυχωρότατον κ' εντός αυτού εμείναμεν επί τριάκοντα ημέρας,

ανάπτοντες φωτιάν και τρεφόμενοι από ψάρια τα οποία ευρίσκαμεν εντός

του πάγου.

 

Αλλ' επειδή ήρχισαν να μας λείπουν τα τρόφιμα, εξήλθαμεν και

αποσπάσαντες εκ του πάγου το πλοίον εκάμαμεν πανιά και εσυρόμεθα επί

του πάγου, ως να επλέαμεν ομαλά και ατάραχα. Την πέμπτην ημέραν είχεν

ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις

την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους

σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την

οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες

δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν. Οι ταύροι δε εκείνοι δεν είχον τα

κέρατα επί της κεφαλής, αλλά κάτω των οφθαλμών, όπως ήθελεν ο Μώμος.

 

Μετ' ολίγον εισήλθαμεν εις πέλαγος όχι νερού, αλλά γάλακτος• εφαίνετο

δε εντός αυτού νήσος λευκή κατάφυτος από αμπέλους. Ήτο δε η νήσος

εκείνη τυρί τεράστιον, πολύ στερεοποιημένον, ως κατόπιν όταν εφάγαμεν

είδαμεν, και είχε περίμετρον είκοσι πέντε σταδίων. Τα κλήματα ήσαν

κατάφορτα από σταφύλια, τα οποία όμως ως χυμόν είχον όχι οίνον, αλλά

γάλα και στίβοντες αυτά επίναμεν. Εις το μέσον της νήσου υπήρχε ναός

της νηρηίδος Γαλατείας, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής. Όσον λοιπόν

καιρόν εμείναμεν εκεί μας εχρησίμευεν ως τροφή η γη, ποτόν δε το γάλα

των σταφυλών. Ελέγετο ότι εβασίλευεν εις τα μέρη εκείνα η Τυρώ η κόρη

του Σαλμονέως. Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά την

παρ' αυτού εγκατάλειψίν της.

 

Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε ημέρας και την έκτην

ανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας θαλάσσης• την δε

ογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και επλέαμεν εις

αλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις την

επιφάνειαν της θαλάσσης. Ησαν καθ' όλα όμοιοι με ημάς, εκτός των ποδών

διότι είχον πόδας από φελλόν, ένεκα δε τούτου, υποθέτω, και Φελλόποδες

ωνομάζοντο. Ο θαυμασμός μας ήτο πολύς ενώ τους εβλέπαμεν να μη

βυθίζωνται, αλλά να στέκωνται επάνω εις τα κύματα και αφόβως να

βαδίζουν. Μας επλησίασαν δε και μας εχαιρέτων εις Ελληνικήν γλώσσαν

και μας έλεγαν ότι επήγαιναν εις την Φελλώ την πατρίδα των. Και μέχρι

τινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειτα

επήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι.

 

Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και προς ταριστερά η Φελλώ,

όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και στρογγυλού

φελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, από

τας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετο

άλλη, πλατεία και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν των

πεντακοσίων σταδίων. Ήδη ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδης

και ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και μας περιέλουσε, ομοία με την

ευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται οι ταξειδεύοντες

όταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων, ναρκίσσων,

υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης και

αμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην. Ευχαριστηθέντες από την

γλυκείαν εκείνην οσμήν και ελπίζοντες ότι μετά τόσας ταλαιπωρίας θ'

ανέτελλον επί τέλους και ευτυχείς ημέραι δι' ημάς, επλησιάσαμεν εις

την νήσον. Είδαμεν δε ότι εξ όλων των μερών είχε λιμένας πολλούς και

ασφαλείς και μεγάλοι ποταμοί εκύλιον ησύχως τα καθαρά νερά των εις την

θάλασσαν. Εβλέπαμεν προσέτι λειβάδια και δάση και πτηνά, εκ των οποίων

άλλα μεν εκελάδουν εις τας παραλίας, αλλά δε επί των κλάδων. Αήρ

ελαφρός και καθαρός περιέβαλλε την χώραν• και αύραι γλυκείαι

διαπνέουσαι ήσυχα το δάσος εσάλευον τους κλάδους και το φύλλωμα, ούτως

ώστε να σχηματίζεται μία συνεχής αρμονία, ως εκείναι τας οποίας

διαχύνουν εις την ερημίαν οι αυλοί των βουκόλων. Αλλά και βοή

πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου

εις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και

τα χειροκροτήματα των συμποτών.

 

Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν

εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ των

συντρόφων. Ενώ δε διεβαίναμεν από λειμώνα καταστόλιστον από άνθη,

συνηντήσαμεν τους φρουρούς του τόπου, οι οποίοι μας έδεσαν με

ροδοστεφάνους—διότι αυτοί είνε τα μεγαλείτερα δεσμά εις τον τόπον

εκείνον—και μας ωδήγησαν προς τον άρχοντα της χώρας. Καθ' οδόν μας

επληροφόρησαν ότι η νήσος είνε η λεγομένη των Μακάρων, άρχων δε ο Κρης

Ραδάμανθυς. Οδηγηθέντες λοιπόν ενώπιον αυτού ελάβαμεν τετάρτην θέσιν

μεταξύ των μελλόντων να δικασθούν. Ήτο δε η πρώτη δίκη περί Αίαντος

του Τελαμώνος, αν έπρεπε να μένη μετά των ηρώων ή όχι• διότι

κατηγορείτο ότι είχε παραφρονήσει και αυτοκτονήσει. Αφού δε πολλά

ελέχθησαν υπέρ και κατά, ο Ραδάμανθυς απεφάσισε να παραδοθή ο Αίας εις

τον Κώον Ιπποκράτην τον ιατρόν και αφού πίη αρκετόν ελλέβορον και

επανέλθη εις τα λογικά του, να γίνη δεκτός εις την μακαριότητα. Η

δευτέρα δίκη ήτον ερωτική μεταξύ Θησέως και Μενελάου περί της Ελένης,

φιλονεικούντων ποίος να συνοική μετ' αυτής. Ο Ραδάμανθυς απεφάνθη υπέρ

του Μενελάου, αφού ούτος τόσα έπαθε και τόσους κινδύνους διέτρεξεν εξ

αιτίας του μετά της Ελένης γάμου• άλλως τε δε ο Θησεύς είχε και άλλας

γυναίκας, την Αμαζόνα και τας θυγατέρας του Μίνωος. Τρίτη εδικάσθη η

περί πρωτείων διένεξις μεταξύ Αλεξάνδρου και Αννίβα του Καρχηδονίου•

και ανεγνωρίσθη η υπεροχή του Αλεξάνδρου, του εστήθη δε θρόνος πλησίον

του βασιλέως των Περσών Κύρου του αρχαιοτέρου.

 

Έπειτα ήλθε και η σειρά μας• και ο Ραδάμανθυς μας ηρώτησε πώς ημείς

ζώντες εισήλθαμεν εις τον ιερόν εκείνον χώρον ημείς δε διηγήθημεν όλην

μας την ιστορίαν. Μας διέταξε τότε ν' αποσυρθώμεν και έπειτα επί

πολλήν ώραν συνεσκέπτετο με τους συνέδρους του• ήσαν δε ούτοι πολλοί

και μεταξύ αυτών ο Αθηναίος Αριστείδης. Επί τέλους απεφασίσθη διά μεν

την περιέργειαν και την αδιάκριτον επίσκεψίν μας εις την νήσον των

Μακάρων να δώσωμεν λόγον αφού αποθάνωμεν• τώρα δε να μείνωμεν επί

ωρισμένον καιρόν εις την νήσον μετά των ηρώων και έπειτα

ναναχωρήσωμεν• μας ώρισε δε την προθεσμίαν της διαμονής όχι ανωτέραν

των επτά μηνών.

 

Τότε ελύθησαν μόνα των τα άνθινα δεσμά μας και ελεύθεροι ωδηγήθημεν

εις την πόλιν και εις το συμπόσιον των Μακάρων. Ήτο δε η πόλις εκείνη

όλη χρυσή με τείχη σμαράγδινα και είχεν επτά πύλας, όλας από κανέλλαν

μονοκόμματην. Το έδαφος της πόλεως και όλη η εντός του τείχους γη ήτο

στρωμένη μ' ελεφαντοκόκκαλον• υπήρχον δε ναοί όλων των θεών κτισμένοι

με βήρυλλον λίθον και βωμοί εντός αυτών εκ μεγίστων αμεθύστων

μονολίθων, επί των οποίων τελούν τας μεγάλας θυσίας. Γύρω εις την

πόλιν τρέχει ποταμός αρώματος εκ του εκλεκτοτέρου, ο οποίος έχει

πλάτος εκατόν βασιλικών πήχεων, βάθος δε πεντήκοντα, ώστε και πλωτός

είνε. Τα δε λουτρά των εκεί είνε μεγάλα υάλινα οικοδομήματα, υπό τα

οποία καίεται κανέλλα διά να θερμαίνωνται• αντί δε νερού εις τους

λουτήρας υπάρχει δρόσος θερμή. Ως ένδυμα φορούν οι κάτοικοι ιστούς

αράχνης λεπτούς και πορφυρούς. Αλλά δεν έχουν σώματα• είνε άσαρκοι και

άυλοι, μόνον δε μορφήν και ιδέαν παρουσιάζουν• μολονότι όμως είνε

ασώματοι, έχουν υπόστασιν, κινούνται και σκέπτονται και ομιλούν, εν

γένει δε φαίνεται ότι η ψυχή των περιφέρεται γυμνή, περιβεβλημένη

ομοίωμα του σώματός των και αν δεν τους εγγίσετε, δεν εννοείτε ότι δεν

είνε σώμα αυτό που βλέπετε. Είνε ως σκιαί όρθιαι, αλλ' όχι μαύραι.

 

Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις

την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει{12} εκεί,

ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το

λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε

μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος

άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος. Την χώραν στολίζουν όλων των ειδών

τα άνθη, όλα τα φυτά και τα δένδρα τα ήμερα και τα διά σκιάν

χρησιμεύοντα. Τα κλήματα είνε δωδεκάφορα και καρποφορούν κάθε μήνα•

διά δε τας ροιάς, τας μηλέας και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα μας έλεγαν

ότι καρποφορούν δέκα τρεις φοράς• διότι ένα μήνα, όστις προς τιμήν του

Μίνωος ονομάζεται Μινώος, καρποφορούν δύο φοράς. Αντί σίτου τα στάχυα

παράγουν άρτον, όστις παρουσιάζεται εις την κορυφήν αυτών ως

μανιτάρια. Πλησίον της πόλεως υπάρχουν πηγαί νερού τριακόσιαι εξήκοντα

πέντε, μέλιτος δε άλλαι τόσαι και αρωμάτων πεντακόσιαι, αλλά

μικρότεραι αυταί. Υπάρχουν επίσης επτά ποταμοί γάλακτος και οίνου

οκτώ.

 

Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το λεγόμενον Ηλύσιον

πεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό δάσος

πυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ως

στρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι και

κομίζουν παν ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότι

τούτο είνε περιττόν. Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα

υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των

δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά τα

μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ των

ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν

οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν. Αντί δε να φορούν στεφάνους,

ταηδόνια και τα άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από τα

πλησίον λειβάδια και έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν,

συγχρόνως δε κελαδούν. Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον

νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειτα

έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμενα

υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν.

 

Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική και

άσματα. Συνήθως άδονται τα Ομηρικά έπη• εκεί δ' ευρίσκεται και ο

Όμηρος και συντρώγει πλησίον του Οδυσσέως. Οι ωδικοί χοροί

αποτελούνται από παίδας και παρθένους• διευθύνουν δε τους χορούς και

άδουν συγχρόνως ο Λοκρός Εύνομος, ο Λέσβιος Αρίων, ο Ανακρέων και ο

Στησίχορος• διότι και ούτος ευρίσκεται εκεί, συνεφιλιώθη δε ήδη με την

Ελένην. Όταν ούτοι παύσουν να άδουν, δεύτερος χορός παρουσιάζεται

αποτελούμενος εκ κύκνων, χελιδόνων και αηδόνων. Άμα δε και ούτοι

κελαδήσουν, όλον το δάσος αυλεί συνοδευόντων των ανέμων. Αλλά την

μεγαλειτέραν ευθυμίαν δίδουν εις αυτούς δύο πηγαί, ευρισκόμεναι

πλησίον εις τον τόπον του συμποσίου• η μία εκ των πηγών τούτων είνε

του γέλωτος, η δε άλλη της ηδονής. Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν

του γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν και

ευθυμούν.

 

Τώρα θα αναφέρω και τους επιφανείς τους οποίους είδα μεταξύ των

Μακάρων• ήσαν εκεί όλοι οι ημίθεοι και οι εκστρατεύσαντες κατά της

Τρωάδος, εκτός του Λοκρού Αίαντος• ελέγετο δε ότι μόνον αυτός

εκολάζετο εις τον χώρον των ασεβών{13}. Εκ των βαρβάρων είδα και τους

δύο Κύρους, τον Σκύθην Ανάχαρσιν και τον Θράκα Δάμολξιν και τον Νουμάν

τον Ιταλόν• εκτός δε τούτων τον Σπαρτιάτην Λυκούργον και τους

Αθηναίους Φωκίωνα και Τέλλον και τους σοφούς εκτός του Περιάνδρου

{14}. Είδα δε και τον Σωκράτην του Σωφρονίσκου φλυαρούντα μετά του

Νέστορος και Παλαμήδου• και πλησίον του ήσαν ο Λακεδαιμόνιος Υάκινθος,

ο Θεσπιεύς Νάρκισσος, ο Ύλας και άλλοι πολλοί και ωραίοι. Μου εφάνη δε

ότι ήτο ερωτευμένος με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόν

συνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του ο

Ραδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα τον αποπέμψη εκ της νήσου

αν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την ειρωνείαν και να

ευωχήται μετά των άλλων. Μόνον ο Πλάτων δεν ήτο εκεί, ελέγετο δε ότι

διέμενεν εις την πόλιν την οποίαν είχε πλάσσει με την φαντασίαν του

και εις την οποίαν εφήρμοσε το πολιτικόν σύστημα και τους νόμους τους

οποίους συνέγραψε. Οι περισσότερον τιμώμενοι ήσαν ο Αρίστιππος και ο

Επίκουρος και οι μαθηταί των, διότι ήσαν μειλίχιοι, χαριτωμένοι και

καλοί συμπόται. Εκεί ήτο και ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίον

μεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο Σινωπεύς τόσον

μετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δε

μεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης.

 

Εκ των Στωικών δεν ήτο κανείς εκεί• διότι, ως ελέγετο, εξακολουθούν ν'

αναβαίνουν τον ανηφορικόν δρόμον της αρετής• ηκούσαμεν δε λεγόμενον

και περί του Χρυσίππου ότι δεν θα του επιτραπή να εισέλθη εις την

νήσον πριν ή πίη τετράκις ελλέβορον. Περί των Ακαδημαϊκών ελέγετο ότι

ήθελον μεν να έλθουν, αλλ' εδίσταζον ακόμη και εσκέπτοντο• διότι δεν

ηδύναντο να εννοήσουν ότι υπάρχει τοιαύτη νήσος. Άλλως τε νομίζω ότι

εφοβούντο και την κρίσιν του Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει και

το κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσει

και ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ νωθρότητος καθυστέρησαν και

επειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού {15}.

 

Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων εκεί. Τιμάται δε προ

πάντων ο Αχιλλεύς και κατά δεύτερον λόγον ο Θησεύς. Όσον δε αφορά τα

αφροδίσια, αυτά γίνονται φανερά με γυναίκας και αρσενικούς υπό τας

όψεις όλων και ουδόλως θεωρείται τούτο αισχρόν• μόνον δε ο Σωκράτης

ωρκίζετο ότι αι σχέσεις του με τους νέους ήσαν αγναί, αλλ' όλοι τον

κατηγόρουν ως επίορκον• πολλάκις δε ο Υάκινθος ή ο Νάρκισσος ωμολόγουν

και αυτός ηρνείτο. Αι γυναίκες είνε όλαι κοιναί και ουδείς φθονεί τον

άλλον, και κατά τούτο όλοι ακολουθούν την γνώμην του Πλάτωνος. Αλλά

και οι νέοι παρέχουν παν ό,τι ζητείται παρ' αυτών και ουδέποτε

αντιλέγουν.

 

Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγα

προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίαν

ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπα

δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα. Μου απήντησεν ότι και

αυτός εγνώριζεν ότι άλλοι μεν τον νομίζουν Χίον, άλλοι δε Σμυρναίον,

πολλοί δε και Κολοφώνιον• αλλά μου είπεν ότι είνε Βαβυλώνιος και εις

την πατρίδα του ονομάζεται όχι Όμηρος αλλά Τιγράνης• επειδή δε

βραδύτερον εδόθη ως όμηρος εις τους Έλληνας, ήλλαξεν ονομασίαν. Τον

ηρώτησα προσέτι περί των αμφισβητουμένων στίχων, εάν έχουν γραφή παρ'

αυτού• και αυτός μου απήντησεν ότι όλοι είνε δικοί του. Εγώ δεν

ηδυνήθην τότε να μη κατηγορήσω τας σαχλολογίας των γραμματικών

Ζηνοδότου και Αριστάρχου.

 

Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον ηρώτησα διατί ήρχισε την

Ιλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου απήντησεν ότι αυτή η

ιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα να μάθω και

τούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οι

περισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον. Ότι δε ούτε τυφλός

ήτο, το οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να το

ερωτήσω, διότι έβλεπε.

 

Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα οσάκις τον έβλεπα

ευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν, μάλιστα

μετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε. Διότι είχε καταγγελθή υπό του

Θερσίτου επί εξυβρίσει δι' όσα τον έσκωψεν εις τα ποιήματά του•

ενίκησε δε ο Όμηρος, υπέρ του οποίου συνηγόρησε και ο Οδυσσεύς.

 

Κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε και ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, αφού υπέστη

επτά μετεμψυχώσεις, ζήσας εντός ισαρίθμων ζώων, και εξετέλεσεν ούτω

τας περιόδους τας οποίας εκάστη ψυχή, κατά τας θεωρίας του, διέρχεται.

Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινε

μεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί του

πώς έπρεπε να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής,

περίκαυστος και έχων ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμως

δεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες,

οίτινες ονομάζονται Θανατούσια. Ήσαν δε αγωνοθέται ο Αχιλλεύς και ο

Θησεύς, ο μεν πρώτος διά πέμπτην φοράν, ο δε δεύτερος δι' εβδόμην. Διά

να μη μακρηγορήσω δε διηγούμενος τα καθέκαστα, περιορίζομαι εις τα

κυριώτερα των γενομένων. Εις την πάλην ενίκησεν ο Κάρος ο εκ του

Ηρακλέους καταγόμενος και κατέβαλε τον Οδυσσέα. Εις την πυγμήν

ανεδείχθησαν ισόπαλοι Άρειος ο Αιγύπτιος, ο οποίος έχει ταφή εις την

Κόρινθον και ο Επειός, οίτινες ηγωνίσθησαν προς αλλήλους. Διά το

παγκράτιον δεν δίδονται βραβεία. Εις δε τον δρόμον δεν ενθυμούμαι

πλέον ποίος ενίκησε. Εκ των ποιητών υπερίσχυε πάρα πολύ κατά την

αλήθειαν ο Όμηρος, ενίκησεν όμως ο Ησίοδος. Τα δε βραβεία ήσαν δι'

όλους στέφανος από πτερά παγωνιών. Μόλις ετελείωσαν οι αγώνες

ανηγγέλθη ότι οι κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες τα

δεσμά των και κατανικήσαντες την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον των

Μακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον Αιγύπτιον

Βούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε τους ληστάς Σκείρωνα και

Πιτυοκάμπτην. Ευθύς ο Ραδάμανθυς παράταξε τους ήρωας εις την παραλίαν,

αρχηγούς δε αυτών διώρισε τον Θησέα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα τον

Τελαμώνιον, ο οποίος είχεν ήδη θεραπευθή από την παραφροσύνην του• και

συμπλακέντες προς τους επιδρομείς επολέμησαν, ενίκησαν δε οι ήρωες και

εις την νίκην συνετέλεσε προ πάντων ο Αχιλλεύς. Ηρίστευσε δε και ο

Σωκράτης, ο οποίος είχε ταχθή εις το δεξιόν κέρας, και διεκρίθη

περισσότερον παρά ότε ζων επολέμησεν εις το Δήλιον. Διότι όταν

επήρχοντο οι εχθροί δεν έφυγεν ούτε έδειξε την παραμικράν ταραχήν• διά

τούτο και κατόπιν του εδόθη εις αμοιβήν ωραίος και ευρυχωρότατος κήπος

εις τα προάστεια όπου συναθροίζων τους φίλους του συνεζήτει• ωνόμασε

δε τον κήπον τούτον Νεκρακαδημίαν. Αφού συνέλαβον τους νικημένους τους

έδεσαν και τους απέστειλαν οπίσω διά να τιμωρηθούν με αυστηρότητα

μεγαλειτέραν. Ύμνησε δε και αυτήν την μάχην ο Όμηρος και όταν

ανεχώρουν μου έδωκε τα ποιήματα να τα φέρω εις τους ζώντας ανθρώπους•

αλλά και αυτά εχάθησαν μετά των άλλων μας πραγμάτων. Ήρχιζαν δε τα

ποιήματα ταύτα ως εξής :

 

Νυν δε μοι έννεπε, Μούσα, μάχην νεκύων ηρώων.{16}

 

Έψησαν έπειτα κυάμους, όπως συνηθίζεται εις την χώραν αυτών μετά το

πέρας του πολέμου, και εγευμάτισαν εορτάζοντες τα επινίκια και η χαρά

ήτο μεγάλη• μόνον δε ο Πυθαγόρας δεν έλαβε μέρος εις την εορτήν

ταύτην, αλλ' εκάθητο μακράν νηστικός, αποστρεφόμενος την κυαμοφαγίαν.

 

Είχον ήδη παρέλθει έξ μήνες και ήμεθα εις τα μέσα του εβδόμου, ότε

συνέβησαν άλλα πράγματα. Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο οποίος

είχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου την

Ελένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν εις

τον νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα και

έπινον εκ του αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος.

Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του έρωτος και μη δυνάμενος να τον

ικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την Ελένην και να φύγη. Ήτο δε

και αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των παρακειμένων νήσων, εις

την Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει συνωμότας εις τα

σχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον αποφασιστικούς. Και

εις μεν τον πατέρα του δεν είπε τίποτε περί των σκοπών του ο Κινύρας,

διότι εγνώριζεν ότι ο Σκίνθαρος θα τον ημπόδιζεν. Η δε απαγωγή έγεινε

όπως την είχον σχεδιάσει. Όταν ενύκτωσε—εγώ δε ήμουν απών, διότι είχα

αποκοιμηθή εις το συμπόσιον — παρέλαβαν την Ελένην και χωρίς να

εννοηθούν από κανένα εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν. Περί δε το

μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δεν

ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τον

αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οι

διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίον

εφαίνετο εις μακράν απόστασιν. Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν

εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να

καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και

περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη

ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα

διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το

έσυραν επιστρέφοντες. Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο και

εκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά του

Κινύρα και ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδένα

εμαρτύρησαν, τους εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ των

αιδοίων• και τους απέπεμψεν εις την κόλασιν. Απεφασίσθη δε

ναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή παρέλθη η προθεσμία μας

και μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ κατελήφθην υπό

απελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω και

ναρχίσω πάλιν να πλανώμαι. Αλλ' αυτοί μ' επαρηγόρουν λέγοντες ότι δεν

θα παρήρχοντο πολλά έτη και θα επέστρεφα πάλιν προς αυτούς• και μου

έδειξαν έδραν και σκηνήν προωρισμένην δι' εμέ πλησίον των

επιφανεστέρων. Εγώ δε επισκεφθείς τον Ραδάμανθυν τον παρεκάλουν θερμώς

να μου είπη τι έμελλε να μου συμβή και να μου δώση μίαν συμβουλήν περί

του ταξειδίου μου. Αυτός μου απήντησεν ότι θα επέστρεφα μεν εις την

πατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και θα διέτρεχα

πολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μου

ορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε και

μία έκτη εις μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντε

πλησιεστέρας κολάζονται οι ασεβείς. Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων

αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε

των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η

οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις

την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν

κατοικείτε. Εκεί αφού πάθης πολλά και ίδης διάφορα έθνη και συναντήσης

ακοινωνήτους ανθρώπους, θα φθάσης επί τέλους εις την άλλην ήπειρον.

Αυτά μου είπεν έπειτα έσυρεν από την γην ρίζαν μολόχας και μου

παρήγγειλε να την επικαλούμαι οσάκις διατρέχω μεγάλους κινδύνους. Με

συνεβούλευσε προσέτι όταν μίαν ημέραν επανέλθω εις την εδώ γην να

αποφεύγω τα εξής• να μη σκαλίζω την φωτιάν με μάχαιραν, μήτε να τρώγω

λούπινα, μήτε να πλησιάζω παίδα ο οποίος επέρασε τα δέκα οκτώ έτη•

αυτά, αν ενθυμούμαι και αποφεύγω θα έχω ελπίδας να επιστρέψω εις την

νήσον των Μακάρων.

 

Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν έφθασεν ο καιρός

συνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν Όμηρον

και τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψεν

έστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξα

επ' αυτής το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής :

 

Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσιν

είδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.{17}

 

Έμεινα και εκείνην την ημέραν και την επομένην ανεχώρησα, με

συνώδευσαν δε μέχρι του πλοίου οι ήρωες. Τότε ο Οδυσσεύς πλησιάσας

κρυφά από την Πηνελόπην μου έδωκε επιστολήν διά να την δώσω προς την

Καλυψώ εις την νήσον Ωγυγίαν, ο δε Ραδάμανθυς μου έδωκε τον πορθμέα

Ναύπλιον να μας συνοδεύση και μας χρησιμεύση διά να μη μας συλλάβουν,

εάν προσεγγίσωμεν εις τας νήσους, ως φυγάδας, ή άλλως παρεξηγούντες

τον σκοπόν μας.

 

Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την

όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως

καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από

σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και

έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς

ανθρώπων πολλών. Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ των

νήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις και

απότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτε

νερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς και επροχωρήσαμεν

από μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και παρετηρούμεν ότι ο

τόπος ήτο υπερβολικά άσχημος. Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το

κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το

μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε

έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε

δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και

αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως

η θάλασσα. Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν με

δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν

λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε

παρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος. Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη η

είσοδος και είδομεν κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούς

ανθρώπους, εκ των οποίων και μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τον

Κινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και καπνιζόμενον. Οι οδηγοί

διηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας οποίας εκολάζοντο.

Τας μεγαλειτέρας δε εξ όλων τιμωρίας υπέφερον όσοι εψεύσθησαν όταν

έζων και όσοι έγραψαν ψεύδη• μεταξύ αυτών ήτο ο Κτησίας ο Κνίδιος, ο

Ηρόδοτος και άλλοι πολλοί. Βλέπων δε αυτούς εγώ εσχημάτισα τας

καλλιτέρας ελπίδας διά την μετά θάνατον τύχην μου, διότι εγνώριζα ότι

δεν είπα ποτέ μου κανέν ψεύδος.

 

Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα

εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη

πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την

περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα,

διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα. Αλλ'

επί τέλους εφθάσαμεν και εισήλθαμεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Ύπνον

και απέβημεν κατά την εσπέραν πλησίον των πυλών των λεγομένων

ελεφαντίνων, όπου υπάρχει ναός του Αλεκτρυόνος. Εισελθόντες δε εις την

πόλιν εβλέπαμεν πολλά και διαφόρων χρωμάτων όνειρα. Αλλά πρώτον θέλω

να ομιλήσω περί της πόλεως, αφού ουδείς άλλος έγραψε περί αυτής και ο

Όμηρος, ο μόνος, όστις την αναφέρει, δεν έγραψε πολύ ακριβή πράγματα.

Καθ' όλην την περιφέρειαν αυτής υπάρχει δάσος, του οποίου τα δένδρα

είνε μήκωνες υψηλοί και μανδραγόραι {18}, επί των οποίων κάθηται μέγα

πλήθος νυχτερίδων• διότι μόνον αυτό το πτηνόν ζη εις την νήσον.

Πλησίον δε ρέει ποταμός, ο οποίος καλείται Νυκτοπόρος και παρά τας

πύλας της πόλεως υπάρχουν δύο πηγαί, εκ των οποίων η μεν ονομάζεται

Νήγρετος, η δε Παννυχία {19}. Το δε τείχος της πόλεως είνε υψηλόν και

με ποικίλους χρωματισμούς ομοιάζον πολύ προς την ίριδα. Πύλας όμως δεν

έχει δύο, όπως είπεν ο Όμηρος, αλλά τέσσαρας, εκ των οποίων αι μεν δύο

βλέπουν προς την πεδιάδα της Βλακείας, και είνε η μία σιδηρά και η

άλλη εκ κεράμου• και εξ αυτών ελέγετο ότι εξέρχονται τα φοβερά, τα

σκληρά και απαίσια όνειρα• αι δε άλλαι δύο βλέπουν προς τον λιμένα και

την θάλασσαν και είνε η μία κερατίνη, από την οποίαν ημείς εισήλθαμεν,

η δε άλλη ελεφαντίνη. Όταν δε εισερχώμεθα εις την πόλιν, δεξιά είνε το

Νυκτώον, δήλα δή ναός της Νυκτός, διότι εξ όλων των θεών αυτή και ο

Αλεκτρυών λατρεύονται κυρίως εις αυτήν την πόλιν. Του δε Αλεκτρυόνος ο

ναός ευρίσκεται, ως είπα, πλησίον του λιμένος. Αριστερά είνε τα

ανάκτορα του Ύπνου• διότι ούτος βασιλεύει επί των ονείρων, έχων ως

σατράπας και υπάρχους τον Ταραξίωνα του Ματαιογένους και τον

Πλουτοκλέα του Φαντασίωνος. Εις το μέσον δε της αγοράς υπάρχει πηγή, η

οποία ονομάζεται Καρεώτις και πλησίον δύο ναοί της Απάτης και της

Αληθείας. Οι ναοί ούτοι έχουν και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταται

και προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών, ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνου

αυτήν την τιμήν.

 

Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η ιδία• αλλ' άλλα μεν

ήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και μικρά και

άσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή. Ήσαν δε

μεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ως

διά πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλως

στολισμένα. Εγνωρίσαμεν και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδει

άλλοτε• και επλησίασαν και μας ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μας

παρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με πολλήν λαμπρότητα μας

εφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και σατράπας. Μερικά

δε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τους

συγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν.

 

Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί κοιμώμενοι και

τρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και εξυπνήσαντες

εκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερών

πλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν. Πριν

δώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο

Οδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα

από την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα,

εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω

εις την χώραν των Φαιάκων. Ούτοι μ' εβοήθησαν να επανέλθω εις τον

τόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μου

διασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειτα

εφονεύθην και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, και

τώρα ευρίσκομαι εις την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος,

διότι σε αφήκα και δεν εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μου

επρότεινες. Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίον

σου».

 

Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μας

φιλοξενήση.

 

Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν το

σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια.

Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επί

πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα

και μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την

μορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο

περί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν

ότι θα της ήσαν ευχάριστοι.

 

Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Την

αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος•

αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους

Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας

πλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα. Τα

πλοία των είνε μεγάλα από κολοκύνθας, έχοντα μήκος εξήκοντα πήχεων•

άμα ξηράνωσι την κολοκύνθην, την σκάπτουν και εκβάλλοντες την ψίχαν

κατασκευάζουν σκάφος και ως ιστούς μεταχειρίζονται καλάμους, ως ιστίον

δε το φύλλον της κολοκύνθης. Μας προσέβαλαν λοιπόν από δύο πλοία και

πολλούς εξ ημών ετραυμάτισαν πετροβολούντες με κολοκυθόσπορους. Επί

πολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν είδαμεν να

έρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροί

μεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότι

επήρχοντο εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθη

μεταξύ των ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν και

τους αφήκαμεν να μάχωνται. Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται,

καθότι ήσαν και περισσότεροι, — διότι είχον πέντε πλοία — και τα πλοία

των ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί•

αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα μετέτρεπαν εις

πλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε οργυιών.

Αφού απεμακρύνθημεν και δεν εφαίνοντο πλέον, εδέσαμεν τας πληγάς των

τραυματιών και του λοιπού εμέναμεν με τα όπλα εις χείρας, φοβούμενοι

νέας επιθέσεις• και οι φόβοι μας δεν ήσαν μάταιοι. Διότι δεν είχε

δύσει ακόμη ο ήλιος όταν από μίαν έρημον νήσον εφάνησαν ερχόμενοι με

σπουδήν προς ημάς έως είκοσιν άνδρες, λησταί και αυτοί, καθήμενοι επί

μεγάλων δελφίνων και οι δελφίνες τους έφερον ασφαλώς και αναπηδώντες

εχρεμέτιζον ως ίπποι. Όταν δε επλησίασαν, χωρισθέντες μας προσέβαλαν

και από τα δύο μέρη του πλοίου ρίπτοντες καθ' ημών σηπίας ξηράς και

οφθαλμούς καρκίνων. Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των ακοντίων

και δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροι

έφυγαν προς την νήσον.

 

Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης, προσεκρούσαμεν κατά

λάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι είχε

περίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσα

τα αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς. Όταν δε επέταξε

παρ' ολίγον να βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• και

έφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεν

την φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν μεγάλην πλεγμένην από δένδρα

μεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και έκαστον ήτο μεγαλείτερον

Χιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί και έκραζαν.

Εθραύσαμεν λοιπόν έν εκ των αυγών με πελέκεις και εξεκολάψαμεν ένα

νεοσσόν άπτερον ο οποίος ήτο μεγαλείτερος από είκοσι γύπας.

 

Εξηκολουθήσαμεν τον πλουν• όταν δε απεμακρύνθημεν έως διακοσίους

σταδίους από την φωλεάν μας συνέβησαν θαυμαστά σημεία και τέρατα.

Έξαφνα ο χηνίσκος{20} της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, ο

δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και,

το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε

κλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα

και μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και

εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς. Δεν είχαμεν

δε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους, ότε είδαμεν δάσος μέγα και

πυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά και όμως ήτο

πέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά και

ακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα. Πλησιάσαντες

λοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι

ούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμεν — διότι ήσαν πυκνά

και συνεπλέκοντο — ούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ

ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν.

Είδα δε ότι το δάσος εξετείνετο εις σταδίους πεντήκοντα ή ολίγον

περισσοτέρους, έπειτα δε πάλιν εξηκολούθει θάλασσα. Εσκέφθημεν λοιπόν

να αναβιβάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, το πλοίον επί των κορυφών των

δένδρων, αι οποίαι ήσαν πυκναί, και να το περάσωμεν εις την άλλην

θάλασσαν• και ούτω επράξαμεν. Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και,

αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το

ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως

εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπ

tornad.jpg.80ef0b5d9c8428678ddec2c0d41812e2.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Ἀληθῶν διηγημάτων, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ

 

Αρχαίο Κείμενο

 

Βιβλίον Α'

 

῞Ωσπερ τοῖς ἀθλητικοῖς καὶ περὶ τὴν τῶν σωμάτων ἐπιμέλειαν ἀσχολουμένοις οὐ τῆς εὐεξίας μόνον οὐδὲ τῶν γυμνασίων φροντίς ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ καιρὸν γινομένης ἀνέσεως μέρος γοῦν τῆς ἀσκήσεως τὸ μέγιστον αὐτὴν ὑπολαμβάνουσιν οὕτω δὴ καὶ τοῖς περὶ τοὺς λόγους ἐσπουδακόσιν ἡγοῦμαι προσήκειν μετὰ τὴν πολλὴν τῶν σπουδαιοτέρων ἀνάγνωσιν ἀνιέναι τε τὴν διάνοιαν καὶ πρὸς τὸν ἔπειτα κάματον ἀκμαιοτέραν παρασκευάζειν. γένοιτο δ᾿ ἂν ἐμμελὴς ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῖς, εἰ τοῖς τοιούτοις τῶν ἀναγνωσμάτων ὁμιλοῖεν, ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν, ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν οὐκ ἄμουσον ἐπιδείξεται, οἷόν τι καὶ περὶ τῶνδε τῶν συγγραμμάτων φρονήσειν ὑπολαμβάνω· οὐ γὰρ μόνον τὸ ξένον τῆς ὑποθέσεως οὐδὲ τὸ χαρίεν τῆς προαιρέσεως ἐπαγωγὸν ἔσται αὐτοῖς οὐδ᾿ ὅτι ψεύσματα ποικίλα πιθανῶς τε καὶ ἐναλήθως ἐξενηνόχαμεν, ἀλλ᾿ ὅτι καὶ τῶν ἱστορουμένων ἕκαστον οὐκ ἀκωμῳδήτως νικται πρός τινας τῶν παλαιῶν ποιητῶν τε καὶ συγγραφέων καὶ φιλοσόφων πολλὰ τεράστια καὶ μυθώδη συγγεγραφότων, οὓς καὶ ὀνομαστὶ ἂν ἔγραφον, εἰ μὴ καὶ αὐτῷ σοι ἐκ τῆς ἀναγνώσεως φανεῖσθαι ἔμελλον [ὧν] Κτησίας ὁ Κτησιόχου ὁ Κνίδιος, ὃς συνέγραψεν περὶ τῆς Ἰνδῶν χώρας καὶ τῶν παρ᾿ αὐτοῖς ἃ μήτε αὐτὸς εἶδεν μήτε ἄλλου ἀληθεύοντος ἤκουσεν. ἔγραψε δὲ καὶ Ἰαμβοῦλος περὶ τῶν ἐν τῇ μεγάλῃ θαλάττῃ πολλὰ παράδοξα, γνώριμον μὲν ἅπασι τὸ ψεῦδος πλασάμενος, οὐκ ἀτερπῆ δὲ ὅμως συνθεὶς τὴν ὑπόθεσιν. πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τὰ αὐτὰ τούτοις προελόμενοι συνέγραψαν ὡς δή τινας ἑαυτῶν πλάνας τε καὶ ἀποδημίας, θηρίων τε μεγέθη ἱστοροῦντες καὶ ἀνθρώπων ὠμότητας καὶ βίων καινότητας· ἀρχηγὸς δὲ αὐτοῖς καὶ διδάσκαλος τῆς τοιαύτης βωμολοχίας ὁ τοῦ Ὁμήρου Ὀδυσσεύς, τοῖς περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους, ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα καὶ τὰς ὑπὸ φαρμάκων τῶν ἑταίρων μεταβολάς, οἷς πολλὰ ἐκεῖνος πρὸς ἰδιώτας ἀνθρώπους τοὺς Φαίακας ἐτερατεύσατο. τούτοις οὖν ἐντυχὼν ἅπασιν, τοῦ ψεύσασθαι μὲν οὐ σφόδρα τοὺς ἄνδρας ἐμεμψάμην, ὁρῶν ἤδη σύνηθες ὂν τοῦτο καὶ τοῖς φιλοσοφεῖν ὑπισχνουμένοις· ἐκεῖνο δὲ αὐτῶν ἐθαύμασα, εἰ ἐνόμιζον λήσειν οὐκ ἀληθῆ συγγράφοντες. διόπερ καὶ αὐτὸς ὑπὸ κενοδοξίας ἀπολιπεῖν τι σπουδάσας τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα μὴ μόνος ἄμοιρος ὦ τῆς ἐν τῷ μυθολογεῖν ἐλευθερίας, ἐπεὶ μηδὲν ἀληθὲς ἱστορεῖν εἶχονοὐδὲν γὰρ ἐπεπόνθειν ἀξιόλογονἐπὶ τὸ ψεῦδος ἐτραπόμην πολὺ τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον· κἂν ἓν γὰρ δὴ τοῦτο ἀληθεύσω λέγων ὅτι ψεύδομαι. οὕτω δ᾿ ἄν μοι δοκῶ καὶ τὴν παρὰ τῶν ἄλλων κατηγορίαν ἐκφυγεῖν αὐτὸς ὁμολογῶν μηδὲν ἀληθὲς λέγειν. γράφω τοίνυν περὶ ὧν μήτε εἶδον μήτε ἔπαθον μήτε παρ᾿ ἄλλων ἐπυθόμην, ἔτι δὲ μήτε ὅλως ὄντων μήτε τὴν ἀρχὴν γενέσθαι δυναμένων. διὸ δεῖ τοὺς ἐντυγχάνοντας μηδαμῶς πιστεύειν αὐτοῖς. Ὁρμηθεὶς γάρ ποτε ἀπὸ Ἡρακλείων στηλῶν καὶ ἀφεὶς εἰς τὸν ἑσπέριον ὠκεανὸν οὐρίῳ ἀνέμῳ τὸν πλοῦν ἐποιούμην. αἰτία δέ μοι τῆς ἀποδημίας καὶ ὑπόθεσις ἡ τῆς διανοίας περιεργία καὶ πραγμάτων καινῶν ἐπιθυμία καὶ τὸ βούλεσθαι μαθεῖν τί τὸ τέλος ἐστὶν τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τίνες οἱ πέραν κατοικοῦντες ἄνθρωποι. τούτου γέ τοι ἕνεκα πάμπολλα μὲν σιτία ἐνεβαλόμην, ἱκανὸν δὲ καὶ ὕδωρ ἐνεθέμην, πεντήκοντα δὲ τῶν ἡλικιωτῶν προσεποιησάμην τὴν αὐτὴν ἐμοὶ γνώμην ἔχοντας, ἔτι δὲ καὶ ὅπλων πολύ τι πλῆθος παρεσκευασάμην καὶ κυβερνήτην τὸν ἄριστον μισθῷ μεγάλῳ πείσας παρέλαβον καὶ τὴν ναῦνἄκατος δὲ ἦνὡς πρὸς μέγαν καὶ βίαιον πλοῦν ἐκρατυνάμην. ἡμέραν οὖν καὶ νύκτα οὐρίῳ πλέοντες ἔτι τῆς γῆς ὑποφαινομένης οὐ σφόδρα βιαίως ἀνηγόμεθα, τῆς ἐπιούσης δὲ ἅμα ἡλίῳ ἀνίσχοντι ὅ τε ἄνεμος ἐπεδίδου καὶ τὸ κῦμα ηὐξάνετο καὶ ζόφος ἐπεγίνετο καὶ οὐκέτ᾿ οὐδὲ στεῖλαι τὴν ὀθόνην δυνατὸν ἦν. ἐπιτρέψαντες οὖν τῷ πνέοντι καὶ παραδόντες ἑαυτοὺς ἐχειμαζόμεθα ἡμέρας ἐννέα καὶ ἑβδομήκοντα, τῇ ὀγδοηκοστῇ δὲ ἄφνω ἐκλάμψαντος ἡλίου καθορῶμεν οὐ πόῤῥω νῆσον ὑψηλὴν καὶ δασεῖαν, οὐ τραχεῖ περιηχουμένην τῷ κύματι· καὶ γὰρ ἤδη τὸ πολὺ τὴς ζάλης κατεπαύετο. Προσσχόντες οὖν καὶ ἀποβάντες ὡς ἂν ἐκ μακρᾶς ταλαιπωρίας πολὺν μὲν χρόνον ἐπὶ γῆς ἐκείμεθα, διαναστάντες δὲ ὅμως ἀπεκρίναμεν ἡμῶν αὐτῶν τριάκοντα μὲν φύλακας τῆς νεὼς παραμένειν, εἴκοσι δὲ σὺν ἐμοὶ ἀνελθεῖν ἐπὶ κατασκοπῇ τῶν ἐν τῇ νήσῳ. προελθόντες δὲ ὅσον σταδίους τρεῖς ἀπὸ τῆς θαλάττης δι᾿ ὕλης ὁρῶμέν τινα στήλην χαλκοῦ πεποιημένην, Ἑλληνικοῖς γράμμασιν καταγεγραμμένην, ἀμυδροῖς δὲ καὶ ἐκτετριμμένοις, λέγουσαν ῎Αχρι τούτων Ἡρακλῆς καὶ Διόνυσος ἀφίκοντο. ἦν δὲ καὶ ἴχνη δύο πλησίον ἐπὶ πέτρας, τὸ μὲν πλεθριαῖον, τὸ δὲ ἔλαττον ἐμοὶ δοκεῖν, τὸ μὲν τοῦ Διονύσου, τὸ μικρότερον, θάτερον δὲ Ἡρακλέους. προσκυνήσαντες δ᾿ οὖν προῇμεν· οὔπω δὲ πολὺ παρῇμεν καὶ ἐφιστάμεθα ποταμῷ οἶνον ῥέοντι ὁμοιότατον μάλιστα οἷόσπερ ὁ Χῖός ἐστιν. ἄφθονον δὲ ἦν τὸ ῥεῦμα καὶ πολύ, ὥστε ἐνιαχοῦ καὶ ναυσίπορον εἶναι δύνασθαι. ἐπει οὖν ἡμῖν πολὺ μᾶλλον πιστεύειν τῷ ἐπὶ τῆς στήλης ἐπιγράμματι, ὁρῶσι τὰ σημεῖα τῆς Διονύσου ἐπιδημίας. δόξαν δέ μοι καὶ ὅθεν ἄρχεται ὁ ποταμὸς καταμαθεῖν, ἀν ειν παρὰ τὸ ῥεῦμα, καὶ πηγὴν μὲν οὐδεμίαν εὗρον αὐτοῦ, πολλὰς δὲ καὶ μεγάλας ἀμπέλους, πλήρεις βοτρύων, παρὰ δὲ τὴν ῥίζαν ἑκάστην ἀπέῤῥει σταγὼν οἴνου διαυγοῦς, ἀφ᾿ ὧν ἐγίνετο ὁ ποταμός. ἦν δὲ καὶ ἰχθῦς ἐν αὐτῷ πολλοὺς ἰδεῖν, οἴνῳ μάλιστα καὶ τὴν χρόαν καὶ τὴν γεῦσιν προσεοικότας· ἡμεῖς γοῦν ἀγρεύσαντες αὐτῶν τινας καὶ ἐμφαγόντες ἐμεθύσθημεν· ἀμέλει καὶ ἀνατεμόντες αὐτοὺς εὑρίσκομεν τρυγὸς μεστούς. ὕστερον μέντοι ἐπινοήσαντες τοὺς ἄλλους ἰχθῦς, τοὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος παραμιγνύντες ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας. Τότε δὲ τὸν ποταμὸν διαπεράσαντες ᾗ διαβατὸς ἦν, εὕρομεν ἀμπέλων χρῆμα τεράστιον· τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς γῆς, ὁ στέλεχος αὐτὸς εὐερνὴς καὶ παχύς, τὸ δὲ ἄνω γυναῖκες ἦσαν, ὅσον ἐκ τῶν λαγόνων ἅπαντα ἔχουσαι τέλειατοιαύτην παρ᾿ ἡμῖν τὴν Δάφνην γράφουσιν ἄρτι τοῦ Ἀπόλλωνος καταλαμβάνοντος ἀποδενδρουμένην. ἀπὸ δὲ τῶν δακτύλων ἄκρων ἐξεφύοντο αὐταῖς οἱ κλάδοι καὶ μεστοὶ ἦσαν βοτρύων. καὶ μὴν καὶ τὰς κεφαλὰς ἐκόμων ἕλιξί τε καὶ φύλλοις καὶ βότρυσι. προσελθόντας δὲ ἡμᾶς ἠσπάζοντο καὶ ἐδεξιοῦντο, αἱ μὲν Λύδιον, αἱ δ᾿ Ἰνδικήν, αἱ πλεῖσται δὲ τὴν Ἑλλάδα φωνὴν προϊέμεναι. καὶ ἐφίλουν δὲ ἡμᾶς τοῖς στόμασιν· ὁ δὲ φιληθεὶς αὐτίκα ἐμέθυεν καὶ παράφορος ἦν. δρέπεσθαι μέντοι οὐ παρεῖχον τοῦ καρποῦ, ἀλλ᾿ ἤλγουν καὶ ἐβόων ἀποσπωμένου. αἱ δὲ καὶ μίγνυσθαι ἡμῖν ἐπεθύμουν· καὶ δύο τινὲς τῶν ἑταίρων πλησιάσαντες αὐταῖς οὐκέτι ἀπελύοντο, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν αἰδοίων ἐδέδεντο· συνεφύοντο γὰρ καὶ συνεῤῥιζοῦντο. καὶ ἤδη αὐτοῖς κλάδοι ἐπεφύκεσαν οἱ δάκτυλοι, καὶ ταῖς ἕλιξι περιπλεκόμενοι ὅσον οὐδέπω καὶ αὐτοὶ καρποφορήσειν ἔμελλον. καταλιπόντες δὲ αὐτοὺς ἐπὶ ναῦν ἐφεύγομεν καὶ τοῖς ἀπολειφθεῖσιν διηγούμεθα ἐλθόντες τά τε ἄλλα καὶ τῶν ἑταίρων τὴν ἀμπελομιξίαν. καὶ δὴ λαβόντες ἀμφορέας τινὰς καὶ ὑδρευσάμενοί τε ἅμα καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ οἰνισάμενοι καὶ αὐτοῦ πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος αὐλισάμενοι ἕωθεν ἀνήχθημεν οὐ σφόδρα βιαίῳ πνεύματι. Περὶ μεσημβρίαν δὲ οὐκέτι τῆς νήσου φαινομένης ἄφνω τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῦν καὶ μετεωρίσας ὅσον ἐπὶ σταδίους τριακοσίους οὐκέτι καθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος, ἀλλ᾿ ἄνω μετέωρον ἐξηρτημένην ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερεν κολπώσας τὴν ὀθόνην. ἑπτὰ δὲ ἡμέρας καὶ τὰς ἴσας νύκτας ἀεροδρομήσαντες, ὀγδόῃ καθορῶμεν γῆν τινα μεγάλην ἐν τῷ ἀέρι καθάπερ νῆσον, λαμπρὰν καὶ σφαιροειδῆ καὶ φωτὶ μεγάλῳ καταλαμπομένην· προσενεχθέντες δὲ αὐτῇ καὶ ὁρμισάμενοι ἀπέβημεν, ἐπισκοποῦντες δὲ τὴν χώραν εὑρίσκομεν οἰκουμένην τε καὶ γεωργουμένην. ἡμέρας μὲν οὖν οὐδὲν αὐτόθεν ἑωρῶμεν, νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐφαίνοντο ἡμῖν καὶ ἄλλαι πολλαὶ νῆσοι πλησίον, αἱ μὲν μείζους, αἱ δὲ μικρότεραι, πυρὶ τὴν χρόαν προσεοικυῖαι, καὶ ἄλλη δέ τις γῆ κάτω, καὶ πόλεις ἐν αὑτῇ καὶ ποταμοὺς ἔχουσα καὶ πελάγη καὶ ὕλας καὶ ὄρη. ταύτην οὖν τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οἰκουμένην εἰκάζομεν. Δόξαν δὲ ἡμῖν καὶ ἔτι ποῤῥωτέρω προελθεῖν, συνελήφθημεν τοῖς Ἱππογύποις παρ᾿ αὐτοῖς καλουμένοις ἀπαντήσαντες. οἱ δὲ Ἱππόγυποι οὗτοί εἰσιν ἄνδρες ἐπὶ γυπῶν μεγάλων ὀχούμενοι καὶ καθάπερ ἵπποις τοῖς ὀρνέοις χρώμενοι· μεγάλοι γὰρ οἱ γῦπες καὶ ὡς ἐπίπαν τρικέφαλοι. μάθοι δ᾿ ἄν τις τὸ μέγεθος αὐτῶν ἐντεῦθεν· νεὼς γὰρ μεγάλης φορτίδος ἱστοῦ ἕκαστον τῶν πτερῶν μακρότερον καὶ παχύτερον φέρουσι. τούτοις οὖν τοῖς Ἱππογύποις προστέτακται περιπετομένοις τὴν γῆν, εἴ τις εὑρεθείη ξένος, ἀνάγειν ὡς τὸν βασιλέα· καὶ δὴ καὶ ἡμᾶς συλλαβόντες ἀνάγουσιν ὡς αὐτόν. ὁ δὲ θεασάμενος καὶ ἀπὸ τῆς στολῆς εἰκάσας, ῞Ελληνες ἆρα, ἔφη, ὑμεῖς, ὦ ξένοι; συμφησάντων δέ, Πῶς οὖν ἀφίκεσθε, ἔφη, τοσοῦτον ἀέρα διελθόντες; καὶ ἡμεῖς τὸ πᾶν αὐτῷ διηγούμεθα· καὶ ὃς ἀρξάμενος τὸ καθ᾿ αὑτὸν ἡμῖν διεξῄει, ὡς καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὢν τοὔνομα Ἐνδυμίων ἀπὸ τῆς ἡμετέρας γῆς καθεύδων ἀναρπασθείη ποτὲ καὶ ἀφικόμενος βασιλεύσειε τῆς χώρας· εἶναι δὲ τὴν γῆν ἐκείνην ἔλεγε τὴν ἡμῖν κάτω φαινομένην σελήνην. ἀλλὰ θαῤῥεῖν τε παρεκελεύετο καὶ μηδένα κίνδυνον ὑφορᾶσθαι· πάντα γὰρ ἡμῖν παρέσεσθαι ὧν δεόμεθα. ῍Ην δὲ καὶ κατορθώσω, ἔφη, τὸν πόλεμον ὃν ἐκφέρω νῦν πρὸς τοὺς τὸν ἥλιον κατοικοῦντας, ἁπάντων εὐδαιμονέστατα παρ᾿ ἐμοὶ καταβιώσεσθε. καὶ ἡμεῖς ἠρόμεθα τίνες εἶεν οἱ πολέμιοι καὶ τὴν αἰτίαν τῆς διαφορᾶς· Ὁ δὲ Φαέθων, φησίν, ὁ τῶν ἐν τῷ ἡλίῳ κατοικούντων βασιλεύς οἰκεῖται γὰρ δὴ κἀκεῖνος ὥσπερ καὶ ἡ σελήνηπολὺν ἤδη πρὸς ἡμᾶς πολεμεῖ χρόνον. ἤρξατο δὲ ἐξ αἰτίας τοιαύτης· τῶν ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐμῇ ποτε τοὺς ἀπορωτάτους συναγαγὼν ἐβουλήθην ἀποικίαν ἐς τὸν Ἑωσφόρον στεῖλαι, ὄντα ἔρημον καὶ ὑπὸ μηδενὸς κατοικούμενον· ὁ τοίνυν Φαέθων φθονήσας ἐκώλυσε τὴν ἀποικίαν κατὰ μέσον τὸν πόρον ἀπαντήσας ἐπὶ τῶν Ἱππομυρμήκων. τότε μὲν οὖν νικηθέντεσοὐ γὰρ ἦμεν ἀντίπαλοι τῇ παρασκευῇ ἀνεχωρήσαμεν· νῦν δὲ βούλομαι αὖθις ἐξενεγκεῖν τὸν πόλεμον καὶ ἀποστεῖλαι τὴν ἀποικίαν. ἢν οὖν ἐθέλητε, κοινωνήσατέ μοι τοῦ στόλου, γῦπας δὲ ὑμῖν ἐγὼ παρέξω τῶν βασιλικῶν ἕνα ἑκάστῳ καὶ τὴν ἄλλην ὅπλισιν· αὔριον δὲ ποιησόμεθα τὴν ἔξοδον. Οὕτως, ἔφην ἐγώ, γιγνέσθω, ἐπειδή σοι δοκεῖ. Τότε μὲν οὖν παρ᾿ αὐτῷ ἑστιαθέντες ἐμείναμεν, ἕωθεν δὲ διαναστάντες ἐτασσόμεθα· καὶ γὰρ οἱ σκοποὶ ἐσήμαινον πλησίον εἶναι τοὺς πολεμίους. τὸ μὲν οὖν πλῆθος τῆς στρατιᾶς δέκα μυριάδες ἐγένοντο ἄνευ τῶν σκευοφόρων καὶ τῶν μηχανοποιῶν καὶ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ξένων συμμάχων· τούτων δὲ ὀκτακισμύριοι μὲν ἦσαν οἱ Ἱππόγυποι, δισμύριοι δὲ οἱ ἐπὶ τῶν Λαχανοπτέρων. ὄρνεον δὲ καὶ τοῦτό ἐστι μέγιστον, ἀντὶ τῶν πτερῶν λαχάνοις πάντῃ λάσιον, τὰ δὲ ὠκύπτερα ἔχει θριδακίνης φύλλοις μάλιστα προσεοικότα. ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ Κεγχροβόλοι τετάχατο καὶ οἱ Σκοροδομάχοι. ἦλθον δὲ αὐτῷ καὶ ἀπὸ τῆς ἄρκτου σύμμαχοι, τρισμύριοι μὲν Ψυλλοτοξόται, πεντακισμύριοι δὲ Ἀνεμοδρόμοι· τούτων δὲ οἱ μὲν Ψυλλοτοξόται ἐπὶ ψυλλῶν μεγάλων ἱππάζονται, ὅθεν καὶ τὴν προσηγορίαν ἔχουσιν· μέγεθος δὲ τῶν ψυλλῶν ὅσον δώδεκα ἐλέφαντες· οἱ δὲ Ἀνεμοδρόμοι πεζοὶ μέν εἰσιν, φέρονται δὲ ἐν τῷ ἀέρι ἄνευ πτερῶν· ὁ δὲ τρόπος τῆς φορᾶς τοιόσδε. χιτῶνας ποδήρεις ὑπεζωσμένοι κολπώσαντες αὐτοὺς τῷ ἀνέμῳ καθάπερ ἱστία φέρονται ὥσπερ τὰ σκάφη. τὰ πολλὰ δ᾿ οἱ τοιοῦτοι ἐν ταῖς μάχαις πελτασταί εἰσιν. ἐλέγοντο δὲ καὶ ἀπὸ τῶν ὑπὲρ τὴν Καππαδοκίαν ἀστέρων ἥξειν Στρουθοβάλανοι μὲν ἑπτακισμύριοι, Ἱππογέρανοι δὲ πεντακισχίλιοι. τούτους ἐγὼ οὐκ ἐθεασάμην· οὐ γὰρ ἀφίκοντο. διόπερ οὐδὲ γράψαι τὰς φύσεις αὐτῶν ἐτόλμησα· τεράστια γὰρ καὶ ἄπιστα περὶ αὐτῶν ἐλέγετο. Αὕτη μὲν ἡ τοῦ Ἐνδυμίωνος δύναμις ἦν. σκευὴ δὲ πάντων ἡ αὐτή· κράνη μὲν ἀπὸ τῶν κυάμων, μεγάλοι γὰρ παρ᾿ αὐτοῖς οἱ ἱκύαμοι καὶ καρτεροί· θώρακες δὲ φολιδωτοὶ πάντες θέρμινοι· τὰ γὰρ λέπη τῶν θέρμων συῤῥάπτοντες ποιοῦνται θώρακας, ἄῤῥηκτον δὲ ἐκεῖ γίνεται τοῦ θέρμου τὸ λέπος ὥσπερ κέρας· ἀσπίδες δὲ καὶ ξίφη οἷα τὰ Ἑλληνικά. ἐπειδὴ δὲ καιρὸς ἦν, ἐτάξαντο ὧδε· τὸ μὲν δεξιὸν κέρας εἶχον οἱ Ἱππόγυποι καὶ ὁ βασιλεὺς τοὺς ἀρίστους περὶ αὑτὸν ἔχων· καὶ ἡμεῖς ἐν τούτοις ἦμεν· τὸ δὲ εὐώνυμον οἱ Λαχανόπτεροι· τὸ μέσον δὲ οἱ σύμμαχοι ὡς ἑκάστοις ἐδόκει. τὸ δὲ πεζὸν ἦσαν μὲν ἀμφὶ τὰς ἑξακισχιλίας μυριάδας, ἐτάχθησαν δὲ οὕτως. ἀράχναι παρ᾿ αὐτοῖς πολλοὶ καὶ μεγάλοι γίγνονται, πολὺ τῶν Κυκλάδων νήσων ἕκαστος μείζων. τούτοις προσέταξεν διυφῆναι τὸν μεταξὺ τῆς σελήνης καὶ τοῦ Ἑωσφόρου ἀέρα. ὡς δὲ τάχιστα ἐξειργάσαντο καὶ πεδίον ἐποίησαν, ἐπὶ τούτου παρέταξε τὸ πεζόν· ἡγεῖτο δὲ αὐτῶν Νυκτερίων ὁ Εὐδιάνακτος τρίτος αὐτός. Τῶν δὲ πολεμίων τὸ μὲν εὐώνυμον εἶχον οἱ Ἱππομύρμηκες καὶ ἐν αὐτοῖς ὁ Φαέθων· θηρία δέ ἐστι μέγιστα, ὑπόπτερα, τοῖς παρ᾿ ἡμῖν μύρμηξι προσεοικότα πλὴν τοῦ μεγέθους· ὁ γὰρ μέγιστος αὐτῶν καὶ δίπλεθρος ἦν. ἐμάχοντο δὲ οὐ μόνον οἱ ἐπ᾿ αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μάλιστα τοῖς κέρασιν· ἐλέγοντο δὲ οὗτοι εἶναι ἀμφὶ τὰς πέντε μυριάδας. ἐπὶ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν ἐτάχθησαν οἱ Ἀεροκώνωπες, ὄντες καὶ οὗτοι ἀμφὶ τὰς πέντε μυριάδας, πάντες τοξόται κώνωψι μεγάλοις ἐποχούμενοι· μετὰ δὲ τούτους οἱ Ἀεροκόρδακες, ψιλοί τε ὄντες καὶ πεζοί, πλὴν μάχιμοί γε καὶ οὗτοι· πόῤῥωθεν γὰρ ἐσφενδόνων ῥαφανῖδας ὑπερμεγέθεις, καὶ ὁ βληθεὶς οὐδὲ ὀλίγον ἀντέχειν ἐδύνατο, ἀπέθνῃσκε δὲ δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης· ἐλέγοντο δὲ χρίειν τὰ βέλη μαλάχης ἰῷ. ἐχόμενοι δὲ αὐτῶν ἐτάχθησαν οἱ Καυλομύκητες, ὁπλῖται ὄντες καὶ ἀγχέμαχοι, τὸ πλῆθος μύριοι· ἐκλήθησαν δὲ Καυλομύκητες, ὅτι ἀσπίσι μὲν μυκητίναις ἐχρῶντο, δόρασι δὲ καυλίνοις τοῖς ἀπὸ τῶν ἀσπαράγων. πλησίον δὲ αὐτῶν οἱ Κυνοβάλανοι ἔστησαν, οὓς ἔπεμψαν αὐτῷ οἱ τὸν Σείριον κατοικοῦντες, πεντακισχίλιοι [καὶ οὗτοι] ἄνδρες κυνοπρόσωποι ἐπὶ βαλάνων πτερωτῶν μαχόμενοι. ἐλέγοντο δὲ κἀκείνῳ ὑστερίζειν τῶν συμμάχων οὕς τε ἀπὸ τοῦ γαλαξίου μετεπέμπετο σφενδονήτας καὶ οἱ νεφελοκένταυροι. ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο, ὡς μήποτε ὤφελον· οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο, διόπερ φασὶν ὕστερον αὐτοῖς ὀργισθέντα τὸν φαέθοντα πυρπολῆσαι τὴν χώραν. τοιαύτῃ μὲν καὶ ὁ φαέθων ἐπει παρασκευῇ. συμμίξαντες δὲ ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ἤρθη καὶ ὠγκήσαντο ἑκατέρων οἱ ὄνοιτούτοις γὰρ ἀντὶ σαλπιστῶν χρῶνταιἐμάχοντο. καὶ τὸ μὲν εὐώνυμον τῶν ἡλιωτῶν αὐτίκα ἔφυγε οὐδ᾿ εἰς χεῖρας δεξάμενον τοὺς ἱππογύπους, καὶ ἡμεῖς εἱπόμεθα κτείνοντες· τὸ δεξιὸν δὲ αὐτῶν ἐκράτει τοῦ ἐπὶ τῷ ἡμετέρῳ εὐωνύμου, καὶ ἐπεξῆλθον οἱ ἀεροκώνωπες διώκοντες ἄχρι πρὸς τοὺς πεζούς. ἐνταῦθα δὲ κἀκείνων ἐπιβοηθούντων ἔφυγον ἐγκλίναντες, καὶ μάλιστα ἐπεὶσθοντο τοὺς ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ σφῶν νενικημένους. τῆς δὲ τροπῆς λαμπρᾶς γεγενημένης πολλοὶ μὲν ζῶντες ἡλίσκοντο, πολλοὶ δὲ καὶ ἀνῃροῦντο, καὶ τὸ αἷμα ἔῤῥει πολὺ μὲν ἐπὶ τῶν νεφῶν, ὥστε αὐτὰ βάπτεσθαι καὶ ἐρυθρὰ φαίνεσθαι, οἷα παρ᾿ ἡμῖν δυομένου τοῦ ἡλίου φαίνεται, πολὺ δὲ καὶ εἰς τὴν γῆν κατέσταζεν, ὥστε με εἰκάζειν μὴ ἄρα τοιούτου τινὸς καὶ πάλαι ἄνω γενομένου ῞ομηρος ὑπέλαβεν αἵματι ὗσαι τὸν δία ἐπὶ τῷ τοῦ σαρπηδόνος θανάτῳ. ἀναστρέψαντες δὲ ἀπὸ τῆς διώξεως δύο τρόπαια ἐστήσαμεν, τὸ μὲν ἐπὶ τῶν ἀραχνίων τῆς πεζομαχίας, τὸ δὲ τῆς ἀερομαχίας ἐπὶ τῶν νεφῶν. ἄρτι δὲ τούτων γινομένων ἠγγέλλοντο ὑπὸ τῶν σκοπῶν οἱ νεφελοκένταυροι προσελαύνοντες, οὓς ἔδει πρὸ τῆς μάχης ἐλθεῖν τῷ φαέθοτι. καὶ δὴ ἐφαίνοντο προσιόντες, θέαμα παραδοξότατον, ἐξ ἵππων πτερωτῶν καὶ ἀνθρώπων συγκείμενοι· μέγεθος δὲ τῶν μὲν ἀνθρώπων ὅσον τοῦ ῥοδίων κολοσσοῦ ἐξ ἡμισείας ἐς τὸ ἄνω, τῶν δὲ ἵππων ὅσον νεὼς μεγάλης φορτίδος. τὸ μέντοι πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἀνέγραψα, μή τῳ καὶ ἄπιστον δόξῃ τοσοῦτον ἦν. ἡγεῖτο δὲ αὐτῶν ὁ ἐκ τοῦ ζῳδιακοῦ τοξότης. ἐπεὶ δὲσθοντο τοὺς φίλους νενικημένους, ἐπὶ μὲν τὸν φαέθοντα ἔπεμπον ἀγγελίαν αὖθις ἐπιέναι, αὐτοὶ δὲ διαταξάμενοι τεταραγμένοις ἐπιπίπτουσι τοῖς σεληνίταις, ἀτάκτως περὶ τὴν δίωξιν καὶ τὰ λάφυρα διεσκεδασμένοις· καὶ πάντας μὲν τρέπουσιν, αὐτὸν δὲ τὸν βασιλέα καταδιώκουσι πρὸς τὴν πόλιν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων αὐτοῦ κτείνουσιν· ἀνέσπασαν δὲ καὶ τὰ τρόπαια καὶ κατέδραμον ἅπαν τὸ ὑπὸ τῶν ἀραχνῶν πεδίον ὑφασμένον, ἐμὲ δὲ καὶ δύο τινὰς τῶν ἑταίρων ἐζώγρησαν. ἤδη δὲ παρῆν καὶ ὁ φαέθων καὶ αὖθις ἄλλα τρόπαια ὑπ᾿ ἐκείνων ἵστατο. ἡμεῖς μὲν οὖν ἀπηγόμεθα ἐς τὸν ἥλιον αὐθημερὸν τὼ χεῖρε ὀπίσω δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι. οἱ δὲ πολιορκεῖν μὲν οὐκ ἔγνωσαν τὴν πόλιν, ἀναστρέψαντες δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ἀέρος ἀπετείχιζον, ὥστε μηκέτι τὰς αὐγὰς ἀπὸ τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν σελήνην διήκειν. τὸ δὲ τεῖχος ἦν διπλοῦν, νεφελωτόν· ὥστε σαφὴς ἔκλειψις τῆς σελήνης ἐγεγόνει καὶ νυκτὶ διηνεκεῖ πᾶσα κατείχετο. πιεζόμενος δὲ τούτοις ὁ ἐνδυμίων πέμψας ἱκέτευε καθαιρεῖν τὸ οἰκοδόμημα καὶ μὴ σφᾶς περιορᾶν ἐν σκότῳ βιοτεύοντας, ὑπισχνεῖτο δὲ καὶ φόρους τελέσειν καὶ σύμμαχος ἔσεσθαι καὶ μηκέτι πολεμήσειν, καὶ ὁμήρους ἐπὶ τούτοις δοῦναι ἤθελεν. οἱ δὲ περὶ τὸν Φαέθοντα γενομένης δὶς ἐκκλησίας τῇ προτεραίᾳ μὲν οὐδὲν παρέλυσαν τῆς ὀργῆς, τῇ ὑστεραίᾳ δὲ μετέγνωσαν, καὶ ἐγένετο ἡ εἰρήνη ἐπὶ τούτοις· Κατὰ τάδε συνθήκας ἐποιήσαντο Ἡλιῶται καὶ οἱ σύμμαχοι πρὸς Σεληνίτας καὶ τοὺς συμμάχους, ἐπὶ τῷ καταλῦσαι μὲν Ἡλιώτας τὸ διατείχισμα καὶ μηκέτι ἐς τὴν σελήνην ἐσβάλλειν, ἀποδοῦναι δὲ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ῥητοῦ ἕκαστον χρήματος, τοὺς δὲ Σεληνίτας ἀφεῖναι μὲν αὐτονόμους τούς γε ἄλλους ἀστέρας, ὅπλα δὲ μὴ ἐπιφέρειν τοῖς Ἡλιώταις, συμμαχεῖν δὲ τῇ ἀλλήλων, ἤν τις ἐπίῃ· φόρον δὲ ὑποτελεῖν ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους, καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι μυρίους, τὴν δὲ ἀποικίαν τὴν ἐς τὸν Ἑωσφόρον κοινῇ ποιεῖσθαι, καὶ μετέχειν τῶν ἄλλων τὸν βουλόμενον· ἐγγράψαι δὲ τὰς συνθήκας στήλῃ ἠλεκτρίνῃ καὶ ἀναστῆσαι ἐν μέσῳ τῷ ἀέρι ἐπὶ τοῖς μεθορίοις. ὤμοσαν δὲ Ἡλιωτῶν μὲν Πυρωνίδης καὶ Θερείτης καὶ Φλόγιος, Σεληνιτῶν δὲ Νύκτωρ καὶ Μήνιος καὶ Πολυλάμπης. Τοιαύτη μὲν ἡ εἰρήνη ἐγένετο· εὐθὺς δὲ τὸ τεῖχος καθῃρεῖτο καὶ ἡμᾶς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέδοσαν. ἐπεὶ δὲ ἀφικόμεθα ἐς τὴν σελήνην, ὑπηντίαζον ἡμᾶς καὶ ἠσπάζοντο μετὰ δακρύων οἵ τε ἑταῖροι καὶ ὁ Ἐνδυμίων αὐτός. καὶ ὁ μὲν ἠξίου μεῖναί τε παρ᾿ αὑτῷ καὶ κοινωνεῖν τῆς ἀποικίας, ὑπισχνούμενος δώσειν πρὸς γάμον τὸν ἑαυτοῦ παῖδα· γυναῖκες γὰρ οὐκ εἰσὶ παρ᾿ αὐτοῖς. ἐγὼ δὲ οὐδαμῶς ἐπειθόμην, ἀλλ᾿ ἠξίουν ἀποπεμφθῆναι κάτω ἐς τὴν θάλατταν. ὡς δὲ ἔγνω ἀδύνατον ὂν πείθειν, ἀποπέμπει ἡμᾶς ἑστιάσας ἑπτὰ ἡμέρας. ῝Α δὲ ἐν τῷ μεταξὺ διατρίβων ἐν τῇ σελήνῃ κατενόησα καινὰ καὶ παράδοξα, ταῦτα βούλομαι εἰπεῖν. πρῶτα μὲν τὸ μὴ ἐκ γυναικῶν γεννᾶσθαι αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῶν ἀῤῥένων· γάμοις γὰρ τοῖς ἄῤῥεσι χρῶνται καὶ οὐδὲ ὄνομα γυναικὸς ὅλως ἴσασι. μέχρι μὲν οὖν πέντε καὶ εἴκοσι ἐτῶν γαμεῖται ἕκαστος, ἀπὸ δὲ τούτων γαμεῖ αὐτός· κύουσι δὲ οὐκ ἐν τῇ νηδύϊ, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς γαστροκνημίαις· ἐπειδὰν γὰρ συλλάβῃ τὸ ἔμβρυον, παχύνεται ἡ κνήμη, καὶ χρόνῳ ὕστερον ἀνατεμόντες ἐξάγουσι νεκρά, ἐκθέντες δὲ αὐτὰ πρὸς τὸν ἄνεμον κεχηνότα ζῳοποιοῦσιν. δοκεῖ δέ μοι καὶ ἐς τοὺς ῞Ελληνας ἐκεῖθεν ἥκειν τῆς γαστροκνημίας τοὔνομα, ὅτι παρ᾿ ἐκείνοις ἀντὶ γαστρὸς κυοφορεῖ. μεῖζον δὲ τούτου ἄλλο διηγήσομαι. γένος ἐστὶ παρ᾿ αὐτοῖς ἀνθρώπων οἱ καλούμενοι Δενδρῖται, γίνεται δὲ τὸν τρόπον τοῦτον. ὄρχιν ἀνθρώπου τὸν δεξιὸν ἀποτεμόντες ἐν γῇ φυτεύουσιν, ἐκ δὲ αὐτοῦ δένδρον ἀναφύεται μέγιστον, σάρκινον, οἷον φαλλός· ἔχει δὲ καὶ κλάδους καὶ φύλλα· ὁ δὲ καρπός ἐστι βάλανοι πηχυαῖοι τὸ μέγεθος. ἐπειδὰν οὖν πεπανθῶσιν, τρυγήσαντες αὐτὰς ἐκκολάπτουσι τοὺς ἀνθρώπους. αἰδοῖα μέντοι πρόσθετα ἔχουσιν, οἱ μὲν ἐλεφάντινα, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν ξύλινα, καὶ διὰ τούτων ὀχεύουσι καὶ πλησιάζουσι τοῖς γαμέ-ταις τοῖς ἑαυτῶν. ἐπειδὰν δὲ γηράσῃ ὁ ἄνθρωπος, οὐκ ἀποθνῄσκει, ἀλλ᾿ ὥσπερ καπνὸς διαλυόμενος ἀὴρ γίνεται. τροφὴ δὲ πᾶσιν ἡ αὐτή· ἐπειδὰν γὰρ πῦρ ἀνακαύσωσιν, βατράχους ὀπτῶσιν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων· πολλοὶ δὲ παρ᾿ αὐτοῖς εἰσιν ἐν τῷ ἀέρι πετόμενοι· ὀπτωμένων δὲ περικαθεσθέντες ὥσπερ δὴ περὶ τράπεζαν κάπτουσιν τὸν ἀναθυμιώμενον καπνὸν καὶ εὐωχοῦνται. σίτῳ μὲν δὴ τρέφονται τοιούτῳ· ποτὸν δὲ αὐτοῖς ἐστιν ἀὴρ ἀποθλιβόμενος εἰς κύλικα καὶ ὑγρὸν ἀνιεὶς ὥσπερ δρόσον. οὐ μὴν ἀπουροῦσίν γε καὶ ἀφοδεύουσιν, ἀλλ᾿ οὐδὲ τέτρηνται ᾗπερ ἡμεῖς, οὐδὲ τὴν συνουσίαν οἱ παῖδες ἐν ταῖς ἕδραις παρέχουσιν, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἰγνύσιν ὑπὲρ τὴν γαστροκνημίαν· ἐκεῖ γάρ εἰσι τετρημένοι. Καλὸς δὲ νομίζεται παρ᾿ αὐτοῖς ἤν πού τις φαλακρὸς καὶ ἄκομος ᾖ, τοὺς δὲ κομήτας καὶ μυσάττονται. ἐπὶ δὲ τῶν κομητῶν ἀστέρων τοὐναντίον τοὺς κομήτας καλοὺς νομίζουσιν· ἐπεδήμουν γάρ τινες, οἳ καὶ περὶ ἐκείνων διηγοῦντο. καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα. καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσὶν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ πάντες εἰσὶν μονοδάκτυλοι. ὑπὲρ δὲ τὰς πυγὰς ἑκάστῳ αὐτῶν κράμβη ἐκπέφυκε μακρὰ ὥσπερ οὐρά, θάλλουσα ἐς ἀεὶ καὶ ὑπτίου ἀναπίπτοντος οὐ κατακλωμένη. ἀπομύττονται δὲ μέλι δριμύτατον· κἀπειδὰν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται, γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἱδροῦσιν, ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ πήγνυνται, ὀλίγον τοῦ μέλιτος ἐπιστάξαντες· ἔλαιον δὲ ποιοῦνται ἀπὸ τῶν κρομμύων πάνυ λιπαρόν τε καὶ εὐῶδες ὥσπερ μύρον. ἀμπέλους δὲ πολλὰς ἔχουσιν ὑδροφόρους· αἱ γὰρ ῥᾶγες τῶν βοτρύων εἰσὶν ὥσπερ χάλαζα, καί, ἐμοὶ δοκεῖν, ἐπειδὰν ἐμπεσὼν ἄνεμος διασείσῃ τὰς ἀμπέλους ἐκείνας, τότε πρὸς ἡμᾶς καταπίπτει ἡ χάλαζα διαῤῥαγέντων τῶν βοτρύων. τῇ μέντοι γαστρὶ ὅσα πήρᾳ χρῶνται τιθέντες ἐν αὐτῇ ὅσων δέονται· ἀνοικτὴ γὰρ αὐτοῖς αὕτη καὶ πάλιν κλειστή ἐστιν· ἐντέρων δὲ οὐδὲν ὑπάρχειν αὐτῇ φαίνεται, ἢ τοῦτο μόνον, ὅτι δασεῖα πᾶσα ἔντοσθε καὶ λάσιός ἐστιν, ὥστε καὶ τὰ νεογνά, ἐπειδὰν ῥιγώσῃ, ἐς ταύτην ὑποδύεται. Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή, τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή· πολύχαλκα γὰρ τὰ ἐκεῖ χωρία, καὶ ἐργάζονται τὸν χαλκὸν ὕδατι ὑποβρέξαντες ὥσπερ τὰ ἔρια. περὶ μέντοι τῶν ὀφθαλμῶν, οἵους ἔχουσιν, ὀκνῶ μὲν εἰπεῖν, μή τίς με νομίσῃ ψεύδεσθαι διὰ τὸ ἄπιστον τοῦ λόγου. ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐρῶ· τοὺς ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι, καὶ ὁ βουλόμενος ἐξελὼν τοὺς αὑτοῦ φυλάττει ἔστ᾿ ἂν δεηθῇ ἰδεῖν· οὕτω δὲ ἐνθέμενος ὁρᾷ· καὶ πολλοὶ τοὺς σφετέρους ἀπολέσαντες παρ᾿ ἄλλων χρησάμενοι ὁρῶσιν. εἰσὶ δ᾿ οἳ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι. τὰ ὦτα δὲ πλατάνων φύλλα ἐστὶν αὐτοῖς πλήν γε τοῖς ἀπὸ τῶν βαλάνων· ἐκεῖνοι γὰρ μόνοι ξύλινα ἔχουσιν. καὶ μὴν καὶ ἄλλο θαῦμα ἐν τοῖς βασιλείοις ἐθεασάμην· κάτοπτρον μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος. ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις, ἀκούει πάντων τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐν τῇ γῇ λεγομένων, ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ, πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ ὥσπερ ἐφεστὼς ἑκάστοις· τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην καὶ πᾶσαν τὴν πατρίδα, εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἑώρων, οὐκέτι ἔχω τὸ ἀσφαλὲς εἰπεῖν. ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν, ἄν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἀφίκηται, εἴσεται ὡς ἀληθῆ λέγω. Τότε δ᾿ οὖν ἀσπασάμενοι τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἀμφ᾿ αὐτόν, ἐμβάντες ἀνήχθημεν· ἐμοὶ δὲ καὶ δῶρα ἔδωκεν ὁ Ἐνδυμίων, δύο μὲν τῶν ὑαλίνων χιτώνων, πέντε δὲ χαλκοῦς, καὶ πανοπλίαν θερμίνην, ἃ πάντα ἐν τῷ κήτει κατέλιπον. συνέπεμψε δὲ ἡμῖν καὶ Ἱππογύπους χιλίους παραπέμψοντας ἄχρι σταδίων πεντακοσίων. ἐν δὲ τῷ παράπλῳ πολλὰς μὲν καὶ ἄλλας χώρας παρημείψαμεν, προσέσχομεν δὲ καὶ τῷ Ἑωσφόρῳ ἄρτι συνοικιζομένῳ, καὶ ἀποβάντες ὑδρευσάμεθα. ἐμβάντες δὲ εἰς τὸν ζῳδιακὸν ἐν ἀριστερᾷ παρειμεν τὸν ἥλιον, ἐν χρῷ τὴν γῆν παραπλέοντες· οὐ γὰρ ἀπέβημεν καίτοι πολλὰ τῶν ἑταίρων ἐπιθυμούντων, ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν. ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν. ἰδόντες δ᾿ ἡμᾶς οἱ Νεφελοκένταυροι, μισθοφοροῦντες παρὰ τῷ Φαέθοντι, ἐπέπτησαν ἐπὶ τὴν ναῦν, καὶ μαθόντες ἐνσπόνδους ἀνεχώρησαν. ἤδη δὲ καὶ οἱ Ἱππόγυποι ἀπεληλύθεσαν. Πλεύσαντες δὲ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα καὶ ἡμέραν, περὶ ἑσπέραν ἀφικόμεθα ἐς τὴν Λυχνόπολιν καλουμένην, ἤδη τὸν κάτω πλοῦν διώκοντες. ἡ δὲ πόλις αὕτη κεῖται μεταξὺ τοῦ Πλειάδων καὶ τοῦ Ὑάδων ἀέρος, ταπεινοτέρα μέντοι πολὺ τοῦ ζῳδιακοῦ. ἀποβάντες δὲ ἄνθρωπον μὲν οὐδένα εὕρομεν, λύχνους δὲ πολλοὺς περιθέοντας καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ περὶ τὸν λιμένα διατρίβοντας, τοὺς μὲν μικροὺς καὶ ὥσπερ πένητας, ὀλίγους δὲ τῶν μεγάλων καὶ δυνατῶν πάνυ λαμπροὺς καὶ περιφανεῖς. οἰκήσεις δὲ αὐτοῖς καὶ λυχνεῶνες ἰδίᾳ ἑκάστῳ πεποίηντο, καὶ αὐτοὶ ὀνόματα εἶχον, ὥσπερ οἱ ἄνθρωποι, καὶ φωνὴν προϊεμένων ἠκούομεν, καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἠδίκουν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ξένια ἐκάλουν· ἡμεῖς δὲ ὅμως ἐφοβούμεθα, καὶ οὔτε δειπνῆσαι οὔτε ὑπνῶσαί τις ἡμῶν ἐτόλμησεν. ἀρχεῖα δὲ αὐτοῖς ἐν μέσῃ τῇ πόλει πεποίηται, ἔνθα ὁ ἄρχων αὐτῶν διὰ νυκτὸς ὅλης κάθηται ὀνομαστὶ καλῶν ἕκαστον· ὃς δ᾿ ἂν μὴ ὑπακούσῃ, καταδικάζεται ἀποθανεῖν ὡς λιπὼν τὴν τάξιν· ὁ δὲ θάνατός ἐστι σβεσθῆναι. παρεστῶτες δὲ ἡμεῖς ἑωρῶμεν τὰ γινόμενα καὶ ἠκούομεν ἅμα τῶν λύχνων ἀπολογουμένων καὶ τὰς αἰτίας λεγόντων δι᾿ ἃς ἐβράδυνον. ἔνθα καὶ τὸν ἡμέτερον λύχνον ἐγνώρισα, καὶ προσειπὼν αὐτὸν περὶ τῶν κατ᾿ οἶκον ἐπυνθανόμην ὅπως ἔχοιεν· ὁ δέ μοι ἅπαντα ἐκεῖνα διηγήσατο. Τὴν μὲν οὖν νύκτα ἐκείνην αὐτοῦ ἐμείναμεν, τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἄραντες ἐπλέομεν ἤδη πλησίον τῶν νεφῶν· ἔνθα δὴ καὶ τὴν Νεφελοκοκκυγίαν πόλιν ἰδόντες ἐθαυμάσαμεν, οὐ μέντοι ἐπέβημεν αὐτῆς· οὐ γὰρ εἴα τὸ πνεῦμα. βασιλεύειν μέντοι αὐτῶν ἐλέγετο Κόρωνος ὁ Κοττυφίωνος. καὶ ἐγὼ ἐμνήσθην Ἀριστοφάνους τοῦ ποιητοῦ, ἀνδρὸς σοφοῦ καὶ ἀληθοῦς καὶ μάτην ἐφ᾿ οἷς ἔγραψεν ἀπιστουμένου. τρίτῃ δὲ ἀπὸ ταύτης ἡμέρᾳ καὶ τὸν ὠκεανὸν ἤδη σαφῶς ἑωρῶμεν, γῆν δὲ οὐδαμοῦ, πλήν γε τῶν ἐν τῷ ἀέρι· καὶ αὗται δὲ πυρώδεις καὶ ὑπεραυγεῖς ἐφαντάζοντο. τῇ τετάρτῃ δὲ περὶ μεσημβρίαν μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύμα-τος καὶ συνιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλατταν κατετέθημεν. ὡς δὲ τοῦ ὕδατος ἐψαύσαμεν, θαυμασίως ὑπερηδόμεθα καὶ ὑπερεχαίρομεν καὶ πᾶσαν ἐκ τῶν παρόντων εὐφροσύνην ἐποιούμεθα καὶ ἀποῤῥίψαντες ἐνηχόμεθα· καὶ γὰρ ἔτυχε γαλήνη οὖσα καὶ εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος. ῎Εοικε δὲ ἀρχὴ κακῶν μειζόνων γίνεσθαι πολλάκις ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μεταβολή· καὶ γὰρ ἡμεῖς δύο μόνας ἡμέρας ἐν εὐδίᾳ πλεύσαντες, τῆς τρίτης ὑποφαινούσης πρὸς ἀνίσχοντα τὸν ἥλιον ἄφνω ὁρῶμεν θηρία καὶ κήτη πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα, ἓν δὲ μέγιστον ἁπάντων ὅσον σταδίων χιλίων καὶ πεντακοσίων τὸ μέγεθος· ἐπῄει δὲ κεχηνὸς καὶ πρὸ πολλοῦ ταράττον τὴν θάλατταν ἀφρῷ τε περικλυζόμενον καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκφαῖνον πολὺ τῶν παρ᾿ ἡμῖν φαλλῶν ὑψηλοτέρους, ὀξεῖς δὲ πάντας ὥσπερ σκόλοπας καὶ λευκοὺς ὥσπερ ἐλεφαντίνους. ἡμεῖς μὲν οὖν τὸ ὕστατον ἀλλήλους προσειπόντες καὶ περιβαλόντες ἐμένομεν· τὸ δὲ ἤδη παρῆν καὶ ἀναῤῥοφῆσαν ἡμᾶς αὐτῇ νηῒ κατέπιεν. οὐ μέντοι ἔφθη συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν, ἀλλὰ διὰ τῶν ἀραιωμάτων ἡ ναῦς ἐς τὸ ἔσω διεξέπεσεν. ἐπεὶ δὲ ἔνδον ἦμεν, τὸ μὲν πρῶτον σκότος ἦν καὶ οὐδὲν ἑωρῶμεν, ὕστερον δὲ αὐτοῦ ἀναχανόντος εἴδομεν κύτος μέγα καὶ πάντῃ πλατὺ καὶ ὑψηλόν, ἱκανὸν μυριάνδρῳ πόλει ἐνοικεῖν. ἔκειντο δὲ ἐν μέσῳ καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα, καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι, καὶ ἀνθρώπων ὀστέα καὶ φορτία, κατὰ μέσον δὲ καὶ γῆ καὶ λόφοι ἦσαν, ἐμοὶ δοκεῖν, ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα. ὕλη γοῦν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ δένδρα παντοῖα ἐπεφύκει καὶ λάχανα ἐβεβλαστήκει, καὶ ἐῴκει πάντα ἐξειργασμένοις· περίμετρον δὲ τῆς γῆς στάδιοι διακόσιοι καὶ τεσσαράκοντα. ἦν δὲ ἰδεῖν καὶ ὄρνεα θαλάττια, λάρους καὶ ἀλκυόνας, ἐπὶ τῶν δένδρων νεοττεύοντα. Τότε μὲν οὖν ἐπὶ πολὺ ἐδακρύομεν, ὕστερον δὲ ἀναστήσαντες τοὺς ἑταίρους τὴν μὲν ναῦν ὑπεστηρίξαμεν, αὐτοὶ δὲ τὰ πυρεῖα συντρίψαντες καὶ ἀνακαύσαντες δεῖπνον ἐκ τῶν παρόντων ἐποιούμεθα. παρέκειτο δὲ ἄφθονα καὶ παντοδαπὰ κρέα τῶν ἰχθύων, καὶ ὕδωρ ἔτι τὸ ἐκ τοῦ Ἑωσφόρου εἴχομεν. τῇ ἐπιούσῃ δὲ διαναστάντες, εἴ

Lucianus.jpg.064368052d99930542ed0c934c0acc5d.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Ἀληθῶν διηγημάτων, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ

 

Αρχαίο Κείμενο

 

Βιβλίον B'

 

Τὸ δὲ ἀπὸ τούτου μηκέτι φέρων ἐγὼ τὴν ἐν τῷ κήτει δίαιταν ἀχθόμενός τε τῇ μονῇ μηχανήν τινα ἐζήτουν, δι᾿ ἧς ἂν ἐξελθεῖν γένοιτο· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἔδοξεν ἡμῖν διορύξασι κατὰ τὸν δεξιὸν τοῖχον ἀποδρᾶναι, καὶ ἀρξάμενοι διεκόπτομεν· ἐπειδὴ δὲ προελθόντες ὅσον πέντε σταδίους οὐδὲν ἠνύομεν, τοῦ μὲν ὀρύγματος ἐπαυσάμεθα, τὴν δὲ ὕλην καῦσαι διέγνωμεν· οὕτω γὰρ ἂν τὸ κῆτος ἀποθανεῖν· εἰ δὲ τοῦτο γένοιτο, ῥᾳδία ἔμελλεν ἡμῖν ἔσεσθαι ἡ ἔξοδος. ἀρξάμενοι οὖν ἀπὸ τῶν οὐραίων ἐκαίομεν, καὶ ἡμέρας μὲν ἑπτὰ καὶ ἴσας νύκτας ἀναισθήτως εἶχε τοῦ καύματος, ὀγδόῃ δὲ καὶ ἐνάτῃ συνίεμεν αὐτοῦ νοσοῦντος· ἀργότερον γοῦν ἀνέχασκεν καὶ εἴ ποτε ἀναχάνοι ταχὺ συνέμυεν. δεκάτῃ δὲ καὶ ἑνδεκάτῃ τέλεον ἀπενεκροῦτο καὶ δυσῶδες ἦν· τῇ δωδεκάτῃ δὲ μόλις ἐνενοήσαμεν ὡς, εἰ μή τις χανόντος αὐτοῦ ὑποστηρίξειεν τοὺς γομφίους, ὥστε μηκέτι συγκλεῖσαι, κινδυνεύσομεν κατακλεισθέντες ἐν νεκρῷ αὐτῷ ἀπολέσθαι. οὕτω δὴ μεγάλοις δοκοῖς τὸ στόμα διερείσαντες τὴν ναῦν ἐπεσκευάζομεν ὕδωρ τε ὡς ἔνι πλεῖστον ἐμβαλλόμενοι καὶ τἆλλα ἐπιτήδεια· κυβερνήσειν δὲ ἔμελλεν ὁ Σκίνθαρος. Τῇ δὲ ἐπιούσῃ τὸ μὲν ἤδη τεθνήκει, ἡμεῖς δὲ ἀνελκύσαντες τὸ πλοῖον καὶ διὰ τῶν ἀραιωμάτων διαγαγόντες καὶ ἐκ τῶν ὀδόντων ἐξάψαντες ἠρέμα καθήκαμεν ἐς τὴν θάλατταν· ἐπαναβάντες δὲ ἐπὶ τὰ νῶτα καὶ θύσαντες τῷ Ποσειδῶνι αὐτοῦ παρὰ τὸ τρόπαιον ἡμέρας τε τρεῖς ἐπαυλισάμενοινηνεμία γὰρ ἦντῇ τετάρτῃ ἀπεπλεύσαμεν. ἔνθα δὴ πολλοῖς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῖς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν, καὶ τὰ σώματα καταμετροῦντες ἐθαυμάζομεν. καὶ ἡμέρας μέν τινας ἐπλέομεν εὐκράτῳ ἀέρι χρώμενοι, ἔπειτα βορέου σφοδροῦ πνεύσαντος μέγα κρύος ἐγένετο, καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ πᾶν ἐπάγη τὸ πέλαγος, οὐκ ἐπιπολῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐς βάθος ὅσον ἐπὶ τριακοσίας ὀργυιάς, ὥστε καὶ ἀποβάντας διαθεῖν ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου. ἐπιμένοντος δὲ τοῦ πνεύματος φέρειν οὐ δυνάμενοι τοιόνδε τι ἐπενοήσαμενὁ δὲ τὴν γνώμην ἀποφηνάμενος ἦν ὁ Σκίνθαροσσκάψαντες γὰρ ἐν τῷ ὕδατι σπήλαιον μέγιστον ἐν τούτῳ ἐμείναμεν ἡμέρας τριάκοντα, πῦρ ἀνακαίοντες καὶ σιτούμενοι τοὺς ἰχθῦς· εὑρίσκομεν δὲ αὐτοὺς ἀνορύττοντες. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἐπέλειπε τὰ ἐπιτήδεια, προελθόντες καὶ τὴν ναῦν πεπηγυῖαν ἀνασπάσαντες καὶ πετάσαντες τὴν ὀθόνην ἐσυρόμεθα ὥσπερ πλέοντες λείως καὶ προσηνῶς ἐπὶ τοῦ πάγους διολισθάνοντες. ἡμέρᾳ δὲ πέμπτῃ ἀλέα τε ἦν ἤδη καὶ ὁ πάγος ἐλύετο καὶ ὕδωρ πάντα αὖθις ἐγίνετο. Πλεύσαντες οὖν ὅσον τριακοσίους σταδίους νήσῳ μικρᾷ καὶ ἐρήμῃ προσηνέχθημεν, ἀφ᾿ ἧς ὕδωρ λαβόντεσἐπελελοίπει γὰρ ἤδηκαὶ δύο ταύρους ἀγρίους κατατοξεύσαντες ἀπεπλεύσαμεν. οἱ δὲ ταῦροι οὗτοι τὰ κέρατα οὐκ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς εἶχον, ἀλλ᾿ ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὥσπερ ὁ Μῶμος ἠξίου. μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ εἰς πέλαγος ἐνεβαίνομεν, οὐχ ὕδατος, ἀλλὰ γάλακτος· καὶ νῆσος ἐν αὐτῷ ἐφαίνετο λευκὴ πλήρης ἀμπέλων. ἦν δὲ ἡ νῆσος τυρὸς μέγιστος συμπεπηγώς, ὡς ὕστερον ἐμφαγόντες ἐμάθομεν, σταδίων εἴκοσι πέντε τὸ περίμετρον· αἱ δὲ ἄμπελοι βοτρύων πλήρεις, οὐ μέντοι οἶνον, ἀλλὰ γάλα ἐξ αὐτῶν ἀποθλίβοντες ἐπίνομεν. ἱερὸν δὲ ἐν μέσῃ τῇ νήσῳ ἀνῳκοδόμητο Γαλατείας τῆς Νηρηΐδος, ὡς ἐδήλου τὸ ἐπίγραμμα. ὅσον οὖν χρόνον ἐκεῖ ἐμείναμεν, ὄψον μὲν ἡμῖν καὶ σιτίον ἡ γῆ ὑπῆρχεν, ποτὸν δὲ τὸ γάλα τὸ ἐκ τῶν βοτρύων. βασιλεύειν δὲ τῶν χωρίων τούτων ἐλέγετο Τυρὼ ἡ Σαλμωνέως, μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγὴν ταύτην παρὰ τοῦ Ποσειδῶνος λαβοῦσα τὴν τιμήν. Μείναντες δὲ ἡμέρας ἐν τῇ νήσῳ πέντε, τῇ ἕκτῃ ἐξωρμήσαμεν, αὔρας μέν τινος παραπεμπούσης, λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάττης· ὀγδόῃ δὲ ἡμέρᾳ πλέοντες οὐκέτι διὰ τοῦ γάλακτος, ἀλλ᾿ ἤδη ἐν ἁλμυρῷ καὶ κυανέῳ ὕδατι, καθορῶμεν ἀνθρώπους πολλοὺς ἐπὶ τοῦ πελάγους διαθέοντας, ἅπαντα ἡμῖν προσεοικότας, καὶ τὰ σώματα καὶ τὰ μεγέθη, πλὴν τῶν ποδῶν μόνων· ταῦτα γὰρ φέλλινα εἶχον, ἀφ᾿ οὗ δή, οἶμαι, καὶ ἐκαλοῦντο Φελλόποδες. ἐθαυμάσαμεν οὖν ἰδόντες οὐ βαπτιζομένους, ἀλλὰ ὑπερέχοντας τῶν κυμάτων καὶ ἀδεῶς ὁδοιποροῦντας. οἱ δὲ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ἡμᾶς Ἑλληνικῇ φωνῇ· ἔλεγον δὲ εἰς Φελλὼ τὴν αὑτῶν πατρίδα ἐπείγεσθαι. μέχρι μὲν οὖν τινος συνωδοιπόρουν ἡμῖν παραθέοντες, εἶτα ἀποτραπόμενοι τῆς ὁδοῦ ἐβάδιζον εὔπλοιαν ἡμῖν ἐπευξάμενοι. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ πολλαὶ νῆσοι ἐφαίνοντο, πλησίον μὲν ἐξ ἀριστερῶν ἡ Φελλώ, ἐς ἣν ἐκεῖνοι ἔσπευδον, πόλις ἐπὶ μεγάλου καὶ στρογγύλου φελλοῦ κατοικουμένη· πόῤῥωθεν δὲ καὶ μᾶλλον ἐν δεξιᾷ πέντε μέγισται καὶ ὑψηλόταται, καὶ πῦρ πολὺ ἀπ᾿ αὐτῶν ἀνεκαίετο, κατὰ δὲ τὴν πρῷραν μία πλατεῖα καὶ ταπεινή, σταδίους ἀπέχουσα οὐκ ἐλάττους πεντακοσίων. ἤδη δὲ πλησίον ἦμεν, καὶ θαυμαστή τις αὔρα περιέπνευσεν ἡμᾶς, ἡδεῖα καὶ εὐώδης, οἵαν φησὶν ὁ συγγραφεὺς Ἡρόδοτος ἀπόζειν τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας. οἷον γὰρ ἀπὸ ῥόδων καὶ ναρκίσσων καὶ ὑακίνθων καὶ κρίνων καὶ ἴων, ἔτι δὲ μυῤῥίνης καὶ δάφνης καὶ ἀμπελάνθης, τοιοῦτον ἡμῖν τὸ ἡδὺ προσέβαλλεν. ἡσθέντες δὲ τῇ ὀσμῇ καὶ χρηστὰ ἐκ μακρῶν πόνων ἐλπίσαντες κατ᾿ ὀλίγον ἤδη πλησίον τῆς νήσου ἐγινόμεθα. ἔνθα δὴ καὶ καθεωρῶμεν λιμένας τε πολλοὺς περὶ πᾶσαν ἀκλύστους καὶ μεγάλους, ποταμούς τε διαυγεῖς ἐξιέντας ἠρέμα εἰς τὴν θάλατταν, ἔτι δὲ λειμῶνας καὶ ὕλας καὶ ὄρνεα μουσικά, τὰ μὲ ἐπὶ τῶν ἠϊόνων ᾄδοντα, πολλὰ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν κλάδων· ἀήρ τε κοῦφος καὶ εὔπνους περιεκέχυτο τὴν χώραν· καὶ αὖραι δέ τινες ἡδεῖαι πνέουσαι ἠρέμα τὴν ὕλην διεσάλευον, ὥστε καὶ ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων τερπνὰ καὶ συνεχῆ μέλη ἀπεσυρίζετο, ἐοικότα τοῖς ἐπ᾿ ἐρημίας αὐλήμασι τῶν πλαγίων αὐλῶν. καὶ μὴν καὶ βοὴ σύμμικτος ἠκούετο ἄθρους, οὐ θορυβώδης, ἀλλ᾿ οἵα γένοιτ᾿ ἂν ἐν συμποσίῳ, τῶν μὲν αὐλούντων, τῶν δὲ ἐπαινούντων, ἐνίων δὲ κροτούντων πρὸς αὐλὸν ἢ κιθάραν. τούτοις ἅπασι κηλούμενοι κατήχθημεν, ὁρμίσαντες δὲ τὴν ναῦν ἀπεβαίνομεν, τὸν Σκίνθαρον ἐν αὐτῇ καὶ δύο τῶν ἑταίρων ἀπολιπόντες. προϊόντες δὲ διὰ λειμῶνος εὐανθοῦς ἐντυγχάνομεν τοῖς φρουροῖς καὶ περιπόλοις, οἱ δὲ δήσαντες ἡμᾶς ῥοδίνοις στεφάνοισοὗτος γὰρ μέγιστος παρ᾿ αὐτοῖς δεσμός ἐστινἀνῆγον ὡς τὸν ἄρχοντα, παρ᾿ ὧν δὴ καὶ καθ᾿ ὁδὸν ἠκούσαμεν ὡς ἡ μὲν νῆσος εἴη τῶν Μακάρων προσαγορευομένη, ἄρχοι δὲ ὁ Κρὴς Ῥαδάμανθυς. καὶ δὴ ἀναχθέντες ὡς αὐτὸν ἐν τάξει τῶν δικαζομένων ἔστημεν τέταρτοι. ἦν δὲ ἡ μὲν πρώτη δίκη περὶ Αἴαντος τοῦ Τελαμῶνος, εἴτε χρὴ αὐτὸν συνεῖναι τοῖς ἥρωσιν εἴτε καὶ μή· κατηγορεῖτο δὲ αὐτοῦ ὅτι μεμήνοι καὶ ἑαυτὸν ἀπεκτόνοι. τέλος δὲ πολλῶν ῥηθέντων ἔγνω ὁ Ῥαδάμανθυς, νῦν μὲν αὐτὸν πιόμενον τοῦ ἐλλεβόρου παραδοθῆναι Ἱπποκράτει τῷ Κῴῳ ἰατρῷ, ὕστερον δὲ σωφρονήσαντα μετέχειν τοῦ συμποσίου. δευτέρα δὲ ἦν κρίσις ἐρωτική, Θησέως καὶ Μενελάου περὶ τῆς Ἑλένης διαγωνιζομένων, ποτέρῳ χρὴ αὐτὴν συνοικεῖν. καὶ ὁ Ῥαδάμανθυς ἐδίκασε Μενελάῳ συνεῖναι αὐτὴν ἅτε καὶ τοσαῦτα πονήσαντι καὶ κινδυνεύσαντι τοῦ γάμου ἕνεκα· καὶ γὰρ αὖ τῷ Θησεῖ καὶ ἄλλας εἶναι γυναῖκας, τήν τε Ἀμαζόνα καὶ τὰς τοῦ Μίνωος θυγατέρας. τρίτη δ᾿ ἐδικάσθη περὶ προεδρίας Ἀλεξάνδρῳ τε τῷ Φιλίππου καὶ Ἀννίβᾳ τῷ Καρχηδονίω, καὶ ἔδοξε προέχειν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ θρόνος αὐτῷ ἐτέθη παρὰ Κῦρον τὸν Πέρσην τὸν πρότερον. τέταρτοι δὲ ἡμεῖς προσήχθημεν· καὶ ὁ μὲν ἤρετο τί παθόντες ἔτι ζῶντες ἱεροῦ χωρίου ἐπιβαίημεν· ἡμεῖς δὲ πάντα ἑξῆς διηγησάμεθα. οὕτω δὴ μεταστησάμενος ἡμᾶς ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐσκέπτετο καὶ τοῖς συνέδροις ἐκοινοῦτο περὶ ἡμῶν. συνήδρευον δὲ ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ὁ Ἀθηναῖος. ὡς δὲ ἔδοξεν αὐτῷ, ἀπεφήναντο, τῆς μὲν φιλοπραγμοσύνης καὶ τῆς ἀποδημίας, ἐπειδὰν ἀποθάνωμεν, δοῦναι τὰς εὐθύνας, τὸ δὲ νῦν ῥητὸν χρόνον μείναντας ἐν τῇ νήσῳ καὶ συνδιαιτηθέντας τοῖς ἥρωσιν ἀπελθεῖν. ἔταξαν δὲ καὶ τὴν προθεσμίαν τῆς ἐπιδημίας μὴ πλέον μηνῶν ἑπτά. Τοὐντεῦθεν αὐτομάτων ἡμῖν τῶν στεφάνων περιῤῥυέντων ἐλελύμεθα καὶ εἰς τὴν πόλιν ἠγόμεθα καὶ εἰς τὸ τῶν Μακάρων συμπόσιον. αὐτὴ μὲν οὖν ἡ πόλις πᾶσα χρυσῆ, τὸ δὲ τεῖχος περίκειται σμαράγδινον· πύλαι δέ εἰσιν ἑπτά, πᾶσαι μονόξυλοι κινναμώμινοι· τὸ μέντοι ἔδαφος τῆς πόλεως καὶ ἡ ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαντίνη· ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι, καὶ βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι ἀμεθύστινοι, ἐφ᾿ ὧν ποιοῦσι τὰς ἑκατόμβας. περὶ δὲ τὴν πόλιν ῥεῖ ποταμὸς μύρου τοῦ καλλίστου, τὸ πλάτος πήχεων ἑκατὸν βασιλικῶν, βάθος δὲ [πέντε] ὥστε νεῖν εὐμαρῶς. λουτρὰ δέ ἐστιν αὐτοῖς οἶκοι μεγάλοι ὑάλινοι, τῷ κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι· ἀντὶ μέντοι τοῦ ὕδατος ἐν ταῖς πυέ-λοις δρόσος θερμὴ ἔστιν. ἐσθῆτι δὲ χρῶνται ἀραχνίοις λεπτοῖς, πορφυροῖς. αὐτοὶ δὲ σώματα μὲν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ ἀναφεῖς καὶ ἄσαρκοί εἰσιν, μορφὴν δὲ καὶ ἰδέαν μόνην ἐμφαίνουσιν, καὶ ἀσώματοι ὄντες ὅμως συνεστᾶσιν καὶ κινοῦνται καὶ φρονοῦσι καὶ φωνὴν ἀφιᾶσιν, καὶ ὅλως ἔοικε γυμνή τις ἡ ψυχὴ αὐτῶν περιπολεῖν τὴν τοῦ σώματος ὁμοιότητα περικειμένη· εἰ γοῦν μὴ ἅψαιτό τις, οὐκ ἂν ἐξελέγξειε μὴ εἶναι σῶμα τὸ ὁρώμενον· εἰσὶ γὰρ ὥσπερ σκιαὶ ὀρθαί, οὐ μέλαιναι. γηράσκει δὲ οὐδείς, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἧς ἂν ἡλικίας ἔλθῃ παραμένει. οὐ μὴν οὐδὲ νὺξ παρ᾿ αὐτοῖς γίνεται, οὐδὲ ἡμέρα πάνυ λαμπρά· καθάπερ δὲ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω, μηδέπω ἀνατείλαντος ἡλίου, τοιοῦτο φῶς ἐπέχει τὴν γῆν. καὶ μέντοι καὶ ὥραν μίαν ἴσασιν τοῦ ἔτους· αἰεὶ γὰρ παρ᾿ αὐτοῖς ἔαρ ἐστὶ καὶ εἷς ἄνεμος πνεῖ παρ᾿ αὐτοῖς ὁ ζέφυρος. ἡ δὲ χώρα πᾶσι μὲν ἄνθεσιν, πᾶσι δὲ φυτοῖς ἡμέροις τε καὶ σκιεροῖς τέθληλεν· αἱ μὲν γὰρ ἄμπελοι δωδεκάφοροί εἰσιν καὶ κατὰ μῆνα ἕκαστον καρποφοροῦσιν· τὰς δὲ ῥοιὰς καὶ τὰς μηλέας καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν ἔλεγον εἶναι τρισκαιδεκάφορον· ἑνὸς γὰρ μηνὸς τοῦ παρ᾿ αὐτοῖς Μινῴου δὶς καρποφορεῖν· ἀντὶ δὲ πυροῦ οἱ στάχυες ἄρτον ἕτοιμον ἐπ᾿ ἄκρων φύουσιν ὥσπερ μύκητας. πηγαὶ δὲ περὶ τὴν πόλιν ὕδατος μὲν πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ τριακόσιαι, μέλιτος δὲ ἄλλαι τοσαῦται, μύρου δὲ πεντακόσιαι, μικρότεραι μέντοι αὗται, καὶ ποταμοὶ γάλακτος ἑπτὰ καὶ οἴνου ὀκτώ. Τὸ δὲ συμπόσιον ἔξω τῆς πόλεως πεποίηνται ἐν τῷ Ἠλυσίῳ καλουμένῳ πεδίῳ· λειμὼν δέ ἐστιν κάλλιστος καὶ περὶ αὐτὸν ὕλη παντοία πυκνή, ἐπισκιάζουσα τοὺς κατακειμένους. καὶ στρωμνὴν μὲν ἐκ τῶν ἀνθῶν ὑποβέβληνται, διακονοῦνται δὲ καὶ παραφέρουσιν ἕκαστα οἱ ἄνεμοι πλήν γε τοῦ οἰνοχοεῖν· τούτου γὰρ οὐδὲν δέονται, ἀλλ᾿ ἔστι δένδρα περὶ τὸ συμπόσιον ὑάλινα μεγάλα τῆς διαυγεστάτης ὑάλου, καὶ καρπός ἐστι τῶν δένδρων τούτων ποτήρια παντοῖα καὶ τὰς κατασκευὰς καὶ τὰ μεγέθη. ἐπειδὰν οὖν παρίῃ τις ἐς τὸ συμπόσιον, τρυγήσας ἓν ἢ καὶ δύο τῶν ἐκπωμάτων παρατίθεται, τὰ δὲ αὐτίκα οἴνου πλήρη γίνεται. οὕτω μὲν πίνουσιν, ἀντὶ δὲ τῶν στεφάνων αἱ ἀηδόνες καὶ τὰ ἄλλα τὰ μουσικὰ ὄρνεα ἐκ τῶν πλησίον λειμώνων τοῖς στόμασιν ἀνθολογοῦντα κατανίφει αὐτοὺς μετ᾿ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα. καὶ μὴν καὶ μυρίζονται ὧδε· νεφέλαι πυκναὶ ἀνασπάσασαι μύρον ἐκ τῶν πηγῶν καὶ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐπιστᾶσαι ὑπὲρ τὸ συμπόσιον ἠρέμα τῶν ἀνέμων ὑποθλιβόντων ὕουσι λεπτὸν ὥσπερ δρόσον. Ἐπὶ δὲ τῷ δείπνῳ μουσικῇ τε καὶ ᾠδαῖς σχολάζουσιν· ᾄδεται δὲ αὐτοῖς τὰ Ὁμήρου ἔπη μάλιστα· καὶ αὐτὸς δὲ πάρεστι καὶ συνευωχεῖται αὐτοῖς ὑπὲρ τὸν Ὀδυσσέα κατακείμενος. οἱ μὲν οὖν χοροὶ ἐκ παίδων εἰσὶν καὶ παρθένων· ἐξάρχουσι δὲ καὶ συνᾴδουσιν Εὔνομός τε ὁ Λοκρὸς καὶ Ἀρίων ὁ Λέσβιος καὶ Ἀνακρέων καὶ Στησίχορος· καὶ γὰρ τοῦτον παρ᾿ αὐτοῖς ἐθεασάμην, ἤδη τῆς Ἑλένης αὐτῷ διηλλαγμένης. ἐπειδὰν δὲ οὗτοι παύσωνται ᾄδοντες, δεύτερος χορὸς παρέρχεται ἐκ κύκνων καὶ χελιδόνων καὶ ἀηδόνων. ἐπειδὰν δὲ καὶ οὗτοι ᾄσωσιν, τότε ἤδη πᾶσα ἡ ὕλη ἐπαυλεῖ τῶν ἀνέμων καταρχόντων. μέγιστον δὲ δὴ πρὸς εὐφροσύνην ἐκεῖνο ἔχουσιν· πηγαί εἰσι δύο παρὰ τὸ συμπόσιον, ἡ μὲν γέλωτος, ἡ δὲ ἡδονῆς· ἐκ τούτων ἑκατέρας πάντες ἐν ἀρχῇ τῆς εὐωχίας πίνουσιν καὶ τὸ λοιπὸν ἡδόμενοι καὶ γελῶντες διάγουσιν. Βούλομαι δὲ εἰπεῖν καὶ τῶν ἐπισήμων οὕστινας παρ᾿ αὐτοῖς ἐθεασάμην· πάντας μὲν τοὺς ἡμιθέους καὶ τοὺς ἐπὶ ῎Ιλιον στρατεύσαντας πλήν γε δὴ τοῦ Λοκροῦ Αἴαντος, ἐκεῖνον δὲ μόνον ἔφασκον ἐν τῷ τῶν ἀσεβῶν χώρῳ κολάζεσθαι, βαρβάρων δὲ Κύρους τε ἀμφοτέρους καὶ τὸν Σκύθην Ἀνάχαρσιν καὶ τὸν Θρᾷκα Ζάμολξιν καὶ Νομᾶν τὸν Ἰταλιώτην, καὶ μὴν καὶ Λυκοῦργον τὸν Λακεδαιμόνιον καὶ Φωκίωνα καὶ Τέλλον τοὺς Ἀθηναίους, καὶ τοὺς σοφοὺς ἄνευ Περιάνδρου. εἶδον δὲ καὶ Σωκράτη τὸν Σωφρονίσκου ἀδολεσχοῦντα μετὰ Νέστορος καὶ Παλαμήδους· περὶ δὲ αὐτὸν ἦσαν Ὑάκινθός τε ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ ὁ Θεσπιεὺς Νάρκισσος καὶ ῞Υλας καὶ ἄλλοι καλοί. καί μοι ἐδόκει ἐρᾶν τοῦ Ὑακίνθου· τὰ πολλὰ γοῦν ἐκεῖνον διήλεγχεν. ἐλέγετο δὲ χαλεπαίνειν αὐτῷ ὁ Ῥαδάμανθυς καὶ ἠπειληκέναι πολλάκις ἐκβαλεῖν αὐτὸν ἐκ τῆς νήσου, ἢν φλυαρῇ καὶ μὴ ἐθέλῃ ἀφεὶς τὴν εἰρωνείαν εὐωχεῖσθαι. Πλάτων δὲ μόνος οὐ παρῆν, ἀλλ᾿ ἐλέγετο [καὶ] αὐτὸς ἐν τῇ ἀναπλασθείσῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ πόλει οἰκεῖν χρώμενος τῇ πολιτείᾳ καὶ τοῖς νόμοις οἷς συνέγραψεν. οἱ μέντοι ἀμφ᾿ Ἀρίστιππόν τε ὄντες Ἐπίκουρον τὰ πρῶτα παρ᾿ αὐτοῖς ἐφέροντο ἡδεῖς τε ὄντες καὶ κεχαρισμένοι καὶ συμποτικώτατοι. παρῆν δὲ καὶ Αἴσωπος ὁ Φρύξ· τούτῳ δὲ ὅσα καὶ γελωτοποιῷ χρῶνται. Διογένης μέν γε ὁ Σινωπεὺς τοσοῦτον μετέβαλεν τοῦ τρόπου, ὥστε γῆμαι μὲν ἑταίραν τὴν Λαΐδα, ὀρχεῖσθαι δὲ πολλάκις ὑπὸ μέθης ἀνιστάμενον καὶ παροινεῖν. τῶν δὲ Στωϊκῶν οὐδεὶς παρῆν· ἔτι γὰρ ἐλέγοντο ἀναβαίνειν τὸν τῆς ἀρετῆς ὄρθιον λόφον. ἠκούομεν δὲ καὶ περὶ Χρυσίππου ὅτι οὐ πρότερον αὐτῷ ἐπιβῆναι τῆς νήσου θέμις, πρὶν τὸ τέταρτον ἑαυτὸν ἐλλεβορίσῃ. τοὺς δὲ Ἀκαδημαϊκοὺς ἔλεγον ἐθέλειν μὲν ἐλθεῖν, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι· μηδὲ γὰρ αὐτὸ τοῦτό πω καταλαμβάνειν, εἰ καὶ νῆσός τις τοιαύτη ἐστίν. ἄλλως τε τὴν ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυος, οἶμαι, κρίσιν ἐδεδοίκεσαν, ἅτε καὶ τὸ κριτήριον αὐτοὶ ἀνῃρηκότες. πολλοὺς δὲ αὐτῶν ἔφασκον ὁρμηθέντας ἀκολουθεῖν τοῖς ἀφικνουμένοις ὑπὸ νωθείας ἀπολείπεσθαι μὴ καταλαμβάνοντας καὶ ἀναστρέφειν ἐκ μέσης τῆς ὁδοῦ. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν παρόντων. τιμῶσι δὲ μάλιστα τὸν Ἀχιλλέα καὶ μετὰ τοῦτον Θησέα. περὶ δὲ συνουσίας καὶ ἀφροδισίων οὕτω φρονοῦσιν· μίσγονται μὲν ἀναφανδὸν πάντων ὁρώντων καὶ γυναιξὶ καὶ ἄῤῥεσι, καὶ οὐδαμῶς τοῦτο αὐτοῖς αἰσχρὸν δοκεῖ· μόνος δὲ Σωκράτης διώμνυτο ἦ μὴν καθαρῶς πλησιάζειν τοῖς νέοις· καὶ μέντοι πάντες αὐτοῦ ἐπιορκεῖν κατεγίνωσκον· πολλάκις γοῦν ὁ μὲν Ὑάκινθος ἢ ὁ Νάρκισσος ὡμολόγουν, ἐκεῖνος δὲ ἠρνεῖτο. αἱ δὲ γυναῖκές εἰσι πᾶσι κοιναὶ καὶ οὐδεὶς φθονεῖ τῷ πλησίον, ἀλλ᾿ εἰσὶ περὶ τοῦτο μάλιστα Πλατωνικώτατοι· καὶ οἱ παῖδες δὲ παρέχουσι τοῖς βουλομένοις οὐδὲν ἀντιλέγοντες. Οὔπω δὲ δύο ἢ τρεῖς ἡμέραι διεληλύθεσαν, καὶ προσελθὼν ἐγὼ Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ, σχολῆς οὔσης ἀμφοῖν, τά τε ἄλλα ἐπυνθανόμην καὶ ὅθεν εἴη, λέγων τοῦτο μάλιστα παρ᾿ ἡμῖν εἰσέτι νῦν ζητεῖσθαι. ὁ δὲ οὐδ᾿ αὐτὸς μὲν ἀγνοεῖν ἔφασκεν ὡς οἱ μὲν Χῖον, οἱ δὲ Σμυρναῖον, πολλοὶ δὲ Κολοφώνιον αὐτὸν νομίζουσιν· εἶναι μέντοι γε ἔλεγεν Βαβυλώνιος, καὶ παρά γε τοῖς πολίταις οὐχ ῞Ομηρος, ἀλλὰ Τιγράνης καλεῖσθαι· ὕστερον δὲ ὁμηρεύσας παρὰ τοῖς ῞Ελλησιν ἀλλάξαι τὴν προσηγορίαν. ἔτι δὲ καὶ περὶ τῶν ἀθετουμένων στίχων ἐπηρώτων, εἰ ὑπ᾿ ἐκείνου εἰσὶ γεγραμμένοι. καὶ ὃς ἔφασκε πάντας αὑτοῦ εἶναι. κατεγίνωσκον οὖν τῶν ἀμφὶ τὸν Ζηνόδοτον καὶ Ἀρίσταρχον γραμματικῶν πολλὴν τὴν ψυχρολογίαν. ἐπεὶ δὲ ταῦτα ἱκανῶς ἀπεκέκριτο, πάλιν αὐτὸν ἠρώτων τί δή ποτε ἀπὸ τῆς μήνιδος τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο· καὶ ὃς εἶπεν οὕτως ἐπελθεῖν αὑτῷ μηδὲν ἐπιτηδεύσαντι. καὶ μὴν κἀκεῖνο ἐπεθύμουν εἰδέναι, εἰ προτέραν ἔγραψεν τὴν Ὀδύσσειαν τῆς Ἰλιάδος, ὡς οἱ πολλοί φασιν· ὁ δὲ ἠρνεῖτο. ὅτι μὲν γὰρ οὐδὲ τυφλὸς ἦν, ὃ καὶ αὐτὸ περὶ αὐτοῦ λέγουσιν, αὐτίκα ἠπιστάμην· ἑώρα γάρ, ὥστε οὐδὲ πυνθάνεσθαι ἐδεόμην. πολλάκις δὲ καὶ ἄλλοτε τοῦτο ἐποίουν, εἴ ποτε αὐτὸν σχολὴν ἄγοντα ἑώρων· προσιὼν γὰρ ἄν τι ἐπυνθανόμην αὐτοῦ, καὶ ὃς προθύμως πάντα ἀπεκρίνετο, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν δίκην, ἐπειδὴ ἐκράτησεν· ἦν γάρ τις γραφὴ κατ᾿ αὐτοῦ ἀπενηνεγμένη ὕβρεως ὑπὸ Θερσίτου ἐφ᾿ οἷς αὐτὸν ἐν τῇ ποιήσει ἔσκωψεν, καὶ ἐνίκησεν ὁ ῞Ομηρος Ὀδυσσέως συναγορεύοντος. Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἀφίκετο καὶ Πυθαγόρας ὁ Σάμιος ἑπτάκις ἀλλαγεὶς καὶ ἐν τοσούτοις ζῴοις βιοτεύσας καὶ ἐκτελέσας τῆς ψυχῆς τὰς περιόδους. ἦν δὲ χρυσοῦς ὅλον τὸ δεξιὸν ἡμίτομον. καὶ ἐκρίθη μὲν συμπολιτεύσασθαι αὐτοῖς, ἐνεδοιάζετο δὲ ἔτι πότερον Πυθαγόραν ἢ Εὔφορβον χρὴ αὐτὸν ὀνομάζειν. ὁ μέντοι Ἐμπεδοκλῆς ἦλθεν μὲν καὶ αὐτός, περίεφθος καὶ τὸ σῶμα ὅλον ὠπτημένος· οὐ μὴν παρεδέχθη καίτοι πολλὰ ἱκετεύων. Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐνέστη ὁ ἀγὼν ὁ παρ᾿ αὐτοῖς, τὰ Θανατούσια. ἠγωνοθέτει δὲ Ἀχιλλεὺς τὸ πέμπτον καὶ Θησεὺς τὸ ἕβδομον. τὰ μὲν οὖν ἄλλα μακρὸν ἂν εἴη λέγειν· τὰ δὲ κεφάλαια τῶν πραχθέντων διηγήσομαι. πάλην μὲν ἐνίκησεν Κάρανος ὁ ἀφ᾿ Ἡρακλέους Ὀδυσσέα περὶ τοῦ στεφάνου καταγωνισάμενος· πυγμὴ δὲ ἴση ἐγένετο Ἀρείου τοῦ Αἰγυπτίου, ὃς ἐν Κορίνθῳ τέθαπται, καὶ Ἐπειοῦ ἀλλήλοις συνελθόντων. παγκρατίου δὲ οὐ τίθεται ἆθλα παρ᾿ αὐτοῖς. τὸν μέντοι δρόμον οὐκέτι μέμνημαι ὅστις ἐνίκησεν. ποιητῶν δὲ τῇ μὲν ἀληθείᾳ παρὰ πολὺ ἐκράτει ῞Ομηρος, ἐνίκησεν δὲ ὅμως Ἡσίοδος. τὰ δὲ ἆθλα ἦν ἅπασι στέφανος πλακεὶς ἐκ πτερῶν ταωνείων. ῎Αρτι δὲ τοῦ ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀποῤῥήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν νῆσον· ἡγεῖσθαι δὲ αὐτῶν Φάλαρίν τε τὸν Ἀκραγαντῖνον καὶ Βούσιριν τὸν Αἰγύπτιον καὶ Διομήδη τὸν Θρᾷκα καὶ τοὺς περὶ Σκείρωνα καὶ Πιτυοκάμπτην. ὡς δὲ ταῦτα ἤκουσεν ὁ Ῥαδάμανθυς, ἐκτάσσει τοὺς ἥρωας ἐπὶ τῆς ἠϊόνος· ἡγεῖτο δὲ Θησεύς τε καὶ Ἀχιλλεὺς καὶ Αἴας ὁ Τελαμώνιος ἤδη σωφρονῶν· καὶ συμμίξαντες ἐμάχοντο, καὶ ἐνίκησαν οἱ ἥρωες, Ἀχιλλέως τὰ πλεῖστα κατορθώσαντος. ἠρίστευσε δὲ καὶ Σωκράτης ἐπὶ τῷ δεξιῷ ταχθείς, πολὺ μᾶλλον ἢ ὅτε ζῶν ἐπὶ Δηλίῳ ἐμάχετο. προσιόντων γὰρ τεττάρων πολεμίων οὐκ ἔφυγε καὶ τὸ πρόσωπον ἄτρεπτος ἦν· ἐφ᾿ οἷς καὶ ὕστερον ἐξῃρέθη αὐτῷ ἀριστεῖον, καλός τε καὶ μέγας παράδεισος ἐν τῷ προαστείῳ, ἔνθα καὶ συγκαλῶν τοὺς ἑταίρους διελέγετο, Νεκρακαδημίαν τὸν τόπον προσαγορεύσας. συλλαβόντες οὖν τοὺς νενικημένους καὶ δήσαντες ἀπέπεμψαν ἔτι μᾶλλον κολασθησομένους. ἔγραψεν δὲ καὶ ταύτην τὴν μάχην ῞Ομηρος καὶ ἀπιόντι μοι ἔδωκεν τὰ βιβλία κομίζειν τοῖς παρ᾿ ἡμῖν ἀνθρώποις· ἀλλ᾿ ὕστερον καὶ ταῦτα μετὰ τῶν ἄλλων ἀπωλέσαμεν. ἦν δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ ποιήματος αὕτη, Νῦν δέ μοι ἔννεπε, Μοῦσα, μάχην νεκύων ἡρώων. τότε δ᾿ οὖν κυάμους ἑψήσαντες, ὥσπερ παρ᾿ αὐτοῖς νόμος ἐπειδὰν τὸν πόλεμον κατορθώσωσιν, εἱστιῶντο τὰ ἐπινίκια καὶ ἑορτὴν μεγάλην ἦγον· μόνος δὲ αὐτῆς οὐ μετεῖχε Πυθαγόρας, ἀλλ᾿ ἄσιτος πόῤῥω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν. ῎Ηδη δὲ μηνῶν ἓξ διεληλυθότων περὶ μεσοῦντα τὸν ἕβδομον νεώτερα συνίστατο πράγματα· Κινύρας ὁ τοῦ Σκινθάρου παῖς, μέγας ὢν καὶ καλός, ἤρα πολὺν ἤδη χρόνον τῆς Ἑλένης, καὶ αὐτὴ δὲ οὐκ ἀφανὴς ἦν ἐπιμανῶς ἀγαπῶσα τὸν νεανίσκον· πολλάκις γοῦν καὶ διένευον ἀλλήλοις ἐν τῷ συμποσίῳ καὶ προὔπινον καὶ μόνοι ἐξανιστάμενοι ἐπλανῶντο περὶ τὴν ὕλην. καὶ δή ποτε ὑπ᾿ ἔρωτος καὶ ἀμηχανίας ἐβουλεύσατο ὁ Κινύρας ἁρπάσας τὴν Ἑλένην ἐδόκει δὲ κἀκείνῃ ταῦταοἴχεσθαι ἀπιόντας ἔς τινα τῶν ἐπικειμένων νήσων, ἤτοι ἐς τὴν Φελλὼ ἢ ἐς τὴν Τυρόεσσαν. συνωμότας δὲ πάλαι προσειλήφεσαν τρεῖς τῶν ἑταίρων τῶν ἐμῶν τοὺς θρασυτάτους. τῷ μέντοι πατρὶ οὐκ ἐμήνυσε ταῦτα· ἠπίστατο γὰρ ὑπ᾿ αὐτοῦ κωλυθησόμενος. ὡς δὲ ἐδόκει αὐτοῖς, ἐτέλουν τὴν ἐπιβουλήν. καὶ ἐπειδὴ νὺξ ἐγένετοἐγὼ μὲν οὐ παρήμην· ἐτύγχανον γὰρ ἐν τῷ συμποσίῳ κοιμώμενοσοἱ δὲ λαθόντες τοὺς ἄλλους ἀναλαβόντες τὴν Ἑλένην ὑπὸ σπουδῆς ἀνήχθησαν. περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἀνεγρόμενος ὁ Μενέλαος ἐπεὶ ἔμαθεν τὴν εὐνὴν κενὴν τῆς γυναικός, βοήν τε ἠφίει καὶ τὸν ἀδελφὸν παραλαβὼν ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα τὸν Ῥαδάμανθυν. ἡμέρας δὲ ὑποφαινούσης ἔλεγον οἱ σκοποὶ καθορᾶν τὴν ναῦν πολὺ ἀπέχουσαν· οὕτω δὴ ἐμβιβάσας ὁ Ῥαδάμανθυς πεντήκοντα τῶν ἡρώων εἰς ναῦν μονόξυλον ἀσφοδελίνην παρήγγειλε διώκειν· οἱ δὲ ὑπὸ προθυμίας ἐλαύνοντες περὶ μεσημβρίαν καταλαμβάνουσιν αὐτοὺς ἄρτι ἐς τὸν γαλακτώδη τοῦ ὠκεανοῦ τόπον ἐμβαίνοντας πλησίον τῆς Τυροέσσης· παρὰ τοσοῦτον ἦλθον διαδρᾶναι· καὶ ἀναδησάμενοι τὴν ναῦν ἁλύσει ῥοδίνῃ κατέπλεον. ἡ μὲν οὖν Ἑλένη ἐδάκρυέν τε καὶ ᾐσχύνετο καὶ ἐνεκαλύπτετο, τοὺς δὲ ἀμφὶ τὸν Κινύραν ἀνακρίνας πρότερον ὁ Ῥαδάμανθυς, εἴ τινες καὶ ἄλλοι αὐτοῖς συνίσασιν, ὡς οὐδένα εἶπον, ἐκ τῶν αἰδοίων δήσας ἀπέπεμψεν ἐς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον μαλάχῃ πρότερον μαστιγω-θέντας. ἐψηφίσαντο δὲ καὶ ἡμᾶς ἐμπροθέσμους ἐκπέμπειν ἐκ τῆς νήσου, τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν μόνην ἐπιμείναντας. Ἐνταῦθα δὴ ἐγὼ ἐποτνιώμην τε καὶ ἐδάκρυον οἷα ἔμελλον ἀγαθὰ καταλιπὼν αὖθις πλανήσεσθαι. αὐτοὶ μέντοι παρεμυθοῦντο λέγοντες οὐ πολλῶν ἐτῶν ἀφίξεσθαι πάλιν ὡς αὐτούς, καί μοι ἤδη εἰς τοὐπιὸν θρόνον τε καὶ κλισίαν ἐπεδείκνυσαν πλησίον τῶν ἀρίστων. ἐγὼ δὲ προσελθὼν τῷ Ῥαδαμάνθυι πολλὰ ἱκέτευον εἰπεῖν τὰ μέλλοντα καὶ ὑποδεῖξαί μοι τὸν πλοῦν. ὁ δὲ ἔφασκεν ἀφίξεσθαι μὲν εἰς τὴν πατρίδα πολλὰ πρότερον πλανηθέντα καὶ κινδυνεύσαντα, τὸν δὲ χρόνον οὐκέτι τῆς ἐπανόδου προσθεῖναι ἠθέλησεν· ἀλλὰ δὴ καὶ δεικνὺς τὰς πλησίον νήσουσἐφαίνοντο δὲ πέντε τὸν ἀριθμόν, ἄλλη δὲ ἕκτη πόῤῥωθενταύτας μὲν εἶναι ἔφασκεν τῶν ἀσεβῶν, τὰς πλησίον, Ἀφ᾿ ὧν, ἔφη, ἤδη τὸ πολὺ πῦρ ὁρᾷς καιόμενον, ἕκτη δὲ ἐκείνη τῶν ὀνείρων ἡ πόλις· μετὰ ταύτην δὲ ἡ τῆς Καλυψοῦς νῆσος, ἀλλ᾿ οὐδέπω σοι φαίνεται. ἐπειδὰν δὲ ταύτας παραπλεύσῃς, τότε δὴ ἀφίξῃ εἰς τὴν μεγάλην ἤπειρον τὴν ἐναντίαν τῇ ὑφ᾿ ὑμῶν κατοικουμένῃ· ἐνταῦθα δὴ πολλὰ παθὼν καὶ ποικίλα ἔθνη διελθὼν καὶ ἀνθρώποις ἀμίκτοις ἐπιδημήσας χρόνῳ ποτὲ ἥξεις εἰς τὴν ἑτέραν ἤπειρον. Τοσαῦτα εἶπεν, καὶ ἀνασπάσας ἀπὸ τῆς γῆς μαλάχης ῥίζαν ὤρεξέν μοι, ταύτῃ κελεύσας ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις προσεύχεσθαι· παρῄνεσε δὲ εἰ καί ποτε ἀφικοίμην ἐς τήνδε τὴν γῆν, μήτε πῦρ μαχαίρᾳ σκαλεύειν μήτε θέρμους ἐσθίειν μήτε παιδὶ ὑπὲρ τὰ ὀκτωκαίδεκα ἔτη πλησιάζειν· τούτων γὰρ ἂν μεμνημένον ἐλπίδας ἔχειν τῆς εἰς τὴν νῆσον ἀφίξεως. Τότε μὲν οὖν τὰ περὶ τὸν πλοῦν παρεσκευασάμην, καὶ ἐπεὶ καιρὸς ἦν, συνειστιώμην αὐτοῖς. τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἐλθὼν πρὸς ῞Ομηρον τὸν ποιητὴν ἐδεήθην αὐτοῦ ποιῆσαί μοι δίστιχον ἐπίγραμμα· καὶ ἐπειδὴ ἐποίησεν, στήλην βηρύλλου λίθου ἀναστήσας ἐπέγραψα πρὸς τῷ λιμένι. τὸ δὲ ἐπίγραμμα ἦν τοιόνδε· Λουκιανὸς τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοῖσιν εἶδέ τε καὶ πάλιν ἦλθε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν. μείνας δὲ κἀκείνην τὴν ἡμέραν, τῇ ἐπιούσῃ ἀνηγόμην τῶν ἡρώων παραπεμπόντων. ἔνθα μοι καὶ Ὀδυσσεὺς προσελθὼν λάθρᾳ τῆς Πηνελόπης δίδωσιν ἐπιστολὴν εἰς Ὠγυγίαν τὴν νῆσον Καλυψοῖ κομίζειν. συνέπεμψε δέ μοι ὁ Ῥαδάμανθυς τὸν πορθμέα Ναύπλιον, ἵν᾿ ἐὰν καταχθείημεν ἐς τὰς νήσους, μηδεὶς ἡμᾶς συλλάβῃ ἅτε κατ᾿ ἄλλην ἐμπορίαν καταπλέοντας. Ἐπεὶ δὲ τὸν εὐώδη ἀέρα προϊόντες παρεληλύθειμεν, αὐτίκα ἡμᾶς ὀσμή τε δεινὴ διεδέχετο οἷον ἀσφάλτου καὶ θείου καὶ πίττης ἅμα καιομένων, καὶ κνῖσα δὲ πονηρὰ καὶ ἀφόρητος ὥσπερ ἀνθρώπων ὀπτωμένων, καὶ ὁ ἀὴρ ζοφερὸς καὶ ὁμιχλώδης, καὶ κατέσταζεν ἐξ αὐτοῦ δρόσος πιττίνη· ἠκούομεν δὲ καὶ μαστίγων ψόφον καὶ οἰμωγὴν ἀνθρώπων πολλῶν. ταῖς μὲν οὖν ἄλλαις οὐ προσέσχομεν, ἧς δὲ ἐπέβημεν, τοιάδε ἦν· κύκλῳ μὲν πᾶσα κρημνώδης καὶ ἀπόξυρος, πέτραις καὶ τράχωσι κατεσκληκυῖα, δένδρον δ᾿ οὐδὲν οὐδὲ ὕδωρ ἐνῆν· ἀνερπύσαντες δὲ ὅμως κατὰ τοὺς κρημνοὺς προῄειμεν διά τινος ἀκανθώδους καὶ σκολόπων μεστῆς ἀτραποῦ, πολλὴν ἀμορφίαν τῆς χώρας ἐχούσης. ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον, πρῶτα μὲν τὴν φύσιν τοῦ τόπου ἐθαυμάζομεν· τὸ μὲν γὰρ ἔδαφος αὐτὸ μαχαίραις καὶ σκόλοψι πάντῃ ἐξηνθήκει, κύκλῳ δὲ ποταμοὶ περιέῤῥεον, ὁ μὲν βορβόρου, ὁ δὲ δεύτερος αἵματος, ὁ δὲ ἔνδον πυρός, πάνυ μέγας οὗτος καὶ ἀπέρατος, καὶ ἔῤῥει ὥσπερ ὕδωρ καὶ ἐκυματοῦτο ὥσπερ θάλαττα, καὶ ἰχθῦς δὲ εἶχεν πολλούς, τοὺς μὲν δαλοῖς προσεοικότας, τοὺς δὲ μικροὺς ἄνθραξι πεπυρωμένοις· ἐκάλουν δὲ αὐτοὺς λυχνίσκους. εἴσοδος δὲ μία στενὴ διὰ πάντων ἦν, καὶ πυλωρὸς ἐφειστήκει Τίμων ὁ Ἀθηναῖος. παρελθόντες δὲ ὅμως τοῦ Ναυπλίου καθηγουμένου ἑωρῶμεν κολαζομένους πολλοὺς μὲν βασιλέας, πολλοὺς δὲ καὶ ἰδιώτας, ὧν ἐνίους καὶ ἐγνωρίζομεν· εἴδομεν δὲ καὶ τὸν Κινύραν καπνῷ ὑποτυφόμενον ἐκ τῶν αἰδοίων ἀπηρτημένον. προσετίθεσαν δὲ οἱ περιηγηταὶ καὶ τοὺς ἑκάστων βίους καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐφ᾿ αἷς κολάζονται· καὶ μεγίστας ἁπασῶν τιμωρίας ὑπέμενον οἱ ψευσάμενοί τι παρὰ τὸν βίον καὶ οἱ μὴ τὰ ἀληθῆ συγγεγραφότες, ἐν οἷς καὶ Κτησίας ὁ Κνίδιος ἦν καὶ Ἡρόδοτος καὶ ἄλλοι πολλοί. τούτους οὖν ὁρῶν ἐγὼ χρηστὰς εἶχον εἰς τοὐπιὸν τὰς ἐλπίδας· οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην. ταχέως δ᾿ οὖν ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ναῦνοὐδὲ γὰρ ἠδυνάμην φέρειν τὴν ὄψινἀσπασάμενος τὸν Ναύπλιον ἀπέπλευσα. Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐφαίνετο πλησίον ἡ τῶν ὀνείρων νῆσος, ἀμυδρὰ καὶ ἀσαφὴς ἰδεῖν· ἔπασχε δὲ καὶ αὐτή τι τοῖς ὀνείροις παραπλήσιον· ὑπεχώρει γὰρ προσιόντων ἡμῶν καὶ ὑπέφευγε καὶ ποῤῥωτέρω ὑπέβαινε. καταλαβόντες δέ ποτε αὐτὴν καὶ εἰσπλεύσαντες εἰς τὸν ῞Υπνον λιμένα προσαγορευόμενον πλησίον τῶν πυλῶν τῶν ἐλεφαντίνων, ᾗ τὸ τοῦ Ἀλεκτρυόνος ἱερόν ἐστιν, περὶ δείλην ὀψίαν ἀπεβαίνομεν· παρελθόντες δὲ ἐς τὴν πόλιν πολλοὺς ὀνείρους καὶ ποικίλους ἑωρῶμεν. πρῶτον δὲ βούλομαι περὶ τῆς πόλεως εἰπεῖν, ἐπεὶ μηδὲ ἄλλῳ τινὶ γέγραπται περὶ αὐτῆς, ὃς δὲ καὶ μόνος ἐπεμνήσθη ῞Ομηρος, οὐ πάνυ ἀκριβῶς συνέγραψεν. κύκλῳ μὲν περὶ πᾶσαν αὐτὴν ὕλη ἀνέστηκεν, τὰ δένδρα δέ ἐστι μήκωνες ὑψηλαὶ καὶ μανδραγόραι καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν πολύ τι πλῆθος νυκτερίδων· τοῦτο γὰρ μόνον ἐν τῇ νήσῳ γίνεται ὄρνεον. ποταμὸς δὲ παραῤῥέει πλησίον ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν καλούμενος Νυκτιπόρος, καὶ πηγαὶ δύο παρὰ τὰς πύλας· ὀνόματα καὶ ταύταις, τῇ μὲν Νήγρετος, τῇ δὲ Παννυχία. ὁ περίβολος δὲ τῆς πόλεως ὑψηλός τε καὶ ποικίλος, ἴριδι τὴν χρόαν ὁμοιότατος· πύλαι μέντοι ἔπεισιν οὐ δύο, καθάπερ ῞Ομηρος εἴρηκεν, ἀλλὰ τέσσαρες, δύο μὲν πρὸς τὸ τῆς Βλακείας πεδίον ἀποβλέπουσαι, ἡ μὲν σιδηρᾶ, ἡ δὲ κεράμου πεποιημένη, καθ᾿ ἃς ἐλέγοντο ἀποδημεῖν αὐτῶν οἵ τε φοβεροὶ καὶ φονικοὶ καὶ ἀπηνεῖς, δύο δὲ πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν θάλατταν, ἡ μὲν κερατίνη, ἡ δὲ καθ᾿ ἣν ἡμεῖς παρήλθομεν ἐλεφαντίνη. εἰσιόντι δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστι τὸ Νυκτῷονσέβουσι γὰρ θεῶν ταύτην μάλιστα καὶ τὸν Ἀλεκτρυόνα· ἐκείνῳ δὲ πλησίον τοῦ λιμένος τὸ ἱερὸν πεποίηταιἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ τοῦ ῞Υπνου βασίλεια. οὗτος γὰρ δὴ ἄρχει παρ᾿ αὐτοῖς σατράπας δύο καὶ ὑπάρχους πεποιημένος, Ταραξίωνά τε τὸν Ματαιογένους καὶ Πλουτοκλέα τὸν Φαντασίωνος. ἐν μέσῃ δὲ τῇ ἀγορᾷ πηγή τίς ἐστιν, ἣν καλοῦσι Καρεῶτιν· καὶ πλησίον ναοὶ δύο, Ἀπάτης καὶ Ἀληθείας· ἔνθα καὶ τὸ ἄδυτόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ τὸ μαντεῖον, οὗ προεστήκει προφητεύων Ἀντιφῶν ὁ τῶν ὀνείρων ὑποκριτής, ταύτης παρὰ τοῦ ῞Υπνου λαχὼν τῆς τιμῆς. αὐτῶν μέντοι τῶν ὀνείρων οὔτε φύσις οὔτε ἰδέα ἡ αὐτή, ἀλλ᾿ οἱ μὲν μακροὶ ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς, οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι, καὶ οἱ μὲν χρύσεοι, ὡς ἐδόκουν, οἱ δὲ ταπεινοί τε καὶ εὐτελεῖς. ἦσαν δ᾿ ἐν αὐτοῖς καὶ πτερωτοί τινες καὶ τερατώδεις, καὶ ἄλλοι καθάπερ ἐς πομπὴν διεσκευασμένοι, οἱ μὲν ἐς βασιλέας, οἱ δὲ ἐς θεούς, οἱ δὲ εἰς ἄλλα τοιαῦτα κεκοσμημένοι. πολλοὺς δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν, πάλαι παρ᾿ ἡμῖν ἑωρακότες, οἳ δὴ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ὡς ἂν καὶ συνήθεις ὑπάρχοντες, καὶ παραλαβόντες ἡμᾶς καὶ κατακοιμίσαντες πάνυ λαμπρῶς καὶ δεξιῶς ἐξένιζον, τήν τε ἄλλην ὑποδοχὴν μεγαλοπρεπῆ παρασκευάσαντες καὶ ὑπισχνούμενοι βασιλέας τε ποιήσειν καὶ σατράπας. ἔνιοι δὲ καὶ ἀπῆγον ἡμᾶς εἰς τὰς πατρίδας καὶ τοὺς οἰκείους ἐπεδείκνυον καὶ αὐθημερὸν ἐπανῆγον. ἡμέρας μὲν οὖν τριάκοντα καὶ ἴσας νύκτας παρ᾿ αὐτοῖς ἐμείναμεν καθεύδοντες εὐωχούμενοι. ἔπειτα δὲ ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταῤῥαγείσης ἀνεγρόμενοι καὶ ἀναθορόντες ἀνήχθημεν ἐπισιτισάμενοι. Τριταῖοι δ᾿ ἐκεῖθεν τῇ Ὠγυγίᾳ νήσῳ προσσχόντες ἀπεβαίνομεν. πρότερον δ᾿ ἐγὼ λύσας τὴν ἐπιστολὴν ἀνεγίνωσκον τὰ γεγραμμένα. ἦν δὲ τοιάδε· Ὀδυσσεὺς Καλυψοῖ χαίρειν. ῎Ισθι με, ὡς τὰ πρῶτα &

Lucianus.jpg.afb50743d58b03990af9f27a8736453c.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

 

Το πανηγύρι των άστρων, Νίκος Γκάτσος, Μίκης Θεοδωράκης, 1967

 

Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

 

 

Βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι

δε σου χρειάζεται τώρα πια

πήρε η ρουφήχτρα το παλικάρι

κι έχει σταυρό του τα δυο κουπιά

- βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι

 

Κάτω απ' των άστρων το πανηγύρι

στάσου για λίγο στη κουπαστή

κοίτα τη νύχτα πώς έχει γείρει

τον στεναγμό του ν’ αφουγκραστεί

- κάτω απ' των άστρων το πανηγύρι

 

Φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια

στο προσκεφάλι του κατοικούν

της προσμονής σου τα παρακάλια

δεν λογαριάζουν και δεν ακούν

- φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια

.jpg.16375d9b582a3d585fd26ff04ff9aad0.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Παγκόσμια ημέρα σεντονιών σήμερα, αλλά πως θα μπορούσε να λείπει από εδώ αυτή η πραγματεία του Πλουτάρχου; Επικαλούμαι την υπομονή σας και τηνκαλή σας πίστη...

Υπόσχομαι να αναρτήσω και μετάφραση αν και όταν βρω, ωστόσο το κείμενο είναι βατό -όσο και η Αγία Γραφή τουλάχιστον- κατά την γνώμη μου.

 

Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, Πλούταρχος, 46-120μχ

 

... Ὀ Σύλλας 'ταῦτ' εἶπε. 'τῷ γὰρ ἐμῷ μύ-

θῳ προσήκει κἀκεῖθέν ἐστι. ἀλλ' εἰ δή τι πρὸς τὰς ἀνὰ

χεῖρα ταύτας καὶ διὰ στόματος πᾶσι δόξας περὶ τοῦ προσ-

ώπου τῆς σελήνης προανεκρούσασθε, πρῶτον ἡδέως ἄν

μοι δοκῶ πυθέσθαι'. 'τί δ' οὐκ ἐμέλλομεν', εἶπον, 'ὑπὸ τῆς

ἐν τούτοις ἀπορίας ἐπ' ἐκεῖνα ἀπωσθέντες; ὡς γὰρ οἱ ἐν

νοσήμασι χρονίοις πρὸς τὰ κοινὰ βοηθήματα καὶ τὰς συν-

ήθεις διαίτας ἀπειπόντες ἐπὶ καθαρμοὺς καὶ περίαπτα

καὶ ὀνείρους τρέπονται, οὕτως ἀναγκαῖον ἐν δυσθεωρή-

τοις καὶ ἀπόροις σκέψεσιν, ὅταν οἱ κοινοὶ καὶ ἔνδοξοι καὶ

συνήθεις λόγοι μὴ πείθωσι, πειρᾶσθαι τῶν ἀτοπωτέρων

καὶ μὴ καταφρονεῖν ἀλλ' ἐπᾴδειν ἀτεχνῶς ἑαυτοῖς τὰ τῶν

παλαιῶν καὶ διὰ πάντων τἀληθὲς ἐξελέγχειν.

Ὁρᾷς γὰρ εὐθὺς ὡς ἄτοπος ὁ λέγων τὸ φαινόμενον

εἶδος ἐν τῇ σελήνῃ πάθος εἶναι τῆς ὄψεως ὑπεικούσης τῇ

λαμπρότητι δι' ἀσθένειαν, ὃ <μαρμαρυγὴν> καλοῦμεν, οὐ

συνορῶν ὅτι πρὸς τὸν ἥλιον ἔδει τοῦτο γίνεσθαι μᾶλλον

ὀξὺν ἀπαντῶντα καὶ πλήκτην_ὥς που καὶ Ἐμπεδοκλῆς

τὴν ἑκατέρων ἀποδίδωσιν οὐκ ἀηδῶς διαφοράν (B 40)

 

'Ἥλιος ὀξυβελὴς ἠδ' ἱλάειρα Σελήνη,'

 

τὸ ἐπαγωγὸν αὐτῆς καὶ ἱλαρὸν καὶ ἄλυπον οὕτως προσ-

αγορεύσασ_, ἔπειτα λόγον ἀποδιδούς, καθ' ὃν αἱ ἀμυ-

δραὶ καὶ ἀσθενεῖς ὄψεις οὐδεμίαν διαφορὰν ἐν τῇ σελήνῃ

μορφῆς ἐνορῶσιν, ἀλλὰ λεῖος αὐταῖς ἀντιλάμπει καὶ περί-

πλεως αὐτῆς ὁ κύκλος, οἱ δ' ὀξὺ καὶ σφοδρὸν ὁρῶντες

ἐξακριβοῦσι μᾶλλον καὶ διαστέλλουσιν ἐκτυπούμενα τὰ

εἴδη τοῦ προσώπου καὶ τῆς διαφορᾶς ἅπτονται σαφέστε-

ρον. ἔδει γὰρ οἶμαι τοὐναντίον, εἴπερ ἡττωμένου πά<θος>

ὄμματος ἐποίει τὴν φαντασίαν, ὅπου τὸ πάσχον ἀσθενέ-

στερον, <σαφέστερον> εἶναι τὸ φαινόμενον. ἡ δ' ἀνω-

μαλία καὶ παντάπασιν ἐλέγχει τὸν λόγον. οὐ γὰρ ἔστι

συνεχοῦς σκιᾶς καὶ συγκεχυμένης ὄψις, ἀλλ' οὐ φαύλως

ὑπογράφων ὁ Ἀγησιάναξ εἴρηκε

 

'πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ λάμπεται, ἐν δ' ἄρα μέσσῃ

γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται ἠύτε κούρης

ὄμμα καὶ ὑγρὰ μέτωπα. τὰ δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν.'

 

ὄντως γὰρ ὑποδύεται περιόντα τοῖς λαμπροῖς τὰ σκιερὰ

καὶ πιέζει <πιεζόμενα> πάλιν ὑπ' αὐτῶν καὶ ἀποκοπτό-

μενα, καὶ ὅλως πέπλεκται δι' ἀλλήλων, ... γραφικὴν τὴν

δια<τύπωσιν> εἶναι τοῦ σχήματος.

<Ταὐτὸ δὲ> καὶ πρὸς Κλέαρχον , ὦ Ἀριστότε-

λες, οὐκ ἀπιθάνως ἐδόκει λέγεσθαι τὸν ὑμέτερον. ὑμέ-

τερος γὰρ ἁνήρ, Ἀριστοτέλους τοῦ παλαιοῦ γεγονὼς συν-

ήθης, εἰ καὶ πολλὰ τοῦ Περιπάτου παρέτρεψεν.' ὑπο-

λαβόντος δὲ τοῦ Ἀπολλωνίδου τὸν λόγον καὶ τίς ἦν ἡ

δόξα τοῦ Κλεάρχου διαπυθομένου 'παντὶ μᾶλλον' ἔφην

'ἀγνοεῖν ἢ σοὶ προσῆκόν ἐστι λόγον ὥσπερ ἀφ' ἑστίας

τῆς γεωμετρίας ὁρμώμενον. λέγει γὰρ ἁνὴρ εἰκόνας ἐσοπ-

τρικὰς εἶναι καὶ εἴδωλα τῆς μεγάλης θαλάσσης ἐμφαι-

νόμενα τῇ σελήνῃ τὸ καλούμενον πρόσωπον. ἥ τε γὰρ

ἀκτὶς ἀνακλωμένη πολλαχόθεν ἅπτεσθαι τῶν οὐ κατ' εὐ-

θυωρίαν ὁρωμένων πέφυκεν, ἥ τε πανσέληνος αὐτὴ

πάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόν

ἐστι καὶ καθαρώτατον. ὥσπερ οὖν τὴν ἶ<ριν> οἴεσθ'

ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ τὸν ἥλιον τῆς ὄψεως ἐνορᾶσθαι

τῷ νέφει λαβόντι νοτερὰν ἡσυχῇ λειότητα καὶ <πῆ>ξιν,

οὕτως ἐκεῖνος ἐνορᾶσθαι τῇ σελήνῃ τὴν ἔξω θάλασσαν

οὐκ ἐφ' ἧς ἐστι χώρας, ἀλλ' ὅθεν ἡ κλάσις ἐποίησε τῇ

ὄψει τὴν ἐπαφὴν αὐτῆς καὶ τὴν ἀνταύγειαν. ὥς που πά-

λιν ὁ Ἀγησιάναξ εἴρηκεν

 

'ἧ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος

δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου.'

 

ἡσθεὶς οὖν ὁ Ἀπολλωνίδης 'ὡς ἴδιον' εἶπε 'καὶ και-

νὸν ὅλως τὸ σκευώρημα τῆς δόξης, τόλμαν δέ τινα καὶ

μοῦσαν ἔχοντος ἀνδρός. ἀλλὰ πῆ τὸν ἔλεγχον αὐτῷ προσ-

ῆγε'; 'πρῶτον μέν' εἶπον, 'ἧ μία φύσις τῆς ἔξω θαλάσ-

σης ἐστί, σύῤῥουν καὶ συνεχὲς <κύκλῳ> πέλαγος, ἡ δ'

ἔμφασις οὐ μία τῶν ἐν τῇ σελήνῃ μελασμάτων, ἀλλ' οἷον

ἰσθμοὺς ἔχουσα, τοῦ λαμπροῦ διαιροῦντος καὶ διορίζοντος

τὸ σκιερόν. ὅθεν ἑκάστου τόπου χωρισθέντος καὶ πέρας

ἴδιον ἔχοντος αἱ τῶν φωτεινῶν ἐπιβολαὶ τοῖς σκοτεινοῖς

ὕψους εἰκόνα καὶ βάθους λαμβάνουσαι τὰς περὶ τὰ ὄμ-

ματα καὶ τὰ χείλη φαινομένας εἰκόνας ὁμοιότατα διετύ-

πωσαν. ὥστ' ἢ πλείονας ἔξω θαλάσσας ὑποληπτέον

ἰσθμοῖς τισι καὶ ἠπείροις ἀπολαμβανομένας, ὅπερ ἐστὶν

ἄτοπον καὶ ψεῦδος, ἢ μιᾶς οὔσης οὐ πιθανὸν εἰκόνα διε-

σπασμένην οὕτως ἐμφαίνεσθαι. ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἐρω-

τῶν ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἀποφαίνεσθαι σοῦ παρόντος,

εἰ τῆς οἰκουμένης εὖρος τοσαύτης καὶ μῆκος ἐνδέχεται

πᾶσιν ὡσαύτως ἀπὸ τῆς σελήνης ὄψιν ἀνακλωμένην ἐπι-

θιγγάνειν τῆς θαλάσσης, καὶ τοῖς ἐν αὐτῇ τῇ μεγάλῃ θα-

λάττῃ πλέουσι νὴ Δία καὶ οἰκοῦσιν, ὥσπερ Βρεττανοῖς,

καὶ ταῦτα μηδὲ τῆς γῆς, ὥς φατε, πρὸς τὴν σφαῖραν τῆς

σελήνης κέντρου λόγον ἐπεχούσης. τουτὶ μὲν οὖν' ἔφην

'σὸν ἔργον ἐπισκοπεῖν, τὴν δὲ πρὸς τὴν σελήνην [ἢ] τῆς

ὄψεως κλάσιν οὐκέτι σὸν οὐδ' Ἱππάρχου. καίτοι γε φι-

λοπράγμ<ων ἁνήρ>. ἀλλὰ πολλοῖς οὐκ ἀρέσκει φυσιολο-

γῶν περὶ τῆς ὄψεως. <ὡς> αὐτὴν ὁμοπαθῆ κρᾶσιν ἴσχειν

καὶ σύμπηξιν εἰκός ἐστι μᾶλλον ἢ πληγάς τινας καὶ ἀπο-

πηδήσεις, οἵας ἔπλαττε τῶν ἀτόμων Ἐπίκουρος. οὐκ ἐθε-

λήσει δ' οἶμαι τὴν σελήνην ἐμβριθὲς ὑποθέσθαι σῶμα

καὶ στερεὸν ὑμῖν ὁ Κλέαρχος, ἀλλ' ἄστρον αἰθέριον καὶ

φωσφόρον, ὥς φατε. τοιαύτῃ <δὲ> τὴν ὄψιν ἢ θραύειν

προσήκει ἢ ἀποστρέφειν, ὥστ' οἴχεσθαι τὴν ἀνάκλασιν.

εἰ δὲ προσαμυνεῖταί τις ἡμᾶς, ἐρησόμεθα πῶς μόνον

πρόσωπόν ἐστιν ἐν τῇ σελήνῃ τὸ τῆς θαλάσσης ἔσοπτρον,

ἄλλῳ δ' οὐδενὶ τῶν τοσούτων ἀστέρων ἐνορᾶται. καίτοι

τό γ' εἰκὸς ἀπαιτεῖ πρὸς ἅπαντας ἢ πρὸς μηθένα τοῦτο

πάσχειν τὴν ὄψιν. ἀλλ' ...' πρὸς τὸν Λεύκιον ἔφην ἀπο-

βλέψας, 'ὃ πρῶτον ἐλέχθη τῶν ἡμετέρων ὑπόμνησον.'

Καὶ ὁ Λεύκιος 'ἀλλὰ μὴ δόξωμεν' ἔφη 'κομιδῇ

προπηλακίζειν τὸν Φαρνάκην, οὕτω τὴν Στωικὴν δόξαν

ἀπροσαύδητον ὑπερβαίνοντες, εἰπὲ δή τι πρὸς τὸν

ἄνδρα, πα<γέ>ντος ἀέρος μῖγμα καὶ μαλακοῦ πυρὸς

ὑποτιθέμενον τὴν σελήνην, εἶθ' οἷον ἐν γαλήνῃ φρίκης

ὑποτρεχούσης φάσκοντα τοῦ ἀέρος διαμελαίνοντος ἔμ-

φασιν γίνεσθαι μορφοειδῆ ... .' 'χρηστῶς γ εἶπον

'ὦ Λεύκιε, τὴν ἀτοπίαν εὐφήμοις περιαμπέχεις ὀνό-

μασιν. οὐχ οὕτω δ' ὁ ἑταῖρος ἡμῶν, ἀλλ', ὅπερ

ἀληθὲς ἦν, ἔλεγεν ὑπωπιάζειν αὐτοὺς τὴν σελήνην, σπί-

λων καὶ μελασμῶν ἀναπιμπλάντας, ὁμοῦ μὲν Ἄρτε-

μιν καὶ Ἀθηνᾶν ἀνακαλοῦντας ὁμοῦ δὲ σύμμιγμα καὶ φύ-

ραμα ποιοῦντας ἀέρος ζοφεροῦ καὶ πυρὸς ἀνθρακώδους,

οὐκ ἔχουσαν ἔξαψιν οὐδ' αὐγὴν οἰκείαν, ἀλλὰ δυσκρινές

τι σῶμα τυφόμενον ἀεὶ καὶ πυρίκαυστον, ὥσπερ τῶν κε-

ραυνῶν τοὺς ἀλαμπεῖς καὶ 'ψολόεντας' ὑπὸ τῶν ποιητῶν

προσαγορευομένους. ὅτι μέντοι πῦρ ἀνθρακῶδες, οἷον

οὗτοι τὸ τῆς σελήνης ποιοῦσιν, οὐκ ἔχει διαμονὴν οὐδὲ

σύστασιν ὅλως, ἐὰν μὴ στερεᾶς ὕλης καὶ στεγούσης ἅμα

καὶ τρεφούσης ἐπιλάβηται, βέλτιον οἶμαι συνορᾶν ἐνίων

φιλοσόφων τοὺς ἐν παιδιᾷ λέγοντας τὸν Ἥφαιστον εἰρῆ-

σθαι χωλόν, ὅτι τὸ πῦρ ξύλου χωρὶς ὥσπερ οἱ χωλοὶ

βακτηρίας οὐ πρόεισιν. εἰ οὖν ἡ σελήνη πῦρ ἐστι, πό-

θεν αὐτῇ τοσοῦτος ἐγγέγονεν ἀήρ; ὁ γὰρ ἄνω καὶ κύκλῳ

φερόμενος οὑτοσὶ τόπος οὐκ ἀέρος, ἀλλὰ κρείττονος οὐ-

σίας καὶ πάντα λεπτύνειν καὶ συνεξάπτειν φύσιν ἐχούσης

ἐστίν. εἰ δ' ἐγγέγονε, πῶς οὐκ οἴχεται μεταβάλλων εἰς

ἕτερον εἶδος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐξαιθερωθείς, ἀλλὰ σῴζεται

καὶ συνοικεῖ πυρὶ τοσοῦτον χρόνον, ὥσπερ ἥλοις ἀραρὼς

ἀεὶ τοῖς αὐτοῖς μέρεσι καὶ συγγεγομφωμένος; ἀραιῷ μὲν

γὰρ ὄντι καὶ συγκεχυμένῳ μὴ μένειν ἀλλὰ σφάλλεσθαι

προσήκει, συμπεπηγέναι δ' οὐ δυνατὸν ἀναμεμιγμένον

πυρὶ καὶ μήθ' ὑγροῦ μετέχοντα μήτε γῆς, οἷς μόνοις ἀὴρ

συμπήγνυσθαι πέφυκεν. ἡ δὲ ῥύμη καὶ τὸν ἐν λίθοις ἀέρα

καὶ τὸν ἐν ψυχρῷ μολίβδῳ συνεκκάει, μήτι γε δὴ τὸν

ἐν πυρὶ δινούμενον μετὰ τάχους τοσούτου. καὶ γὰρ Ἐμπε-

δοκλεῖ (α 60) δυσκολαίνουσι πάγον ἀέρος χαλαζώδη

ποιοῦντι τὴν σελήνην ὑπὸ τῆς τοῦ πυρὸς σφαίρας περι-

εχόμενον, αὐτοὶ δὲ τὴν σελήνην σφαῖραν οὖσαν πυρὸς ἀέρα

φασὶν ἄλλον ἄλλῃ διεσπασμένον περιέχειν, καὶ ταῦτα μή-

τε ῥήξεις ἔχουσαν ἐν ἑαυτῇ μήτε βάθη καὶ κοιλότητας,

ἅπερ οἱ γεώδη ποιοῦντες ἀπολείπουσιν, ἀλλ' ἐπιπολῆς δη-

λονότι τῇ κυρτότητι ἐπικείμενον. τοῦτο δ' ἐστὶ καὶ πρὸς

διαμονὴν ἄλογον καὶ πρὸς θέαν ἀδύνατον ἐν ταῖς πανσε-

λήνοις. διορίσασθαι γὰρ οὐκ ἔδει μέλανα <μένοντα> καὶ

σκιερόν, ἀλλ' ἀμαυροῦσθαι κρυπτόμενον ἢ συνεκλάμπειν

ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμβανομένης τῆς σελήνης. καὶ γὰρ

παρ' ἡμῖν ὁ μὲν ἐν βάθεσι καὶ κοιλώμασι τῆς γῆς, οὗ

μὴ δίεισιν αὐγή, διαμένει σκιώδης καὶ ἀφώτιστος, ὁ

δ' ἔξωθεν τῇ γῇ περικεχυμένος φέγγος ἴσχει καὶ χρόαν

αὐγοειδῆ. πρὸς πᾶσαν μὲν γάρ ἐστι ποιότητα καὶ δύνα-

μιν εὐκέραστος ὑπὸ μανότητος, μάλιστα δὲ φωτὸς ἂν ἐπι-

ψαύσῃ μόνον, ὥς φατε, καὶ θίγῃ, δι' ὅλου τρεπόμενος

ἐκφωτίζεται. ταὐτὸν οὖν τοῦτο καὶ τοῖς εἰς βάθη τινὰ

καὶ φάραγγας συνωθοῦσιν ἐν τῇ σελήνῃ τὸν ἀέρα κἂν

καλῶς ἔοικε βοηθεῖν, ὑμᾶς τε διεξελέγχει τοὺς ἐξ ἀέρος

καὶ πυρὸς οὐκ οἶδ' ὅπως μιγνύντας αὐτῆς καὶ συναρμό-

ζοντας τὴν σφαῖραν. οὐ γὰρ οἷόν τε λείπεσθαι σκιὰν ἐπὶ

τῆς ἐπιφανείας, ὅταν ὁ ἥλιος ἐπιλάμπῃ τῷ φωτὶ πᾶν

ὁπόσον καὶ ἡμεῖς ἀποτεμνόμεθα τῇ ὄψει τῆς σελήνης.'

Καὶ ὁ Φαρνάκης ἔτι μου λέγοντος 'τοῦτ' ἐκεῖνο πά-

λιν' εἶπεν 'ἐφ' ἡμᾶς ἀφῖκται τὸ περίακτον ἐκ τῆς Ἀκα-

δημείας, ἐν τῷ πρὸς ἑτέρους λέγειν διατρίβοντας ἑκάστο-

τε μὴ παρέχειν ἔλεγχον ὧν αὐτοὶ λέγουσιν, ἀλλ' ἀπολο-

γουμένοις ἀεὶ χρῆσθαι, μὴ κατηγοροῦσιν, ἂν ἐντυγχά-

νωσιν. ἐμὲ δ' οὖν οὐκ ἐξάξεσθε τήμερον εἰς τὸ διδόναι

λόγον ὧν ἐπικαλεῖτε τοῖς Στωικοῖς, πρὶν εὐθύνας λαβεῖν

παρ' ὑμῶν ἄνω τὰ κάτω τοῦ κόσμου ποιούντων.' καὶ ὁ

Λεύκιος γελάσας 'μόνον' εἶπεν 'ὦ τάν, μὴ κρίσιν ἡμῖν

ἀσεβείας ἐπαγγείλῃς, ὥσπερ Ἀρίσταρχον ὤετο δεῖν

Κλεάνθης τὸν Σάμιον ἀσεβείας προσκαλεῖσθαι τοὺς Ἕλ-

ληνας ὡς κινοῦντα τοῦ κόσμου τὴν ἑστίαν, ὅτι <τὰ> φαι-

νόμενα σῴζειν ἁνὴρ ἐπειρᾶτο μένειν τὸν οὐρανὸν ὑποτι-

θέμενος, ἐξελίττεσθαι δὲ κατὰ λοξοῦ κύκλου τὴν γῆν, ἅμα

καὶ περὶ τὸν αὑτῆς ἄξονα δινουμένην. ἡμεῖς μὲν οὖν οὐ-

δὲν αὐτοὶ παρ' αὑτῶν λέγομεν. οἱ δὲ γῆν ὑποτιθέμενοι

τὴν σελήνην, ὦ βέλτιστε, τί μᾶλλον ὑμῶν ἄνω τὰ κάτω

ποιοῦσι τὴν γῆν ἱδρυόντων ἐνταῦθα μετέωρον ἐν τῷ

ἀέρι, πολλῷ τινι μείζονα τῆς σελήνης οὖσαν, ὡς ἐν τοῖς

ἐκλειπτικοῖς πάθεσιν οἱ μαθηματικοὶ [καὶ] ταῖς διὰ τοῦ

σκιάσματος παρόδοις τῆς ἐποχῆς τὸ μέγεθος ἀναμετροῦ-

σιν; ἥ τε γὰρ σκιὰ τῆς γῆς ἐλάττων ὑπὸ μείζονος τοῦ

φωτίζοντος ἀνατείνει καὶ τῆς σκιᾶς αὐτῆς λεπτὸν ὂν τὸ

ἄνω καὶ στενὸν οὐδ' Ὅμηρον, ὥς φασιν, ἔλαθεν, ἀλλὰ

τὴν νύκτα 'θοήν' ὀξύτητι τῆς σκιᾶς προσηγόρευσεν. ὑπὸ

τούτου δ' ὅμως ἁλισκομένη ταῖς ἐκλείψεσιν ἡ σελήνη

τρισὶ μόλις τοῖς αὑτῆς μεγέθεσιν ἀπαλλάττεται. σκόπει

δὴ πόσων ἡ γῆ σεληνῶν ἐστιν, εἰ σκιὰν ἀφίησιν, ἧ βρα-

χυτάτη, πλάτος τρισέληνον. ἀλλ' ὅμως ὑπὲρ τῆς σε-

λήνης μὴ πέσῃ δεδοίκατε, περὶ δὲ τῆς γῆς ἴσως Αἰσχύλος

ὑμᾶς πέπεικεν ὡς ὁ Ἄτλας

 

'ἕστηκε κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς

ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον.'

 

ἢ τῇ μὲν σελήνῃ κοῦφος ἀὴρ ὑποτρέχει καὶ στερεὸν ὄγκον

οὐκ ἐχέγγυος ἐνεγκεῖν, τὴν δὲ γῆν κατὰ Πίνδαρον

'ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες' περιέχουσι, καὶ διὰ

τοῦτο Φαρνάκης αὐτὸς μὲν ἐν ἀδείᾳ τοῦ πεσεῖν τὴν γῆν

ἐστιν, οἰκτίρει δὲ τοὺς ὑποκειμένους τῇ μεταφορᾷ τῆς

σελήνης Αἰθίοπας ἢ Ταπροβηνούς, μὴ βάρος αὐτοῖς

ἐμπέσῃ τοσοῦτον; καίτοι τῇ μὲν σελήνῃ βοήθεια πρὸς τὸ

μὴ πεσεῖν ἡ κίνησις αὐτὴ καὶ τὸ ῥοιζῶδες τῆς περιαγω-

γῆς, ὥσπερ ὅσα ταῖς σφενδόναις ἐντεθέντα τῆς καταφο-

ρᾶς κώλυσιν ἴσχει τὴν κύκλῳ περιδίνησιν. ἄγει γὰρ ἕκα-

στον ἡ κατὰ φύσιν κίνησις, ἂν ὑπ' ἄλλου μηδενὸς ἀπο-

στρέφηται. διὸ τὴν σελήνην οὐκ ἄγει τὸ βάρος, ὑπὸ τῆς

περιφορᾶς τὴν ῥοπὴν ἐκκρουόμενον. ἀλλὰ μᾶλλον ἴσως

λόγον εἶχε θαυμάζειν μένουσαν αὐτὴν παντάπασιν ὥσπερ

ἡ γῆ καὶ ἀτρεμοῦσαν. νῦν δὲ σελήνη μὲν ἔχει μεγάλην

αἰτίαν τοῦ δεῦρο μὴ φέρεσθαι, τὴν δὲ γῆν ἑτέρας κινή-

σεως ἄμοιρον οὖσαν εἰκὸς ἦν μόνῳ τῷ βαρύνοντι κινεῖν.

βαρυτέρα δ' ἐστὶ τῆς σελήνης οὐχ ὅσῳ μείζων, ἀλλ' ἔτι

μᾶλλον, ἅτε δὴ διὰ θερμότητα καὶ πύρωσιν ἐλαφρᾶς γε-

γενημένης. ὅλως δ' ἔοικεν ἐξ ὧν λέγεις ἡ σελήνη

μᾶλλον, εἰ πῦρ ἐστι, γῆς δεῖσθαι καὶ ὕλης, ἐν ἧ βέβηκε

καὶ προσπέφυκε καὶ συνέχει καὶ ζωπυρεῖ τὴν δύναμιν

(οὐ γὰρ ἔστι πῦρ χωρὶς ὕλης διανοηθῆναι σῳζόμενον).

γῆν δέ φατε ὑμεῖς ἄνευ βάσεως καὶ ῥίζης διαμένειν.'

'Πάνυ μὲν οὖν' εἶπεν ὁ Φαρνάκης, 'τὸν οἰκεῖον καὶ

κατὰ φύσιν τόπον ἔχουσαν, ὥσπερ αὕτη, τὸν μέσον. οὗ-

τος γάρ ἐστι, περὶ ὃν ἀντερείδει πάντα τὰ βάρη ῥέποντα

καὶ φέρεται καὶ συννεύει πανταχόθεν. ἡ δ' ἄνω χώρα

πᾶσα, κἄν τι δέξηται γεῶδες ὑπὸ βίας ἀναῤῥιφέν, εὐθὺς

ἐκθλίβει δεῦρο, μᾶλλον δ' ἀφίησιν, ἧ πέφυκεν οἰκείᾳ ῥοπῇ

καταφερόμενον.' πρὸς τοῦτ' ἐγὼ τῷ Λευκίῳ χρόνον

ἐγγενέσθαι βουλόμενος ἀναμιμνησκομένῳ, τὸν Θέωνα

καλέσας 'τίς' ἔφην 'ὦ Θέων, εἴρηκε τῶν τραγικῶν ὡς

ἰατροί

 

'πικρὰν πικροῖς κλύζουσι φαρμάκοις χολήν;'

 

ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Θέωνος ὅτι Σοφοκλῆς,

'καὶ δοτέον' εἶπον 'ὑπ' ἀνάγκης ἐκείνοις. φιλοσόφων

δ' οὐκ ἀκουστέον, ἂν τὰ παράδοξα παραδόξοις ἀμύνεσθαι

βούλωνται καὶ μαχόμενοι πρὸς τὰ θαυμάσια τῶν δογμά-

των ἀτοπώτερα καὶ θαυμασιώτερα πλάττωσιν, ὥσπερ

οὗτοι τὴν ἐπὶ τὸ μέσον φορὰν εἰσάγουσιν. ἧ τί παράδοξον

οὐκ ἔνεστιν; οὐχὶ τὴν γῆν σφαῖραν εἶναι, τηλικαῦτα βάθη

καὶ ὕψη καὶ ἀνωμαλίας ἔχουσαν; οὐκ ἀντίποδας οἰκεῖν

ὥσπερ θρῖπας ἢ γαλεώτας τραπέντα ἄνω τὰ κάτω τῇ γῇ

προσισχομένους; ἡμᾶς δ' αὐτοὺς μὴ πρὸς ὀρθὰς βεβηκό-

τας ἀλλὰ πλαγίους ἐπιμένειν ἀπονεύοντας, ὥσπερ οἱ με-

θύοντες; οὐ μύδρους χιλιοταλάντους διὰ βάθους τῆς γῆς

φερομένους, ὅταν ἐξίκωνται πρὸς τὸ μέσον, ἵστασθαι μη-

δενὸς ἀπαντῶντος μηδ' ὑπερείδοντος, εἰ δὲ ῥύμῃ κάτω

φερόμενοι τὸ μέσον ὑπερβάλλοιεν, αὖθις ὀπίσω στρέφε-

σθαι καὶ ἀνακάμπτειν ἀπ' αὐτῶν; οὐ τμήματα δοκῶν

ἀποπρισθέντα τῆς γῆς ἑκατέρωθεν μὴ φέρεσθαι κάτω

διὰ παντός, ἀλλὰ προσπίπτοντα πρὸς τὴν γῆν ἔξωθεν

εἴσω διωθεῖσθαι καὶ ἀποκρύπτεσθαι περὶ τὸ μέσον; οὐ

ῥεῦμα λάβρον ὕδατος κάτω φερόμενον εἰ πρὸς τὸ μέσον

ἔλθοι σημεῖον, ὅπερ αὐτοὶ λέγουσιν ἀσώματον, ἵστασθαι

περικορυσσόμενον <ἢ> κύκλῳ περιπολεῖν, ἄπαυστον αἰώ-

ραν καὶ ἀκατάπαυστον αἰωρούμενον; οὐδὲ γὰρ ψευδῶς

ἔνια τούτων βιάσαιτο ἄν τις αὑτὸν εἰς τὸ δυνατὸν τῇ ἐπι-

νοίᾳ καταστῆσαι. τοῦτο γάρ ἐστι τὰ ἄνω κάτω κἂν πάντα

τραπέμπαλιν εἶναι, τῶν ἄχρι τοῦ μέσου κάτω τῶν δ' ὑπὸ

τὸ μέσον αὖ πάλιν ἄνω γινομένων. ὥστ', εἴ τις συμπα-

θείᾳ τῆς γῆς τὸ μέσον αὐτῆς ἔχων σταίη περὶ τὸν ὀμφα-

λόν, ἅμα καὶ τὴν κεφαλὴν ἄνω καὶ τοὺς πόδας ἄνω ἔχειν

τὸν αὐτόν. κἂν μὲν διασκάπτῃ τις τὸν ἐπέκεινα τόπον,

ἀνακύπτον αὐτοῦ τὸ ... εἶναι καὶ κάτω ἄνωθεν ἕλκεσθαι

τὸν ἀνασκαπτόμενον, εἰ δὲ δὴ τούτῳ τις ἀντιβεβηκὼς

νοοῖτο, τοὺς ἀμφοτέρων ἅμα πόδας ἄνω γίνεσθαι καὶ

λέγεσθαι.

Τοιούτων μέντοι καὶ τοσούτων παραδοξολογιῶν οὐ

μὰ Δία πήραν, ἀλλὰ θαυματοποιοῦ τινος ἀποσκευὴν καὶ

πυλαίαν κατανωτισάμενοι καὶ παρέλκοντες ἑτέρους φασὶ

γελοιάζειν, ἄνω τὴν σελήνην γῆν οὖσαν ἐνιδρύοντας, οὐχ

ὅπου τὸ μέσον ἐστί. καίτοι γ' εἰ πᾶν σῶμα ἐμβριθὲς εἰς

τὸ αὐτὸ συννεύει καὶ πρὸς τὸ αὑτοῦ μέσον ἀντερείδει

πᾶσι τοῖς μορίοις, οὐχ ὡς μέσον οὖσα τοῦ παντὸς ἡ γῆ

μᾶλλον ἢ ὡς ὅλον οἰκειώσεται μέρη αὐτῆς ὄντα τὰ βάρη.

καὶ τεκμήριον ... ἔσται τῶν ῥεπόντων οὐ τῇ <γῇ> τῆς

μεσότητος πρὸς τὸν κόσμον, ἀλλὰ πρὸς τὴν γῆν κοινω-

νίας τινὸς καὶ συμφυίας τοῖς ἀπωσμένοις αὐτῆς εἶτα πά-

λιν καταφερομένοις. ὡς γὰρ ὁ ἥλιος εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέ-

φει τὰ μέρη ἐξ ὧν συνέστηκε, καὶ ἡ γῆ τὸν λίθον ὥσπερ

... προσήκοντα δέχεται καὶ φέρει προσκείμενον. ὅθεν

ἑνοῦται τῷ χρόνῳ καὶ συμφύεται πρὸς αὐτὴν τῶν τοιού-

των ἕκαστον. εἰ δέ τι τυγχάνει σῶμα τῇ γῇ μὴ προσνε-

νεμημένον ἀπ' ἀρχῆς μηδ' ἀπεσπασμένον, ἀλλά που καθ'

αὑτὸ σύστασιν ἔσχεν ἰδίαν καὶ φύσιν, ὡς φαῖεν ἂν ἐκεῖνοι

τὴν σελήνην, τί κωλύει χωρὶς εἶναι καὶ μένειν περὶ αὑτό,

τοῖς αὑτοῦ πεπιεσμένον μέρεσι καὶ συμπεπεδημένον; οὔ-

τε γὰρ ἡ γῆ μέσον οὖσα δείκνυται τοῦ παντὸς ἥ τε πρὸς

τὴν γῆν τῶν ἐνταῦθα συνέρεισις καὶ σύστασις ὑφηγεῖται

τὸν τρόπον, ᾧ μένειν τὰ ἐκεῖ συμπεσόντα πρὸς τὴν σε-

λήνην εἰκός ἐστιν. ὁ δὲ πάντα τὰ γεώδη καὶ βαρέα συν-

ελαύνων εἰς μίαν χώραν καὶ μέρη ποιῶν ἑνὸς σώματος

οὐχ ὁρῶ διὰ τί τοῖς κούφοις τὴν αὐτὴν ἀνάγκην οὐκ

ἀνταποδίδωσιν, ἀλλ' ἐᾷ χωρὶς εἶναι συστάσεις πυρὸς τοσ-

αύτας καὶ οὐ πάντας εἰς ταὐτὸ συνάγων τοὺς ἀστέρας

ἓν φῶς οἴεται δεῖν καὶ σῶμα κοινὸν εἶναι τῶν ἀνωφερῶν

καὶ φλογοειδῶν ἁπάντων.

Ἀλλ' ἥλιον μὲν ἀπλέτους μυριάδας ἀπέχειν τῆς ἄνω

περιφορᾶς φατε' εἶπον, 'ὦ φίλε Ἀπολλωνίδη, καὶ φωσ-

φόρον ἐπ' αὐτῷ καὶ στίλβοντα καὶ τοὺς ἄλλους πλάνη-

τας ὑφιεμένους τε τῶν ἀπλανῶν καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐν

διαστάσεσι μεγάλαις φέρεσθαι, τοῖς δὲ βαρέσι καὶ γεώ-

δεσιν οὐδεμίαν οἴεσθε τὸν κόσμον εὐρυχωρίαν παρέχειν

ἐν ἑαυτῷ καὶ διάστασιν; ὁρᾶτε ὅτι γελοῖόν ἐστιν, εἰ γῆν

οὐ φήσομεν εἶναι τὴν σελήνην, ὅτι τῆς κάτω χώρας ἀφέ-

στηκεν, ἄστρον δὲ φήσομεν, ὁρῶντες ἀπωσμένην τῆς ἄνω

περιφορᾶς μυριάσι σταδίων τοσαύταις ὥσπερ <εἰς> βυ-

θόν τινα καταδεδυκυῖαν. τῶν μέν γ' ἄστρων κατωτέρω

τοσοῦτόν ἐστιν, ὅσον οὐκ ἄν τις εἴποι μέτρον, ἀλλ' ἐπι-

λείπουσιν ὑμᾶς τοὺς μαθηματικοὺς ἐκλογιζομένους οἱ ἀρι-

θμοί, τῆς δὲ γῆς τρόπον τινὰ ψαύει καὶ περιφερομένη

πλησίον, 'ἅρματος ὡς πέρι χνοίη ἑλίσσεται' φησὶν Ἐμπε-

δοκλῆς, 'ἥ τε περὶ ἄκραν ... .' οὐδὲ γὰρ τὴν σκιὰν

αὐτῆς ὑπερβάλλει πολλάκις ἐπὶ μικρὸν αἰρομένην τῷ παμ-

μέγεθες εἶναι τὸ φωτίζον, ἀλλ' οὕτως ἔοικεν ἐν χρῷ καὶ

σχεδὸν ἐν ἀγκάλαις τῆς γῆς περιπολεῖν, ὥστ' ἀντιφράτ-

τεσθαι πρὸς τὸν ἥλιον ὑπ' αὐτῆς, μὴ ὑπεραίρουσα τὸν

σκιερὸν καὶ χθόνιον καὶ νυκτέριον τοῦτον τόπον, ὃς γῆς

κλῆρός ἐστι. διὸ λεκτέον οἶμαι θαῤῥοῦντας ἐν τοῖς γῆς

ὅροις εἶναι τὴν σελήνην ὑπὸ τῶν ἄκρων αὐτῆς ἐπιπροσ-

θουμένην. σκόπει δὲ τοὺς ἄλλους ἀφεὶς ἀπλανεῖς

καὶ πλάνητας, ἃ δείκνυσιν Ἀρίσταρχος ἐν τῷ Περὶ με-

γεθῶν καὶ ἀποστημάτων, ὅτι

τὸ τοῦ ἡλίου ἀπόστημα τοῦ ἀποστήματος τῆς σελήνης ὃ

ἀφέστηκεν ἡμῶν πλέον μὲν ἢ ὀκτωκαιδεκαπλάσιον ἔλατ-

τον δ' ἢ εἰκοσαπλάσιόν ἐστι. καίτοι ὁ τὴν σελήνην ἐπὶ

μήκιστον αἴρων ἀπέχειν φησὶν ἡμῶν ἓξ καὶ πεντηκοντα-

πλάσιον τῆς ἐκ τοῦ κέντρου τῆς γῆς. αὕτη δ' ἐστὶ τεσ-

σάρων μυριάδων καὶ κατὰ τοὺς μέσως ἀναμετροῦντας.

καὶ ἀπὸ ταύτης συλλογιζομένοις ἀπέχει ὁ ἥλιος τῆς σε-

λήνης πλέον ἢ τετρακισχιλίας τριάκοντα μυριάδας. οὕτως

ἀπῴκισται τοῦ ἡλίου διὰ βάρος καὶ τοσοῦτο τῇ γῇ προσ-

κεχώρηκεν. ὥστε, εἰ τοῖς τόποις τὰς οὐσίας διαιρετέον,

ἡ γῆς μοῖρα καὶ χώρα προσκαλεῖται σελήνην, καὶ τοῖς

περὶ γῆν πράγμασι καὶ σώμασιν ἐπίδικός ἐστι κατ' ἀγχι-

στείαν καὶ γειτνίασιν. καὶ οὐδὲν οἶμαι πλημμελοῦμεν,

ὅτι τοῖς ἄνω προσαγορευομένοις βάθος τοσοῦτο καὶ διά-

στημα διδόντες ἀπολείπομέν τινα καὶ τῷ κάτω περιδρο-

μὴν καὶ πλάτος, ὅσον ἐστὶν ἀπὸ γῆς ἐπὶ σελήνην. οὔτε

γὰρ ὁ τὴν ἄκραν ἐπιφάνειαν τοῦ οὐρανοῦ μόνην ἄνω

τἄλλα δὲ κάτω προσαγορεύων ἅπαντα μέτριός ἐστιν, οὔθ'

ὁ τῇ γῇ μᾶλλον δ' ὁ τῷ κέντρῳ τὸ κάτω περιγράφων

ἀνεκτός. ἀλλὰ καὶ κινητικὸ<ν> ταύτῃ διάστημα δοτέον

ἐπιχωροῦντος τοῦ κόσμου διὰ μέγεθος. πρὸς δὲ τὸν

ἀξιοῦντα πᾶν εὐθὺς ἄνω καὶ μετέωρον εἶναι τὸ ἀπὸ τῆς

γῆς ἕτερος ἀντηχεῖ πάλιν εὐθὺς εἶναι κάτω τὸ ἀπὸ τῆς

ἀπλανοῦς περιφορᾶς.

Ὅλως δὲ πῶς λέγεται καὶ τίνος ἡ γῆ μέση κεῖ-

σθαι; τὸ γὰρ πᾶν ἄπειρόν ἐστι, τῷ δ' ἀπείρῳ μήτ' ἀρχὴν

ἔχοντι μήτε πέρας οὐ προσήκει μέσον ἔχειν. πέρας γάρ

τι καὶ τὸ μέσον, ἡ δ' ἀπειρία περάτων στέρησις. ὁ

δὲ μὴ τοῦ παντὸς ἀλλὰ τοῦ κόσμου μέσην εἶναι τὴν γῆν

ἀποφαινόμενος ἡδύς ἐστιν, εἰ μὴ καὶ τὸν κόσμον αὐτὸν

ἐνέχεσθαι ταῖς αὐταῖς ἀπορίαις νομίζει. τὸ γὰρ πᾶν οὐδὲ

τούτῳ μέσον ἀπέλιπεν, ἀλλ' ἀνέστιος καὶ ἀνίδρυτός ἐστιν

ἐν ἀπείρῳ κενῷ φερόμενος πρὸς οὐδὲν οἰκεῖον. εἰ <δ'>

ἄλλην τινὰ τοῦ μένειν εὑράμενος αἰτίαν ἕστηκεν, οὐ κατὰ

τὴν τοῦ τόπου φύσιν, ὅμοια καὶ περὶ γῆς καὶ περὶ σε-

λήνης εἰκάζειν τινὶ πάρεστιν, ὡς ἑτέρᾳ τινὶ τύχῃ καὶ φύ-

σει μᾶλλον <ἢ τόπου> διαφορᾷ τῆς μὲν ἀτρεμούσης ἐν-

ταῦθα τῆς δ' ἐκεῖ φερομένης. ἄνευ δὲ τούτων, ὅρα

μὴ μέγα τι λέληθεν αὐτούς. εἰ γάρ, καὶ ὁπωσοῦν ὅ τι

ἂν ἐκτὸς γένηται τοῦ κέντρου τῆς γῆς, ἄνω ἐστίν, οὐθέν

ἐστι τοῦ κόσμου κάτω μέρος, ἀλλ' ἄνω καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ

ἐπὶ γῆς, καὶ πᾶν ἁπλῶς σῶμα τὸ κέντρῳ περιεστηκὸς ἢ

περικείμενον ἄνω γίνεται, κάτω δὲ μόνον [ὂν] ἕν, τὸ

ἀσώματον σημεῖον ἐκεῖνο, ὃ πρὸς πᾶσαν ἀντικεῖσθαι τὴν

τοῦ κόσμου φύσιν ἀναγκαῖον, εἴ γε δὴ τὸ κάτω πρὸς τὸ

ἄνω κατὰ φύσιν ἀντίκειται. καὶ οὐ τοῦτο μόνον τὸ ἄτο-

πον, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτίαν ἀπόλλυσι τὰ βάρη, δι' ἣν δεῦρο

καταῤῥέπει καὶ φέρεται. σῶμα μὲν γὰρ οὐθέν ἐστι κάτω

πρὸς ὃ κινεῖται, τὸ δ' ἀσώματον οὔτ' εἰκὸς οὔτε βού-

λονται τοσαύτην ἔχειν δύναμιν, ὥστε πάντα κατατείνειν

ἐφ' ἑαυτὸ καὶ περὶ αὑτὸ συνέχειν. ἀλλ' ὅλως ἄλογον εὑ-

ρίσκεται καὶ μαχόμενον τοῖς πράγμασι τὸ ἄνω τὸν κό-

σμον ὅλον εἶναι, τὸ δὲ κάτω μηθὲν ἀλλ' ἢ πέρας ἀσώ-

ματον καὶ ἀδιάστατον. ἐκεῖνο δ' εὔλογον, ὡς λέγομεν

ἡμεῖς, τῷ τ' ἄνω χώραν καὶ τῷ κάτω πολλὴν καὶ πλά-

τος ἔχουσαν διῃρῆσθαι.

Οὐ μὴν ἀλλὰ θέντες, εἰ βούλει, παρὰ φύσιν ἐν

οὐρανῷ τοῖς γεώδεσι τὰς κινήσεις ὑπάρχειν, ἀτρέμα, μὴ

τραγικῶς ἀλλὰ πράως σκοπῶμεν, ὅτι τοῦτο τὴν σελήνην

οὐ δείκνυσι γῆν μὴ οὖσαν ἀλλὰ γῆν ὅπου μὴ πέφυκεν

οὖσαν. ἐπεὶ καὶ τὸ πῦρ τὸ Αἰτναῖον ὑπὸ γῆν παρὰ φύσιν

ἐστίν, ἀλλὰ πῦρ ἐστι, καὶ τὸ πνεῦμα τοῖς ἀσκοῖς περι-

ληφθὲν ἔστι μὲν ἀνωφερὲς φύσει καὶ κοῦφον, ἥκει δ' ὅπου

μὴ πέφυκεν ὑπ' ἀνάγκης. αὐτὴ δ' ἡ ψυχή, πρὸς Διός'

εἶπον 'οὐ παρὰ φύσιν τῷ σώματι συνεῖρκται βραδεῖ τα-

χεῖα καὶ ψυχρῷ πυρώδης, ὥσπερ ὑμεῖς φατε, καὶ ἀόρα-

τος αἰσθητῷ διὰ τοῦτ' οὖν σώματι ψυχὴν μὴ λέγωμεν

<ἐν>εῖναι μηδὲ νοῦ<ν>, χρῆμα θεῖον, <ἀήττητον> ὑπὸ

βρίθους καὶ πάχους οὐρανόν τε πάντα καὶ γῆν καὶ

θάλασσαν ἐν ταὐτῷ περιπολοῦντα καὶ διιπτάμενον, εἰς

σάρκας ἥκειν καὶ νεῦρα καὶ μυελοὺς καὶ παθέων μυρίων

μεστὰς ὑγρότητας; ὁ δὲ Ζεὺς ὑμῖν οὗτος οὐ τῇ μὲν αὑ-

τοῦ φύσει χρώμενος ἕν ἐστι μέγα πῦρ καὶ συνεχές, νυνὶ

δ' ὑφεῖται καὶ κέκαμπται καὶ διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα

γεγονὼς καὶ γινόμενος ἐν ταῖς μεταβολαῖς; ὥσθ' ὅρα

καὶ σκόπει, δαιμόνιε, μὴ μεθιστὰς καὶ ἀπάγων ἕκαστον,

ὅπου πέφυκεν εἶναι, διάλυσίν τινα κόσμου φιλοσοφῇς καὶ

τὸ νεῖκος ἐπάγῃς τὸ Ἐμπεδοκλέους τοῖς πράγμασι, μᾶλ-

λον δὲ τοὺς παλαιοὺς κινῇς Τιτᾶνας ἐπὶ τὴν φύσιν καὶ

Γίγαντας καὶ τὴν μυθικὴν ἐκείνην καὶ φοβερὰν ἀκοσμίαν

καὶ πλημμέλειαν ἐπιδεῖν ποθῇς, χωρὶς τὸ βαρὺ πᾶν καὶ

χωρὶς ... τὸ κοῦφον

 

'ἔνθ' οὔτ' ἠελίοιο δεδίσκεται ἀγλαὸν εἶδος,

οὐδὲ μὲν οὐδ' αἴης λάσιον γένος, οὐδὲ θάλασσα',

 

ὥς φησιν Ἐμπεδοκλῆς (B 27), οὐ γῆ θερμότητος μετεῖ-

χεν, οὐχ ὕδωρ πνεύματος, οὐκ ἄνω τι τῶν βαρέων, οὐ

κάτω τι τῶν κούφων. ἀλλ' ἄκρατοι καὶ ἄστοργοι καὶ μο-

νάδες αἱ τῶν ὅλων ἀρχαί, μὴ προσιέμεναι σύγκρισιν ἑτέ-

ρου πρὸς ἕτερον μηδὲ κοινωνίαν, ἀλλὰ φεύγουσαι καὶ ἀπο-

στρεφόμεναι καὶ φερόμεναι φορὰς ἰδίας καὶ αὐθάδεις οὕ-

τως εἶχον ὡς ἔχει πᾶν οὗ θεὸς ἄπεστι κατὰ Πλάτωνα,

τουτέστιν, ὡς ἔχει τὰ σώματα νοῦ καὶ ψυχῆς

ἀπολιπούσης, ἄχρις οὗ τὸ ἱμερτὸν ἧκεν ἐπὶ τὴν φύσιν

ἐκ προνοίας, Φιλότητος ἐγγενομένης καὶ Ἀφροδίτης καὶ

Ἔρωτος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς λέγει καὶ Παρμενίδης καὶ

Ἡσίδος, ἵνα καὶ τόπους ἀμείψαντα καὶ δυνάμεις ἀπ' ἀλ-

λήλων μεταλαβόντα καὶ τὰ μὲν κινήσεως τὰ δὲ μονῆς

ἀνάγκαις ἐνδεθέντα καὶ καταβιασθέντα πρὸς τὸ βέλτιον,

ἐξ οὗ πέφυκεν, ἐνδοῦναι καὶ μεταστῆναι ... ἁρμονίαν

καὶ κοινωνίαν ἀπεργάσηται τοῦ παντός.

Εἰ μὲν γὰρ οὐδ' ἄλλο τι τῶν τοῦ κόσμου μερῶν

παρὰ φύσιν ἔσχεν, ἀλλ' ἕκαστον ἧ πέφυκε κεῖται, μηδε-

μιᾶς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως δεόμενον μηδ' ἐν

ἀρχῇ δεηθέν, ἀπορῶ τί τῆς προνοίας ἔργον ἐστὶν ἢ τίνος

γέγονε ποιητὴς καὶ πατὴρ δημιουργὸς ὁ Ζεὺς 'ὁ ἀριστο-

τέχνας.' οὐ γὰρ ἐν στρατοπέδῳ τακτικῶν ὄφελος, εἴπερ

εἰδείη τῶν στρατιωτῶν ἕκαστος ἀφ' ἑαυτοῦ τάξιν τε καὶ

χώραν κατὰ καιρὸν οὗ δεῖ λαβεῖν καὶ διαφυλάσσειν, οὐδὲ

κηπουρῶν οὐδ' οἰκοδόμων, εἰ πῆ μὲν αὐτὸ τὸ ὕδωρ

ἀφ' αὑτοῦ πέφυκεν ἐπιέναι τοῖς δεομένοις καὶ κατάρδειν

ἐπιῤῥέον, πῆ δὲ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ λίθοι ταῖς κατὰ

φύσιν χρώμενα ῥοπαῖς καὶ νεύσεσιν ἐξ ἑαυτῶν καταλαμβά-

νειν τὴν προσήκουσαν ἁρμονίαν καὶ χώραν. εἰ δ' οὗ-

τος μὲν ἄντικρυς ἀναιρεῖ τὴν πρόνοιαν ὁ λόγος, τῷ θεῷ

δ' ἡ τάξις τῶν ὄντων προσήκει καὶ <τὸ> διαιρεῖν, τί θαυ-

μαστὸν οὕτως τετάχθαι καὶ διηρμόσθαι τὴν φύσιν, ὡς

ἐνταῦθα μὲν πῦρ ἐκεῖ δ' ἄστρα, καὶ πάλιν ἐνταῦθα μὲν

γῆν ἄνω δὲ σελήνην ἱδρῦσθαι, βεβαιοτέρῳ τοῦ κατὰ φύ-

σιν τῷ κατὰ λόγον δεσμῷ περιληφθεῖσαν; ὡς, εἴ γε

πάντα δεῖ ταῖς κατὰ φύσιν ῥοπαῖς χρῆσθαι καὶ φέρεσθαι

καθ' ὃ πέφυκε, μήθ' ἥλιος κυκλοφορείσθω μήτε φωσφό-

ρος μηδὲ τῶν ἄλλων ἀστέρων μηδείς. ἄνω γάρ, οὐ κύ-

κλῳ τὰ κοῦφα καὶ πυροειδῆ κινεῖσθαι πέφυκεν. εἰ δὲ

τοιαύτην ἐξαλλαγὴν ἡ φύσις ἔχει παρὰ τὸν τόπον, ὥστ'

ἐνταῦθα μὲν ἄνω φαίνεσθαι φερόμενον τὸ πῦρ, ὅταν δ' εἰς

τὸν οὐρανὸν παραγένηται, τῇ δίνῃ συμπεριστρέφεσθαι, τί

θαυμαστὸν εἰ καὶ τοῖς βαρέσι καὶ γεώδεσιν ἐκεῖ γενο-

μένοις συμβέβηκεν ὡσαύτως εἰς ἄλλο κινήσεως εἶδος ὑπὸ

τοῦ περιέχοντος ἐκνενικῆσθαι; οὐ γὰρ δὴ τῶν μὲν ἐλα-

φρῶν τὴν ἄνω φορὰν ἀφαιρεῖσθαι τῷ οὐρανῷ κατὰ φύσιν

ἐστί, τῶν δὲ βαρέων καὶ κάτω ῥεπόντων οὐ δύναται κρα-

τεῖν, ἀλλ' <ἧ> ποτ' ἐκεῖνα δυνάμει, καὶ ταῦτα μετακο-

σμήσας ἐχρήσατο τῇ φύσει αὐτῶν ἐπὶ τὸ βέλτιον.

Οὐ μὴν ἀλλ' εἴ γε δεῖ τὰς καταδεδουλωμένας

ἕξεισ... δόξας ἀφέντας ἤδη τὸ φαινόμενον ἀδεῶς λέγειν,

οὐδὲν ἔοικεν ὅλου μέρος αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τάξιν ἢ θέσιν

ἢ κίνησιν ἰδίαν ἔχειν, ἣν ἄν τις ἁπλῶς κατὰ φύσιν προσ-

αγορεύσειεν. ἀλλ' ὅταν ἕκαστον, οὗ χάριν γέγονε καὶ πρὸς

ὃ πέφυκεν ἢ πεποίηται, τούτῳ <μέλλῃ> παρέχειν χρη-

σίμως καὶ οἰκείως κινούμενον ἑαυτὸ καὶ πάσχον ἢ ποιοῦν

ἢ διακείμενον, ὡς ἐκείνῳ πρὸς σωτηρίαν ἢ κάλλος ἢ δύ-

ναμιν ἐπιτήδειόν ἐστι, τότε δοκεῖ τὴν κατὰ φύσιν χώραν

ἔχειν καὶ κίνησιν καὶ διάθεσιν. ὁ γοῦν ἄνθρωπος, ὡς εἴ

τι τῶν ὄντων ἕτερον κατὰ φύσιν γεγονώς, ἄνω μὲν ἔχει

τὰ ἐμβριθῆ καὶ γεώδη μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν, ἐν δὲ

τοῖς μέσοις τὰ θερμὰ καὶ πυρώδη. τῶν δ' ὀδόντων οἱ

μὲν ἄνωθεν οἱ δὲ κάτωθεν ἐκφύονται καὶ οὐδέτεροι παρὰ

φύσιν ἔχουσιν. οὐδὲ τοῦ πυρὸς τὸ μὲν ἄνω περὶ τὰ ὄμ-

ματα ἀποστίλβον κατὰ φύσιν ἐστὶ τὸ δ' ἐν κοιλίᾳ καὶ

καρδίᾳ παρὰ φύσιν, ἀλλ' ἕκαστον οἰκείως καὶ χρησίμως

τέτακται. 'ναὶ μὴν κηρύκων τε λιθοῤῥίνων' χελωνῶν τε

καὶ παντὸς ὀστρέου φύσιν, ὥς φησιν ὁ Ἐμπεδοκλῆς

(B 76), καταμανθάνων

 

'ἔνθ' ὄψει χθόνα χρωτὸς ὑπέρτατα ναιετάουσαν',

 

καὶ οὐ πιέζει τὸ λιθῶδες οὐδὲ καταθλίβει τὴν ἕξιν ἐπι-

κείμενον, οὐδέ γε πάλιν τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰς

τὴν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται, μέμικται δέ πως

πρὸς ἄλληλα καὶ συντέτακται κατὰ τὴν ἑκάστου φύσιν.

ὥσπερ εἰκὸς ἔχειν καὶ τὸν κόσμον, εἴ γε δὴ

ζῷόν ἐστι, πολλαχοῦ γῆν ἔχοντα πολλαχοῦ δὲ πῦρ καὶ

ὕδωρ καὶ πνεῦμα, οὐκ ἐξ ἀνάγκης ἀποτεθλιμμένον ἀλλὰ

λόγῳ διακεκοσμημένον. οὐδὲ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐνταῦθα

τοῦ σώματός ἐστιν ὑπὸ κουφότητος ἐκπιεσθείς, οὐδ' ἡ

καρδία τῷ βάρει ὀλισθοῦσα πέπτωκεν εἰς τὸ στῆθος, ἀλλ'

ὅτι βέλτιον ἦν οὕτως ἑκάτερον τετάχθαι. μὴ τοίνυν μηδὲ

τῶν τοῦ κόσμου μερῶν νομίζωμεν μήτε γῆν ἐνταῦθα κεῖ-

σθαι συμπεσοῦσαν διὰ βάρος, μήτε τὸν ἥλιον, ὡς ὤετο

Μητρόδωρος ὁ Χῖος, εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀσκοῦ δίκην

ὑπὸ κουφότητος ἐκτεθλῖφθαι, μήτε τοὺς ἄλλους ἀστέρας

ὥσπερ ἐν ζυγῷ σταθμοῦ διαφορᾷ ῥέψαντας ἐν οἷς εἰσι γε-

γονέναι τόποις. ἀλλὰ τοῦ κατὰ λόγον κρατοῦντος οἱ μὲν

ὥσπερ 'ὄμματα φωσφόρα' τῷ προσώπῳ τοῦ παντὸς

'ἐνδεδεμένοι' περιπολοῦσιν, ἥλιος δὲ καρδίας ἔχων δύ-

ναμιν ὥσπερ αἷμα καὶ πνεῦμα διαπέμπει καὶ διασκεδάν-

νυσιν ἐξ ἑαυτοῦ θερμότητα καὶ φῶς, γῇ δὲ καὶ θαλάσσῃ

χρῆται κατὰ φύσιν ὁ κόσμος, ὅσα κοιλίᾳ καὶ κύστει ζῷον.

σελήνη δ' ἡλίου μεταξὺ καὶ γῆς ὥσπερ καρδίας καὶ κοι-

λίας ἧπαρ ἤ τι μαλθακὸν ἄλλο σπλάγχνον ἐγκειμένη τήν

τ' ἄνωθεν ἀλέαν ἐνταῦθα διαπέμπει καὶ τὰς ἐντεῦθεν

ἀναθυμιάσεις πέψει τινὶ καὶ καθάρσει λεπτύνουσα περὶ

ἑαυτὴν ἀναδίδωσιν. εἰ δὲ καὶ πρὸς ἄλλα τὸ γεῶδες αὐτῆς

καὶ στερέμνιον ἔχει τινὰ πρόσφορον χρείαν, ἄδηλον ἡμῖν.

ἐν παντὶ δὲ κρατεῖ τὸ βέλτιον τοῦ κατηναγκασμένου.

τί γὰρ <οὐχ> οὕτως λάβωμεν, ἐξ ὧν ἐκεῖνοι λέγου-

σι, τὸ εἰκός; λέγουσι δὲ τοῦ αἰθέρος τὸ μὲν αὐγοειδὲς

καὶ λεπτὸν ὑπὸ μανότητος οὐρανὸν γεγονέναι, τὸ δὲ

Plutarch_delphi_1.jpg.c1a5f63d70f033dd4a8a9881b77213c1.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Από φάρος έγινε σπίτι του πάγου.

Όπως φαίνεται στη φωτογραφία, ο φάρος μετατρέπεται σε γλυπτό

κοντά στο Κλίβελαντ του Οχάιο από τα παγωμένα νερά της λίμνης Έρι στις ΗΠΑ.

.jpg.9cfd41e0431e21b2f20afe5f124c6056.jpg

Δημοσιεύτηκε

Για την 25η Μαρτίου...

 

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

 

 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Σταῦρος Ξαρχάκος

Ἑρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

 

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

δὲν μᾶς τά ῾γραψες καλά.

Δὲς ὁ Ἕλληνας τί κάνει

γιὰ ν᾿ ἀνέβει πιὸ ψηλά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

πάρε μαῦρο γιαταγάνι

κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω

τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

δὲν μᾶς τά ῾γραψες σωστά.

Τὸ φιλότιμο δὲ φτάνει

γιὰ νὰ πάει κανεὶς μπροστά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

πάρε μαῦρο γιαταγάνι

κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω

τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.

makrigiannis.jpg.e9715f3b69b0651c681de41ff9f28497.jpg

Δημοσιεύτηκε

και αυτό...

 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Δέσπω Διαμαντίδου

Δίσκος: Τα κατά Μάρκον 1991

 

 

Η Χοντρομπαλού

 

Μια Κυριακή στην Κοκκινιά

στην παιδική μου γειτονιά

είδα μιά γριά χοντρομπαλού

που ο νους της έτρεχε αλλού

 

Την κοίταξα με κοίταξε

σαν κουκουβάγια σε μπαξέ

και μου 'πε με φωνή θολή

που μάνα θύμιζε τρελή:

 

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό

αιώνες πριν απ' το Χριστό.

Ζούσα καλά κι ευχάριστα

κι έπαιρνα μόνο άριστα.

 

Μα σαν προχώρησε ο καιρός

έγινε ο κόσμος μοχθηρός

και με βατέψανε, που λες,

αράδα βάρβαρες φυλές

Σελτζούκοι, Σλάβοι, Ενετοί,

λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί

Τότε κατάλαβα γιατί

καμένο ήμουνα χαρτί

δίχως χαρά δίχως γιορτή

 

Σιγά σιγά και ταπεινά

μ' αγώνες και με βάσανα

καινούργια έβγαλα φτερά

μα ήρθαν τα χειρότερα

 

Είδα τα ίδια μου παιδιά

να δίνουν σ' άλλους τα κλειδιά

και με χιλιάδες ψέματα

με προδοσίες κι αίματα

να μου σπαράζουν την καρδιά

 

Γι' αυτό μιά νύχτα σκοτεινή

θ' ανέβω στην Καισαριανή

με κουρασμένα βήματα

να κλάψω για τα θύματα

στ' αραχνιασμένα μνήματα

 

Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό

αντίκρυ στον Λυκαβηττό

μικρό κεράκι θα κρατώ

να φέγγει χρόνους εκατό»

 

929363973_1898.gif.34bf4c90711efb26320958f83680f0aa.gif

Θεόφιλος

1771792843_bost8.jpg.4552cd968d9be65ff265a516e92c15e3.jpg

901859161_bost7.jpg.fcdd35be0d645aa696bfde0479382e60.jpg

1699037152_bost5.jpg.da2b02b94074e78b0e02e4a547beff01.jpg

Δημοσιεύτηκε

Monet Refuses the Operation, Second Language, Lisel Mueller, 1996

 

Doctor, you say there are no haloes

around the streetlights in Paris

and what I see is an aberration

caused by old age, an affliction.

I tell you it has taken me all my life

to arrive at the vision of gas lamps as angels,

to soften and blur and finally banish

the edges you regret I don’t see,

to learn that the line I called the horizon

does not exist and sky and water,

so long apart, are the same state of being.

Fifty-four years before I could see

Rouen cathedral is built

of parallel shafts of sun,

and now you want to restore

my youthful errors: fixed

notions of top and bottom,

the illusion of three-dimensional space,

wisteria separate

from the bridge it covers.

What can I say to convince you

the Houses of Parliament dissolve

night after night to become

the fluid dream of the Thames?

I will not return to a universe

of objects that don’t know each other,

as if islands were not the lost children

of one great continent. The world

is flux, and light becomes what it touches,

becomes water, lilies on water,

above and below water,

becomes lilac and mauve and yellow

and white and cerulean lamps,

small fists passing sunlight

so quickly to one another

that it would take long, streaming hair

inside my brush to catch it.

To paint the speed of light!

Our weighted shapes, these verticals,

burn to mix with air

and changes our bones, skin, clothes

to gases. Doctor,

if only you could see

how heaven pulls earth into its arms

and how infinitely the heart expands

to claim this world, blue vapor without end.

 

.

blog.monet.thames.jpg.9680ff8a61aaafa5969fe3ff7144e438.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Le Parlement, coucher de soleil, Claude Monet, 1904

 

Kunsthaus Zürich

 

Αυτά είναι μερικά από τα κοινοβούλια του Μονέ. Μια μακρά σπουδή πάνω στα οπτικά σφάλματα, την μετεωρολογία του φωτός και το αντιληπτικό γίγνεσθαι.

1612627994_Claude_Monet_-_Le_Parlement_coucher_de_soleil.jpg.babc6ac6c0f926b473768bfad40a4def.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Solar position within Monet's Houses of Parliament

Jacob Baker* and John E Thornes

Proceedings of the Royal Society Mathematical, Physical and Engineering Sciences, 2006

 

Division of Environmental Health and Risk Management, School of Geography, Earth and Environmental Sciences University of Birmingham, Edgbaston, Birmingham B15 2TT, UK

Author for correspondence (j.baker@bham.ac.uk)

 

Abstract

 

Paintings from Monet's Houses of Parliament London series have been analysed for the quantitative information they contain, by comparing the depicted position of the Sun with Solar geometry calculations. The positions of roofline features of the Houses of Parliament were measured to provide an internal scale for the determination of azimuthal and elevation angles of the Solar depictions. Despite some distortion of the painted motif, the internal scales were found to be approximately linear. The Solar positions were used to derive the dates and times of the depicted scenes. The results provide new information for assessing these paintings and are consistent with the known period Monet was in London, suggesting that they contain elements of accurate observation and may potentially be considered as a proxy indicator for the Victorian smogs and atmospheric states they depict. The four dates Monet reports observing the Sun over Parliament in 14 and 16 February and 9 and 24 March 1900, are all represented in the series. The analysis also enables Monet's vantage point from St Thomas' Hospital to be determined for the first time.

 

Κατεβάστε το πλήρες άρθρο σε μορφή pdf

3775.full.pdf

rpsa-monet.jpg.a1c46906fe0ae58edfd48d4dbc5fbb40.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Moonrise, Carman Bliss, 1931

 

At the end of the road through the wood

I see the great moon rise.

The fields are flooded with shine,

And my soul with surmise.

 

What if that mystic orb

With her shadowy beams,

Should be the revealer at last

Of my darkest dreams !

 

What if this tender fire

In my heart's deep hold

Should be wiser than all the lore

Of the sages of old !

LickMoonrise_baldridge.jpg.118fa0c7040d4d9b713dbacbb1ceddf5.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Guest
Αυτή η συζήτηση είναι κλειστή σε νέες απαντήσεις.

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης