wereniki Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Περί Λουκιανού ο λόγος πάλι "Περί του ήλεκτρου ή των κύκνων αληθών (αληθινών) διηγημάτων (ή αληθούς ιστορίας) Α΄ και Β΄"Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (π. 120 μ.Χ. - 190 μ.Χ.) «Ἡ ἀληθής ἱστορία» Θεωρείται το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Γράφτηκε τον 2ο αιώνα και με χιούμορ σατιρίζει και παρωδεί τους συγγραφείς και τους φιλοσόφους της κλασικής αρχαιότητας. Θυμάστε το απόσπασμα σε παλιό βιβλίο της Γλώσσας της Δ΄Δημοτικού; «Πήγαινε με ένα καράβι που το πήρε ο αέρας για εφτά μερόνυχτα και την όγδοη ημέρα έφτασε στο φεγγάρι. (Τόσο κάνουν τα σύγχρονα διαστημόπλοια του ανθρώπου για το φεγγάρι). Μπήκε μέσα σ' ένα πηγάδι που από πάνω είχε καθρέφτες και έβλεπε όλη τη γη. (Πρόκειται για υπερσύγχρονο τηλεσκόπιο που ο άνθρωπος ακόμη δεν το έχει φτιάξει γιατί με αυτό έβλεπε και τους ανθρώπους στην γη). Βασιλιάς της Σελήνης ήταν ο Ενδυμίωνας που τον πήραν από την γη και τον πήγαν στο φεγγάρι και τον έκαναν βασιλιά.»Περιγράφει τρικινητήρια αεροπλάνα (τρικέφαλοι αλογογύπες που πετούσαν) περιγράφει σύγχρονες διόπτρες (έβαζαν και έβγαζαν τα μάτια τους που μπορούσε να τα φορά ο καθένας και έβλεπαν πολύ μακριά) περιγράφει πολεμιστές με διαστημική στολή που είχε δύο κέρατα "κεραίες". Ο στρατός αυτός ήταν του Φαέθοντα και επειδή ήταν άνθρωποι σαν εμάς και η θερμοκρασία της σελήνης μεγάλη γι αυτό φορούσαν τις διαστημικές στολές.Περιγράφει ταξίδια στ' άστρα του ζωδιακού καθώς και προσθαλάσσωση ίδια με αυτή των συγχρόνων κοσμοναυτών και μάλιστα στην περιοχή των Βερμούδων. Επισκέφθηκε τα νησιά των Μακάρων (Σείριος) και δεν ήθελε να φύγει αφού σε λίγα χρόνια θα γύρναγε πίσω.Τέλος περιγράφει πόλεμο μεταξύ των κατοίκων της Σελήνης και του Σειρίου όπου έγιναν αερομαχίες και χρησιμοποιήθηκαν τρομερά όπλα και νίκησαν οι Σείριοι. Περισσότερα: http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=42408:2011-01-30-100000&catid=50:mathaino-tin-ellada&Itemid=337#ixzz1HPAEAy00 σε μετάφραση Δ. Καλοκύρη Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη Βιβλίον πρώτον. Καθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι εις τας σωματικάςασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν των,αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως τοσπουδαιότερον μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέταςνομίζω ότι, αφού κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων,πρέπει ν' ανακουφίζουν το πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερονδιά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις,αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά της χάριτος και τηςευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και ιδέαςευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέανκαι περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον τηςυποθέσεως και του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέδιότι ψεύματα διάφορα με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν,αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδείτινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα οποία έγραψαν μερικοί απότους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους οποίους και μετα ονόματά των θα ηδυνάμην ν' αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δενεμαντεύοντο. Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και τωνκατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσεδιηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού πολλάπαράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίντου όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες,περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μαςπαρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα.Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τονΟμηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου τηνδουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίωνανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς τωνσυντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποίαεκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόνανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων δεν τους κατέκρινα πολύ διά τοψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον τομετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ' εθαύμαζα πώς επίστευον ότι ταψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των αναγνωστών. Διά τούτο και εγώθέλων από κενοδοξίαν ν' αφήσω κάτι εις τας επερχομένας γενεάς, διά ναμη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της διηγήσεως μύθων, μηέχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου συνέβη τίποτεαξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τουςάλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ.Ούτω δε πιστεύω ότι θ' αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού οίδιος ομολογώ ότι δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων,τα οποία ούτε είδα ούτε έπαθα ούτε παρ' άλλων έμαθα και τα οποίαπροσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν ούτε και ηδύναντο να συμβούν διό και συνιστώεις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν κατ' ουδένα τρόπον. Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπόουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο λόγος δε και οσκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέαπράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποικατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά καινερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους,έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διάτης υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και τοπλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη ειςμακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον. Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστεη γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην, κατά τηνανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματαυψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτοδυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και τωνρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν•την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάληναπόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δενήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει.Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειώνεμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν καιδιηρέθημεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν τοπλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον. Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από τηςπαραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή μεγράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο,έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύοίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασινενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερονήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν,επροχωρήσαμεν• μετ' ολίγον δε εφθάσαμεν εις ποταμόν, όστις έρρεενοίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ και άφθονοντο ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες τασημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις ταναφερόμενα υπό της στήλης,ότι ο Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην. Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο ποταμός, επροχώρησα αντιθέτωςπρος το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν ευρήκα, αλλά πολλά καιμεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν εκάστου έσταζενοίνος διαυγής κ' εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός. Ήσανκαι ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και τηνγεύσιν του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάριαεμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ'έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτωεμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν. Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ'ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτοπαχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι τωνλαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην,όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ηνστιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε ταάκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά καιεπί των κεφαλών των αντί κόμης είχον έλικας κλημάτων και φύλλα καισταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων και μας εδεξιούντο• καιάλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και αιπερισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ'εφιλούντο ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως ναδρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια,ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν. Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήνεπιμιξίαν μεθ' ημών αλλά δύο εκ των συντρόφων μας, οίτινες ταςεπλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ' είχον δεθή από τα αιδοία•συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ' ολίγον από τουςδακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δενθα εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί. Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον διηγήθημεν εις εκείνουςτους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των συντρόφων τηναμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ τουποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν. Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ σφοδρόν το δε μεσημέρι, ότανπλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης κυκλών, ο οποίοςπεριέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος τριώνπερίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις τηνθάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου,όστις εφούσκωνε τα πανιά του. Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσαςνύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γηνμεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος. Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δεχώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν ημέραν δενεβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν καιάλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι,έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλειςκαι ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτονη γη, εις την οποίαν κατοικούμεν. Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν, αλλά καθ' οδόν μαςσυνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε άνθρωποιιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα.Διότι είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θαεννοηθή δε το μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόναυτών είνε μακρότερον και παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου.Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώρανκαι αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον οδηγούν προς τον βασιλέα• άμαδε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο δε βασιλεύς όταν μαςείδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόνείσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν,είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Τουδιηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη ταδικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων καιανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινεβασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθαήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην. Μας είπε να είμεθαήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι θα μαςπαρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόνπέρας τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τονήλιον, θα περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν».Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. ΟΦαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότικατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλούτον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας άλλοτε ποτέτους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίανεις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ'ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν καιεπετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύΣελήνης και Εωσφόρου διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δενειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώραθέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόνθέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστονένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησιςγίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης. Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα• αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν καιετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι ανήγγειλαν ότι οιεχθροί πλησιάζουν. Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις εκατόν χιλιάδας, χωρίς ναυπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί και οι ξένοισύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δεχιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεατεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακράπτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτουςείχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει ειςεπικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη τριάκοντα χιλιάδεςΨυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων οιΨυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνεδε μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοιείνε πεζοί, αλλά πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακράυποκάμισα, τα οποία φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπωςτα πλοία. Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}.Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίαςεβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι.Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησανα περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαντερατώδη και απίθανα. Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος• οπλισμόν δε είχον όλοιτον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί επάνω είνεμεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα• συρράπτοντεςτους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι φλοιοίτων λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δεκαι τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μάχης,παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και οβασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ' αυτών• εις δετο αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οισύμμαχοι. Οι δε πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια,παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί καιμεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύταιδιετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση τηνΣελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγματούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δεαρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι. Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι Ιππομύρμηκες, μεταξύ δεαυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία μέγιστα και πτερωτά,τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το μέγεθος•διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντοδε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί,ιδίως με τα κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπουχιλιάδες. Εις το δεξιόν δε κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οιοποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντεςμεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοίελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί• διότι εκ μακράς αποστάσεωςεξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος δεν εσώζετο,αλλά μετ' ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ τηςπληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας.Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκαχιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδαςαπό μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών.Πλησίον αυτών εστάθησαν οι Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τονΦαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου, πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρεςσκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι επάνω εις βελανίδιαπτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οισφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οιΝεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή,που να μη έφθαναν• αλλ' οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι οΦαέθων οργισθείς επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και τουΦαέθοντος η δύναμις. Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και από τα δύο στρατεύματαοι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς) συνεπλάκησαν καιεμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη ειςφυγήν, χωρίς ν' αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τουςκατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μαςαριστερόν και οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρουςμέχρι της γραμμής των πεζών• αλλ' εδώ με την βοήθειαν και τούτων οιεχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν, μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόναυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω έγινε γενική και πολλοίηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα έρρεεν άφθονον ειςτα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα βλέπομεναπό την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις τηνΓην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβηκάτι τοιούτον επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διάτον θάνατον του Σαρπηδόνος. Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο τρόπαια, το μεν τηςπεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί τωννεφών. Αλλά μετ' ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι,τους οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησανπλησιάζοντες• και ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά τοήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθοςοι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου από του μέσου και άνω {6}οιδε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν γράφω, τίποτε περίτου πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι ήσαν. Ωςαρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοιτων είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν•παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών,τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξινκαι την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τονβασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεακατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα τηνοποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μουηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλατρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης καιαυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον. Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την πόλιν αλλ'επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου καιΣελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις τηνΣελήνην. Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις τηςΣελήνης και υπό νυκτός διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίωνστενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθήτο τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε ναπληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατάτων Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο Φαέθωνέκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δενηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις τηνεκδίκησιν• την επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη με την εξής συνθήκην• «Οι Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προςτους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών ότι οι μεν Ηλιώται θακατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα εισβάλουνπλέον εις την Σελήνην, θ' αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντίωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ' αφήσουν τους άλλους αστέραςαυτονόμους, να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά νασυμμαχούν μετ' αυτών κατά πάσης επιδρομής. Καθ' έκαστον έτος οβασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον βασιλέα των Ηλιωτών ωςφόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως ομήρους εκ τωνυπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον νακάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι ναχαραχθούν επί στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επίτων συνόρων των δύο επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν τωνσυμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και οΦλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος {7} και οΠολυλαμπής». Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν τοτείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν. Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο μεδάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε ναμείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δενα μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν ειςτην Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίσηκάτω εις την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον ναπεισθώ, μας αφήκε ν' αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμενεις τανάκτορά του. Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις την Σελήνην έμαθα διάφορααλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και πρώτον ότι οιΣεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ' από αρσενικούς• διότι μόνοναρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ' όνομα είνε γνωσταί.Μέχρι του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύειως γυνή, έπειτα δε λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχιεις την γαστέρα, αλλ' εις το παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεταιγαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις, φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δετην σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον• αλλά το εκθέτουν μεανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου φαίνεται δεότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα τηςγαστροκνημίας. Αλλ' έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύτων Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι Δενδρίται, οιοποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και τονφυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον καισαρκώδες, όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δεκαρποί του είνε βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν ταβελανίδια ωριμάσουν τα τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τουςανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οιπλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί ξύλινα και με αυτάβατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των. Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά διαλύεται ως καπνός καιγίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν φωτιάν καιψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις τηνσελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνταιγύρω εις την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενονκαπνόν. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα,όστις πιεζόμενος εις δοχείον αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσιδε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ' ούτε είνε τρυπημένοι όπως ημείς. Η δεσυνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ' εις τα κοιλώματα ταυπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν. Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και χωρίς μαλλιά, τους δετρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι έχουν μεγάλαμαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοίαπό εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένειαολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνεόλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης τωνλάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεταικαι όταν πίπτουν ανάσκελα. Από την μύτην των εξάγουν, όταναπομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται,ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούςκατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιονδε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουνκαι πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλώνείνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τακλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα. Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν των ως σακκούλαν, ειςτην οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει κατά βούλησιν•ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ' είνεαπό μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται ειςαυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δεπτωχών χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον ειςεκείνα τα μέρη και τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώςτα μαλλιά των προβάτων. Όσον διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπωπώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θαφανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι οφθαλμοί των δύνανται ν'αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν των και οποίοςθέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη, ότετους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοιχάνουν τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δεέχουν πολλούς και αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλαπλατάνου, και μόνον οι Δενδρίται τα έχουν ξύλινα. Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνετοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον δεν είνε πολύ βαθύ.Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα εδώ κάτωεις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας ταςπόλεις και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδατους συγγενείς μου και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοιμ' έβλεπαν δεν δύναμαι να είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δενπιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγωτην αλήθειαν. Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημενεις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύουάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούςλουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε καιχιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίωνσταδίων. Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών καιδιαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότεσυνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόνκαι αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ'ο άνεμος μας ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν τωνσυντρόφων μου, καθότι εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη καιγόνιμος με πολλά νερά και πλούτη. Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι καιεπέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν.Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι. Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώρανπρος την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη ειςτο μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερατου Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλάλύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τονλιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί,ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τουςάλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματαόπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μαςεπείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμωςεφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημώνετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα,όπου μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομάτου• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δεθάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενακαι ηκούσαμεν τους λύχνους ν' απολογούνται και να δικαιολογούν τηνβραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τονεχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, ταςοποίας μου έδωκε. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ' επιούσαναποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ' εθαυμάσαμενκαι την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότιο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνοςτου Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπονσοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσαέγραψε. Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά,εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός καιεφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίανυποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίςορμήν εις την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαράκαι η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα καιπεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνηκαι η θάλασσα ήτο ακύμαντος. Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχήμεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν μεκαλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομενέξαφνα θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα,το οποίον θα είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δεκατ' επάνω μας με το στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεωςσυνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το περιέλουε• και οι οδόντες τουεφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς, σουβλεροί δε όλοι ωςπάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού εδώκαμεν προςαλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και αγκαλιασμένοιεπεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και αμέσωςμας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε ναμας συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων τηςοδοντοστοιχίας του το πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντόςτου κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δετο κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσενείδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ καιυψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτωμικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα καιάγκυραι, ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτοκαι γη με υψώματα, η οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπηντην οποίαν κατέπινε το κήτος. Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος καιδιάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα ως να εκαλλιεργούντο. Ηπεριφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια.Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποίακατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων. Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξατους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δεέτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον μεό,τι ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια καιείχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτοςεβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν,πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήνπρος διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήνεκείνην, παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις τοδάσος, θέλων να εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντεσταδίους και συνήντησα ναόν του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ τηςεπιγραφής, και μετ' ολίγον τάφους πολλούς με στήλας και πλησίον πηγήνμε νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνόςεφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν.Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένανέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν καιδιωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν. Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, καιεσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι•έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ήάνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντεςεις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό τοθηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς τηντύχην μας. Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώαπήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημενπρο ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεντι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον καιπυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμενκαι να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό τοθηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ.Αυτός όμως μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μαςπεριπετείας, ενόει να μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μαςωδήγησεν εις την οικίαν του, η οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι' αυτόνκαι τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ χόρτου και πάντα τα άλλαχρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και προσέτι μαςεκέρασεν οίνον• αφού δ' εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτωνμας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσαείδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα ταάλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν,έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι•αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μουαυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίανμε πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφοραεμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα τουκήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε έναςφοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν,όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον καιμόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ'εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν τουΠοσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα καιτρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, τοδάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θαείδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον καιψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομενμεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα εις το κήτος καισυλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του θηρίου,όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχιμακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχειπαντοειδή ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος τοοποίον εγώ κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μαςεκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά•αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνεακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;,Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς.Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οιΤαριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνελαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετονπλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μενάνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοιόμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά κατέχουν οιΚαρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι καισύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες,μάχιμοι και πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατάτο πλείστον έρημα και τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντίφόρου πεντακοσίων στρειδιών τον οποίον κατ' έτος καταβάλλω εις τουςΨητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θαδυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν ναζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι απόχίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνονψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείςέχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεντου λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον καιεπιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε τουπολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός τηςπληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δεαπεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν. Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι εναντίον του Σκινθάρου (διότιαυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με πολύν θόρυβον. Ημείςδε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν, αφούεβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Εί Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη Βιβλίον Δεύτερον Έκτοτε η εντός του κήτους ζωή μου έγινεν ανυπόφορος και εζήτουν ναεύρω τρόπον διά να δυνηθώμεν να εξέλθωμεν. Κατ' αρχάς εσκέφθημεν νατρυπήσωμεν το δεξιόν τοίχωμα και ν' αποδράσωμεν• και ηρχίσαμεν νασκάπτωμεν• αλλ' αφού εις μάτην εφθάσαμεν εις βάθος πέντε σταδίων,επαύσαμεν να σκάπτωμεν, απεφασίσαμεν δε να καύσωμεν το δάσος, διότιούτω ήτο πιθανόν ν' αποθάνη το κήτος και τότε θα μας ήτο εύκολον ναεξέλθωμεν. Αρχίσαντες λοιπόν από τα προς την ουράν μέρη επυρπολούμεν.Αλλ' επί επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό τοκάψιμον• την ογδόην όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσειν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν' ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέωςτο έκλειε. Την δεκάτην δε και ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζεναναδίδη δυσωδίαν. Την δωδεκάτην μόλις επρόφθάσαμεν να σκεφθώμεν ότιεάν δεν του εθέταμεν σφηνώματα μεταξύ των δύο σιαγόνων εφ' όσον ακόμηέχασκε, ώστε να μη κλείση εντελώς το στόμα, εκινδυνεύαμεν νακλεισθώμεν εντός αυτού, όπως ήτο νεκρόν και ναποθάνωμεν. Αφού λοιπόνυπεστηρίξαμεν την άνω σιαγόνα του με ξύλα μεγάλα, επεσκευάσαμεν τοπλοίον μας και το εφωδιάσαμεν με πολύ νερόν και τα λοιπά χρειώδη. Θατο εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος. Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δεσύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων•έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά τοκατεβάσαμεν εις την θάλασσαν. Ανέβημεν μετά τούτο εις την ράχην τουκήτους και αφού προσεφέραμεν θυσίαν εις τον Ποσειδώνα πλησίον τουτροπαίου, εμείναμεν εκεί επί τρεις ημέρας, διότι ήτο γαλήνη, και τηντετάρτην απεπλεύσαμεν. Και συνηντήσαμεν πολλούς νεκρούς εκ τηςναυμαχίας επιπλέοντας• το πλοίον μας προσέκρουεν εις αυτούς καικαταμετρούντες τα σώματα των εθαυμάζαμεν. Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσεσφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον τοπέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έωςτετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον.Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατάπρότασίν του Σκινθάρου. Εσκάψαμεν τον πάγον και κατεσκευάσαμενσπήλαιον ευρυχωρότατον κ' εντός αυτού εμείναμεν επί τριάκοντα ημέρας,ανάπτοντες φωτιάν και τρεφόμενοι από ψάρια τα οποία ευρίσκαμεν εντόςτου πάγου. Αλλ' επειδή ήρχισαν να μας λείπουν τα τρόφιμα, εξήλθαμεν καιαποσπάσαντες εκ του πάγου το πλοίον εκάμαμεν πανιά και εσυρόμεθα επίτου πάγου, ως να επλέαμεν ομαλά και ατάραχα. Την πέμπτην ημέραν είχενήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο ειςτην φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίουςσταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από τηνοποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντεςδύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν. Οι ταύροι δε εκείνοι δεν είχον τακέρατα επί της κεφαλής, αλλά κάτω των οφθαλμών, όπως ήθελεν ο Μώμος. Μετ' ολίγον εισήλθαμεν εις πέλαγος όχι νερού, αλλά γάλακτος• εφαίνετοδε εντός αυτού νήσος λευκή κατάφυτος από αμπέλους. Ήτο δε η νήσοςεκείνη τυρί τεράστιον, πολύ στερεοποιημένον, ως κατόπιν όταν εφάγαμενείδαμεν, και είχε περίμετρον είκοσι πέντε σταδίων. Τα κλήματα ήσανκατάφορτα από σταφύλια, τα οποία όμως ως χυμόν είχον όχι οίνον, αλλάγάλα και στίβοντες αυτά επίναμεν. Εις το μέσον της νήσου υπήρχε ναόςτης νηρηίδος Γαλατείας, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής. Όσον λοιπόνκαιρόν εμείναμεν εκεί μας εχρησίμευεν ως τροφή η γη, ποτόν δε το γάλατων σταφυλών. Ελέγετο ότι εβασίλευεν εις τα μέρη εκείνα η Τυρώ η κόρητου Σαλμονέως. Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά τηνπαρ' αυτού εγκατάλειψίν της. Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε ημέρας και την έκτηνανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας θαλάσσης• την δεογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και επλέαμεν ειςαλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις τηνεπιφάνειαν της θαλάσσης. Ησαν καθ' όλα όμοιοι με ημάς, εκτός των ποδώνδιότι είχον πόδας από φελλόν, ένεκα δε τούτου, υποθέτω, και Φελλόποδεςωνομάζοντο. Ο θαυμασμός μας ήτο πολύς ενώ τους εβλέπαμεν να μηβυθίζωνται, αλλά να στέκωνται επάνω εις τα κύματα και αφόβως ναβαδίζουν. Μας επλησίασαν δε και μας εχαιρέτων εις Ελληνικήν γλώσσανκαι μας έλεγαν ότι επήγαιναν εις την Φελλώ την πατρίδα των. Και μέχριτινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειταεπήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι. Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και προς ταριστερά η Φελλώ,όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και στρογγυλούφελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, απότας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετοάλλη, πλατεία και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν τωνπεντακοσίων σταδίων. Ήδη ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδηςκαι ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και μας περιέλουσε, ομοία με τηνευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται οι ταξειδεύοντεςόταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων, ναρκίσσων,υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης καιαμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην. Ευχαριστηθέντες από τηνγλυκείαν εκείνην οσμήν και ελπίζοντες ότι μετά τόσας ταλαιπωρίας θ'ανέτελλον επί τέλους και ευτυχείς ημέραι δι' ημάς, επλησιάσαμεν ειςτην νήσον. Είδαμεν δε ότι εξ όλων των μερών είχε λιμένας πολλούς καιασφαλείς και μεγάλοι ποταμοί εκύλιον ησύχως τα καθαρά νερά των εις τηνθάλασσαν. Εβλέπαμεν προσέτι λειβάδια και δάση και πτηνά, εκ των οποίωνάλλα μεν εκελάδουν εις τας παραλίας, αλλά δε επί των κλάδων. Αήρελαφρός και καθαρός περιέβαλλε την χώραν• και αύραι γλυκείαιδιαπνέουσαι ήσυχα το δάσος εσάλευον τους κλάδους και το φύλλωμα, ούτωςώστε να σχηματίζεται μία συνεχής αρμονία, ως εκείναι τας οποίαςδιαχύνουν εις την ερημίαν οι αυλοί των βουκόλων. Αλλά και βοήπολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπουεις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι καιτα χειροκροτήματα των συμποτών. Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυρανεξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ τωνσυντρόφων. Ενώ δε διεβαίναμεν από λειμώνα καταστόλιστον από άνθη,συνηντήσαμεν τους φρουρούς του τόπου, οι οποίοι μας έδεσαν μεροδοστεφάνους—διότι αυτοί είνε τα μεγαλείτερα δεσμά εις τον τόπονεκείνον—και μας ωδήγησαν προς τον άρχοντα της χώρας. Καθ' οδόν μαςεπληροφόρησαν ότι η νήσος είνε η λεγομένη των Μακάρων, άρχων δε ο ΚρηςΡαδάμανθυς. Οδηγηθέντες λοιπόν ενώπιον αυτού ελάβαμεν τετάρτην θέσινμεταξύ των μελλόντων να δικασθούν. Ήτο δε η πρώτη δίκη περί Αίαντοςτου Τελαμώνος, αν έπρεπε να μένη μετά των ηρώων ή όχι• διότικατηγορείτο ότι είχε παραφρονήσει και αυτοκτονήσει. Αφού δε πολλάελέχθησαν υπέρ και κατά, ο Ραδάμανθυς απεφάσισε να παραδοθή ο Αίας ειςτον Κώον Ιπποκράτην τον ιατρόν και αφού πίη αρκετόν ελλέβορον καιεπανέλθη εις τα λογικά του, να γίνη δεκτός εις την μακαριότητα. Ηδευτέρα δίκη ήτον ερωτική μεταξύ Θησέως και Μενελάου περί της Ελένης,φιλονεικούντων ποίος να συνοική μετ' αυτής. Ο Ραδάμανθυς απεφάνθη υπέρτου Μενελάου, αφού ούτος τόσα έπαθε και τόσους κινδύνους διέτρεξεν εξαιτίας του μετά της Ελένης γάμου• άλλως τε δε ο Θησεύς είχε και άλλαςγυναίκας, την Αμαζόνα και τας θυγατέρας του Μίνωος. Τρίτη εδικάσθη ηπερί πρωτείων διένεξις μεταξύ Αλεξάνδρου και Αννίβα του Καρχηδονίου•και ανεγνωρίσθη η υπεροχή του Αλεξάνδρου, του εστήθη δε θρόνος πλησίοντου βασιλέως των Περσών Κύρου του αρχαιοτέρου. Έπειτα ήλθε και η σειρά μας• και ο Ραδάμανθυς μας ηρώτησε πώς ημείςζώντες εισήλθαμεν εις τον ιερόν εκείνον χώρον ημείς δε διηγήθημεν όληνμας την ιστορίαν. Μας διέταξε τότε ν' αποσυρθώμεν και έπειτα επίπολλήν ώραν συνεσκέπτετο με τους συνέδρους του• ήσαν δε ούτοι πολλοίκαι μεταξύ αυτών ο Αθηναίος Αριστείδης. Επί τέλους απεφασίσθη διά μεντην περιέργειαν και την αδιάκριτον επίσκεψίν μας εις την νήσον τωνΜακάρων να δώσωμεν λόγον αφού αποθάνωμεν• τώρα δε να μείνωμεν επίωρισμένον καιρόν εις την νήσον μετά των ηρώων και έπειταναναχωρήσωμεν• μας ώρισε δε την προθεσμίαν της διαμονής όχι ανωτέραντων επτά μηνών. Τότε ελύθησαν μόνα των τα άνθινα δεσμά μας και ελεύθεροι ωδηγήθημενεις την πόλιν και εις το συμπόσιον των Μακάρων. Ήτο δε η πόλις εκείνηόλη χρυσή με τείχη σμαράγδινα και είχεν επτά πύλας, όλας από κανέλλανμονοκόμματην. Το έδαφος της πόλεως και όλη η εντός του τείχους γη ήτοστρωμένη μ' ελεφαντοκόκκαλον• υπήρχον δε ναοί όλων των θεών κτισμένοιμε βήρυλλον λίθον και βωμοί εντός αυτών εκ μεγίστων αμεθύστωνμονολίθων, επί των οποίων τελούν τας μεγάλας θυσίας. Γύρω εις τηνπόλιν τρέχει ποταμός αρώματος εκ του εκλεκτοτέρου, ο οποίος έχειπλάτος εκατόν βασιλικών πήχεων, βάθος δε πεντήκοντα, ώστε και πλωτόςείνε. Τα δε λουτρά των εκεί είνε μεγάλα υάλινα οικοδομήματα, υπό ταοποία καίεται κανέλλα διά να θερμαίνωνται• αντί δε νερού εις τουςλουτήρας υπάρχει δρόσος θερμή. Ως ένδυμα φορούν οι κάτοικοι ιστούςαράχνης λεπτούς και πορφυρούς. Αλλά δεν έχουν σώματα• είνε άσαρκοι καιάυλοι, μόνον δε μορφήν και ιδέαν παρουσιάζουν• μολονότι όμως είνεασώματοι, έχουν υπόστασιν, κινούνται και σκέπτονται και ομιλούν, ενγένει δε φαίνεται ότι η ψυχή των περιφέρεται γυμνή, περιβεβλημένηομοίωμα του σώματός των και αν δεν τους εγγίσετε, δεν εννοείτε ότι δενείνε σώμα αυτό που βλέπετε. Είνε ως σκιαί όρθιαι, αλλ' όχι μαύραι. Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος ειςτην ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει{12} εκεί,ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως τολυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δεμόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνοςάνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος. Την χώραν στολίζουν όλων των ειδώντα άνθη, όλα τα φυτά και τα δένδρα τα ήμερα και τα διά σκιάνχρησιμεύοντα. Τα κλήματα είνε δωδεκάφορα και καρποφορούν κάθε μήνα•διά δε τας ροιάς, τας μηλέας και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα μας έλεγανότι καρποφορούν δέκα τρεις φοράς• διότι ένα μήνα, όστις προς τιμήν τουΜίνωος ονομάζεται Μινώος, καρποφορούν δύο φοράς. Αντί σίτου τα στάχυαπαράγουν άρτον, όστις παρουσιάζεται εις την κορυφήν αυτών ωςμανιτάρια. Πλησίον της πόλεως υπάρχουν πηγαί νερού τριακόσιαι εξήκονταπέντε, μέλιτος δε άλλαι τόσαι και αρωμάτων πεντακόσιαι, αλλάμικρότεραι αυταί. Υπάρχουν επίσης επτά ποταμοί γάλακτος και οίνουοκτώ. Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το λεγόμενον Ηλύσιονπεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό δάσοςπυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ωςστρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι καικομίζουν παν ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότιτούτο είνε περιττόν. Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματαυπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε τωνδένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά ταμεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ τωνποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουνοίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν. Αντί δε να φορούν στεφάνους,ταηδόνια και τα άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από ταπλησίον λειβάδια και έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν,συγχρόνως δε κελαδούν. Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόποννέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειταέρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμεναυπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν. Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική καιάσματα. Συνήθως άδονται τα Ομηρικά έπη• εκεί δ' ευρίσκεται και οΌμηρος και συντρώγει πλησίον του Οδυσσέως. Οι ωδικοί χοροίαποτελούνται από παίδας και παρθένους• διευθύνουν δε τους χορούς καιάδουν συγχρόνως ο Λοκρός Εύνομος, ο Λέσβιος Αρίων, ο Ανακρέων και οΣτησίχορος• διότι και ούτος ευρίσκεται εκεί, συνεφιλιώθη δε ήδη με τηνΕλένην. Όταν ούτοι παύσουν να άδουν, δεύτερος χορός παρουσιάζεταιαποτελούμενος εκ κύκνων, χελιδόνων και αηδόνων. Άμα δε και ούτοικελαδήσουν, όλον το δάσος αυλεί συνοδευόντων των ανέμων. Αλλά τηνμεγαλειτέραν ευθυμίαν δίδουν εις αυτούς δύο πηγαί, ευρισκόμεναιπλησίον εις τον τόπον του συμποσίου• η μία εκ των πηγών τούτων είνετου γέλωτος, η δε άλλη της ηδονής. Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήντου γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν καιευθυμούν. Τώρα θα αναφέρω και τους επιφανείς τους οποίους είδα μεταξύ τωνΜακάρων• ήσαν εκεί όλοι οι ημίθεοι και οι εκστρατεύσαντες κατά τηςΤρωάδος, εκτός του Λοκρού Αίαντος• ελέγετο δε ότι μόνον αυτόςεκολάζετο εις τον χώρον των ασεβών{13}. Εκ των βαρβάρων είδα και τουςδύο Κύρους, τον Σκύθην Ανάχαρσιν και τον Θράκα Δάμολξιν και τον Νουμάντον Ιταλόν• εκτός δε τούτων τον Σπαρτιάτην Λυκούργον και τουςΑθηναίους Φωκίωνα και Τέλλον και τους σοφούς εκτός του Περιάνδρου{14}. Είδα δε και τον Σωκράτην του Σωφρονίσκου φλυαρούντα μετά τουΝέστορος και Παλαμήδου• και πλησίον του ήσαν ο Λακεδαιμόνιος Υάκινθος,ο Θεσπιεύς Νάρκισσος, ο Ύλας και άλλοι πολλοί και ωραίοι. Μου εφάνη δεότι ήτο ερωτευμένος με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόνσυνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του οΡαδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα τον αποπέμψη εκ της νήσουαν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την ειρωνείαν και ναευωχήται μετά των άλλων. Μόνον ο Πλάτων δεν ήτο εκεί, ελέγετο δε ότιδιέμενεν εις την πόλιν την οποίαν είχε πλάσσει με την φαντασίαν τουκαι εις την οποίαν εφήρμοσε το πολιτικόν σύστημα και τους νόμους τουςοποίους συνέγραψε. Οι περισσότερον τιμώμενοι ήσαν ο Αρίστιππος και οΕπίκουρος και οι μαθηταί των, διότι ήσαν μειλίχιοι, χαριτωμένοι καικαλοί συμπόται. Εκεί ήτο και ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίονμεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο Σινωπεύς τόσονμετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δεμεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης. Εκ των Στωικών δεν ήτο κανείς εκεί• διότι, ως ελέγετο, εξακολουθούν ν'αναβαίνουν τον ανηφορικόν δρόμον της αρετής• ηκούσαμεν δε λεγόμενονκαι περί του Χρυσίππου ότι δεν θα του επιτραπή να εισέλθη εις τηννήσον πριν ή πίη τετράκις ελλέβορον. Περί των Ακαδημαϊκών ελέγετο ότιήθελον μεν να έλθουν, αλλ' εδίσταζον ακόμη και εσκέπτοντο• διότι δενηδύναντο να εννοήσουν ότι υπάρχει τοιαύτη νήσος. Άλλως τε νομίζω ότιεφοβούντο και την κρίσιν του Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει καιτο κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσεικαι ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ νωθρότητος καθυστέρησαν καιεπειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού {15}. Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων εκεί. Τιμάται δε προπάντων ο Αχιλλεύς και κατά δεύτερον λόγον ο Θησεύς. Όσον δε αφορά τααφροδίσια, αυτά γίνονται φανερά με γυναίκας και αρσενικούς υπό ταςόψεις όλων και ουδόλως θεωρείται τούτο αισχρόν• μόνον δε ο Σωκράτηςωρκίζετο ότι αι σχέσεις του με τους νέους ήσαν αγναί, αλλ' όλοι τονκατηγόρουν ως επίορκον• πολλάκις δε ο Υάκινθος ή ο Νάρκισσος ωμολόγουνκαι αυτός ηρνείτο. Αι γυναίκες είνε όλαι κοιναί και ουδείς φθονεί τονάλλον, και κατά τούτο όλοι ακολουθούν την γνώμην του Πλάτωνος. Αλλάκαι οι νέοι παρέχουν παν ό,τι ζητείται παρ' αυτών και ουδέποτεαντιλέγουν. Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγαπρος τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίανασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπαδε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα. Μου απήντησεν ότι καιαυτός εγνώριζεν ότι άλλοι μεν τον νομίζουν Χίον, άλλοι δε Σμυρναίον,πολλοί δε και Κολοφώνιον• αλλά μου είπεν ότι είνε Βαβυλώνιος και ειςτην πατρίδα του ονομάζεται όχι Όμηρος αλλά Τιγράνης• επειδή δεβραδύτερον εδόθη ως όμηρος εις τους Έλληνας, ήλλαξεν ονομασίαν. Τονηρώτησα προσέτι περί των αμφισβητουμένων στίχων, εάν έχουν γραφή παρ'αυτού• και αυτός μου απήντησεν ότι όλοι είνε δικοί του. Εγώ δενηδυνήθην τότε να μη κατηγορήσω τας σαχλολογίας των γραμματικώνΖηνοδότου και Αριστάρχου. Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον ηρώτησα διατί ήρχισε τηνΙλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου απήντησεν ότι αυτή ηιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα να μάθω καιτούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οιπερισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον. Ότι δε ούτε τυφλόςήτο, το οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να τοερωτήσω, διότι έβλεπε. Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα οσάκις τον έβλεπαευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν, μάλισταμετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε. Διότι είχε καταγγελθή υπό τουΘερσίτου επί εξυβρίσει δι' όσα τον έσκωψεν εις τα ποιήματά του•ενίκησε δε ο Όμηρος, υπέρ του οποίου συνηγόρησε και ο Οδυσσεύς. Κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε και ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, αφού υπέστηεπτά μετεμψυχώσεις, ζήσας εντός ισαρίθμων ζώων, και εξετέλεσεν ούτωτας περιόδους τας οποίας εκάστη ψυχή, κατά τας θεωρίας του, διέρχεται.Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινεμεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί τουπώς έπρεπε να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής,περίκαυστος και έχων ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμωςδεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες,οίτινες ονομάζονται Θανατούσια. Ήσαν δε αγωνοθέται ο Αχιλλεύς και οΘησεύς, ο μεν πρώτος διά πέμπτην φοράν, ο δε δεύτερος δι' εβδόμην. Διάνα μη μακρηγορήσω δε διηγούμενος τα καθέκαστα, περιορίζομαι εις τακυριώτερα των γενομένων. Εις την πάλην ενίκησεν ο Κάρος ο εκ τουΗρακλέους καταγόμενος και κατέβαλε τον Οδυσσέα. Εις την πυγμήνανεδείχθησαν ισόπαλοι Άρειος ο Αιγύπτιος, ο οποίος έχει ταφή εις τηνΚόρινθον και ο Επειός, οίτινες ηγωνίσθησαν προς αλλήλους. Διά τοπαγκράτιον δεν δίδονται βραβεία. Εις δε τον δρόμον δεν ενθυμούμαιπλέον ποίος ενίκησε. Εκ των ποιητών υπερίσχυε πάρα πολύ κατά τηναλήθειαν ο Όμηρος, ενίκησεν όμως ο Ησίοδος. Τα δε βραβεία ήσαν δι'όλους στέφανος από πτερά παγωνιών. Μόλις ετελείωσαν οι αγώνεςανηγγέλθη ότι οι κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες ταδεσμά των και κατανικήσαντες την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον τωνΜακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον ΑιγύπτιονΒούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε τους ληστάς Σκείρωνα καιΠιτυοκάμπτην. Ευθύς ο Ραδάμανθυς παράταξε τους ήρωας εις την παραλίαν,αρχηγούς δε αυτών διώρισε τον Θησέα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα τονΤελαμώνιον, ο οποίος είχεν ήδη θεραπευθή από την παραφροσύνην του• καισυμπλακέντες προς τους επιδρομείς επολέμησαν, ενίκησαν δε οι ήρωες καιεις την νίκην συνετέλεσε προ πάντων ο Αχιλλεύς. Ηρίστευσε δε και οΣωκράτης, ο οποίος είχε ταχθή εις το δεξιόν κέρας, και διεκρίθηπερισσότερον παρά ότε ζων επολέμησεν εις το Δήλιον. Διότι ότανεπήρχοντο οι εχθροί δεν έφυγεν ούτε έδειξε την παραμικράν ταραχήν• διάτούτο και κατόπιν του εδόθη εις αμοιβήν ωραίος και ευρυχωρότατος κήποςεις τα προάστεια όπου συναθροίζων τους φίλους του συνεζήτει• ωνόμασεδε τον κήπον τούτον Νεκρακαδημίαν. Αφού συνέλαβον τους νικημένους τουςέδεσαν και τους απέστειλαν οπίσω διά να τιμωρηθούν με αυστηρότηταμεγαλειτέραν. Ύμνησε δε και αυτήν την μάχην ο Όμηρος και ότανανεχώρουν μου έδωκε τα ποιήματα να τα φέρω εις τους ζώντας ανθρώπους•αλλά και αυτά εχάθησαν μετά των άλλων μας πραγμάτων. Ήρχιζαν δε ταποιήματα ταύτα ως εξής : Νυν δε μοι έννεπε, Μούσα, μάχην νεκύων ηρώων.{16} Έψησαν έπειτα κυάμους, όπως συνηθίζεται εις την χώραν αυτών μετά τοπέρας του πολέμου, και εγευμάτισαν εορτάζοντες τα επινίκια και η χαράήτο μεγάλη• μόνον δε ο Πυθαγόρας δεν έλαβε μέρος εις την εορτήνταύτην, αλλ' εκάθητο μακράν νηστικός, αποστρεφόμενος την κυαμοφαγίαν. Είχον ήδη παρέλθει έξ μήνες και ήμεθα εις τα μέσα του εβδόμου, ότεσυνέβησαν άλλα πράγματα. Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο οποίοςείχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου τηνΕλένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν ειςτον νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα καιέπινον εκ του αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος.Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του έρωτος και μη δυνάμενος να τονικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την Ελένην και να φύγη. Ήτο δεκαι αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των παρακειμένων νήσων, ειςτην Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει συνωμότας εις τασχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον αποφασιστικούς. Καιεις μεν τον πατέρα του δεν είπε τίποτε περί των σκοπών του ο Κινύρας,διότι εγνώριζεν ότι ο Σκίνθαρος θα τον ημπόδιζεν. Η δε απαγωγή έγεινεόπως την είχον σχεδιάσει. Όταν ενύκτωσε—εγώ δε ήμουν απών, διότι είχααποκοιμηθή εις το συμπόσιον — παρέλαβαν την Ελένην και χωρίς ναεννοηθούν από κανένα εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν. Περί δε τομεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δενευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τοναδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οιδιαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίονεφαίνετο εις μακράν απόστασιν. Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουνεις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και νακαταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα καιπερί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδηωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θαδιέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και τοέσυραν επιστρέφοντες. Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο καιεκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά τουΚινύρα και ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδέναεμαρτύρησαν, τους εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ τωναιδοίων• και τους απέπεμψεν εις την κόλασιν. Απεφασίσθη δεναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή παρέλθη η προθεσμία μαςκαι μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ κατελήφθην υπόαπελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω καιναρχίσω πάλιν να πλανώμαι. Αλλ' αυτοί μ' επαρηγόρουν λέγοντες ότι δενθα παρήρχοντο πολλά έτη και θα επέστρεφα πάλιν προς αυτούς• και μουέδειξαν έδραν και σκηνήν προωρισμένην δι' εμέ πλησίον τωνεπιφανεστέρων. Εγώ δε επισκεφθείς τον Ραδάμανθυν τον παρεκάλουν θερμώςνα μου είπη τι έμελλε να μου συμβή και να μου δώση μίαν συμβουλήν περίτου ταξειδίου μου. Αυτός μου απήντησεν ότι θα επέστρεφα μεν εις τηνπατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και θα διέτρεχαπολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μουορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε καιμία έκτη εις μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντεπλησιεστέρας κολάζονται οι ασεβείς. Βλέπεις αυτάς εκ των οποίωναναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνετων ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, ηοποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης ειςτην μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίανκατοικείτε. Εκεί αφού πάθης πολλά και ίδης διάφορα έθνη και συναντήσηςακοινωνήτους ανθρώπους, θα φθάσης επί τέλους εις την άλλην ήπειρον.Αυτά μου είπεν έπειτα έσυρεν από την γην ρίζαν μολόχας και μουπαρήγγειλε να την επικαλούμαι οσάκις διατρέχω μεγάλους κινδύνους. Μεσυνεβούλευσε προσέτι όταν μίαν ημέραν επανέλθω εις την εδώ γην νααποφεύγω τα εξής• να μη σκαλίζω την φωτιάν με μάχαιραν, μήτε να τρώγωλούπινα, μήτε να πλησιάζω παίδα ο οποίος επέρασε τα δέκα οκτώ έτη•αυτά, αν ενθυμούμαι και αποφεύγω θα έχω ελπίδας να επιστρέψω εις τηννήσον των Μακάρων. Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν έφθασεν ο καιρόςσυνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν Όμηρονκαι τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψενέστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξαεπ' αυτής το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής : Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσινείδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.{17} Έμεινα και εκείνην την ημέραν και την επομένην ανεχώρησα, μεσυνώδευσαν δε μέχρι του πλοίου οι ήρωες. Τότε ο Οδυσσεύς πλησιάσαςκρυφά από την Πηνελόπην μου έδωκε επιστολήν διά να την δώσω προς τηνΚαλυψώ εις την νήσον Ωγυγίαν, ο δε Ραδάμανθυς μου έδωκε τον πορθμέαΝαύπλιον να μας συνοδεύση και μας χρησιμεύση διά να μη μας συλλάβουν,εάν προσεγγίσωμεν εις τας νήσους, ως φυγάδας, ή άλλως παρεξηγούντεςτον σκοπόν μας. Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε τηνόσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνωςκαιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως απόσάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης καιέσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάςανθρώπων πολλών. Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ τωννήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις καιαπότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτενερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς και επροχωρήσαμεναπό μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και παρετηρούμεν ότι οτόπος ήτο υπερβολικά άσχημος. Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και τοκολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι τομεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δεέτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δεδεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος καιαδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ωςη θάλασσα. Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν μεδαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζανλυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δεπαρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος. Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη ηείσοδος και είδομεν κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούςανθρώπους, εκ των οποίων και μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τονΚινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και καπνιζόμενον. Οι οδηγοίδιηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας οποίας εκολάζοντο.Τας μεγαλειτέρας δε εξ όλων τιμωρίας υπέφερον όσοι εψεύσθησαν ότανέζων και όσοι έγραψαν ψεύδη• μεταξύ αυτών ήτο ο Κτησίας ο Κνίδιος, οΗρόδοτος και άλλοι πολλοί. Βλέπων δε αυτούς εγώ εσχημάτισα ταςκαλλιτέρας ελπίδας διά την μετά θάνατον τύχην μου, διότι εγνώριζα ότιδεν είπα ποτέ μου κανέν ψεύδος. Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματαεκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνηπλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να τηνπεριέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα,διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα. Αλλ'επί τέλους εφθάσαμεν και εισήλθαμεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Ύπνονκαι απέβημεν κατά την εσπέραν πλησίον των πυλών των λεγομένωνελεφαντίνων, όπου υπάρχει ναός του Αλεκτρυόνος. Εισελθόντες δε εις τηνπόλιν εβλέπαμεν πολλά και διαφόρων χρωμάτων όνειρα. Αλλά πρώτον θέλωνα ομιλήσω περί της πόλεως, αφού ουδείς άλλος έγραψε περί αυτής και οΌμηρος, ο μόνος, όστις την αναφέρει, δεν έγραψε πολύ ακριβή πράγματα.Καθ' όλην την περιφέρειαν αυτής υπάρχει δάσος, του οποίου τα δένδραείνε μήκωνες υψηλοί και μανδραγόραι {18}, επί των οποίων κάθηται μέγαπλήθος νυχτερίδων• διότι μόνον αυτό το πτηνόν ζη εις την νήσον.Πλησίον δε ρέει ποταμός, ο οποίος καλείται Νυκτοπόρος και παρά ταςπύλας της πόλεως υπάρχουν δύο πηγαί, εκ των οποίων η μεν ονομάζεταιΝήγρετος, η δε Παννυχία {19}. Το δε τείχος της πόλεως είνε υψηλόν καιμε ποικίλους χρωματισμούς ομοιάζον πολύ προς την ίριδα. Πύλας όμως δενέχει δύο, όπως είπεν ο Όμηρος, αλλά τέσσαρας, εκ των οποίων αι μεν δύοβλέπουν προς την πεδιάδα της Βλακείας, και είνε η μία σιδηρά και ηάλλη εκ κεράμου• και εξ αυτών ελέγετο ότι εξέρχονται τα φοβερά, τασκληρά και απαίσια όνειρα• αι δε άλλαι δύο βλέπουν προς τον λιμένα καιτην θάλασσαν και είνε η μία κερατίνη, από την οποίαν ημείς εισήλθαμεν,η δε άλλη ελεφαντίνη. Όταν δε εισερχώμεθα εις την πόλιν, δεξιά είνε τοΝυκτώον, δήλα δή ναός της Νυκτός, διότι εξ όλων των θεών αυτή και οΑλεκτρυών λατρεύονται κυρίως εις αυτήν την πόλιν. Του δε Αλεκτρυόνος οναός ευρίσκεται, ως είπα, πλησίον του λιμένος. Αριστερά είνε ταανάκτορα του Ύπνου• διότι ούτος βασιλεύει επί των ονείρων, έχων ωςσατράπας και υπάρχους τον Ταραξίωνα του Ματαιογένους και τονΠλουτοκλέα του Φαντασίωνος. Εις το μέσον δε της αγοράς υπάρχει πηγή, ηοποία ονομάζεται Καρεώτις και πλησίον δύο ναοί της Απάτης και τηςΑληθείας. Οι ναοί ούτοι έχουν και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταταικαι προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών, ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνουαυτήν την τιμήν. Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η ιδία• αλλ' άλλα μενήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και μικρά καιάσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή. Ήσαν δεμεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ωςδιά πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλωςστολισμένα. Εγνωρίσαμεν και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδειάλλοτε• και επλησίασαν και μας ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μαςπαρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με πολλήν λαμπρότητα μαςεφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και σατράπας. Μερικάδε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τουςσυγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν. Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί κοιμώμενοι καιτρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και εξυπνήσαντεςεκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερώνπλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν. Πρινδώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «ΟΟδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησααπό την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα,εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσωεις την χώραν των Φαιάκων. Ούτοι μ' εβοήθησαν να επανέλθω εις τοντόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μουδιασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειταεφονεύθην και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, καιτώρα ευρίσκομαι εις την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος,διότι σε αφήκα και δεν εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μουεπρότεινες. Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίονσου». Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μαςφιλοξενήση. Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν τοσπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια.Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επίπολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμακαι μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά τηνμορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτοπερί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμενότι θα της ήσαν ευχάριστοι. Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Τηναυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος•αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τουςΚολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις ταςπλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα. Ταπλοία των είνε μεγάλα από κολοκύνθας, έχοντα μήκος εξήκοντα πήχεων•άμα ξηράνωσι την κολοκύνθην, την σκάπτουν και εκβάλλοντες την ψίχανκατασκευάζουν σκάφος και ως ιστούς μεταχειρίζονται καλάμους, ως ιστίονδε το φύλλον της κολοκύνθης. Μας προσέβαλαν λοιπόν από δύο πλοία καιπολλούς εξ ημών ετραυμάτισαν πετροβολούντες με κολοκυθόσπορους. Επίπολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν είδαμεν ναέρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροίμεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότιεπήρχοντο εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθημεταξύ των ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν καιτους αφήκαμεν να μάχωνται. Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται,καθότι ήσαν και περισσότεροι, — διότι είχον πέντε πλοία — και τα πλοίατων ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί•αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα μετέτρεπαν ειςπλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε οργυιών.Αφού απεμακρύνθημεν και δεν εφαίνοντο πλέον, εδέσαμεν τας πληγάς τωντραυματιών και του λοιπού εμέναμεν με τα όπλα εις χείρας, φοβούμενοινέας επιθέσεις• και οι φόβοι μας δεν ήσαν μάταιοι. Διότι δεν είχεδύσει ακόμη ο ήλιος όταν από μίαν έρημον νήσον εφάνησαν ερχόμενοι μεσπουδήν προς ημάς έως είκοσιν άνδρες, λησταί και αυτοί, καθήμενοι επίμεγάλων δελφίνων και οι δελφίνες τους έφερον ασφαλώς και αναπηδώντεςεχρεμέτιζον ως ίπποι. Όταν δε επλησίασαν, χωρισθέντες μας προσέβαλανκαι από τα δύο μέρη του πλοίου ρίπτοντες καθ' ημών σηπίας ξηράς καιοφθαλμούς καρκίνων. Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των ακοντίωνκαι δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροιέφυγαν προς την νήσον. Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης, προσεκρούσαμεν κατάλάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι είχεπερίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσατα αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς. Όταν δε επέταξεπαρ' ολίγον να βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• καιέφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεντην φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν μεγάλην πλεγμένην από δένδραμεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και έκαστον ήτο μεγαλείτερονΧιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί και έκραζαν.Εθραύσαμεν λοιπόν έν εκ των αυγών με πελέκεις και εξεκολάψαμεν ένανεοσσόν άπτερον ο οποίος ήτο μεγαλείτερος από είκοσι γύπας. Εξηκολουθήσαμεν τον πλουν• όταν δε απεμακρύνθημεν έως διακοσίουςσταδίους από την φωλεάν μας συνέβησαν θαυμαστά σημεία και τέρατα.Έξαφνα ο χηνίσκος{20} της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, οδε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και,το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξεκλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκακαι μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον καιεδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς. Δεν είχαμενδε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους, ότε είδαμεν δάσος μέγα καιπυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά και όμως ήτοπέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά καιακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα. Πλησιάσαντεςλοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότιούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμεν — διότι ήσαν πυκνάκαι συνεπλέκοντο — ούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν.Είδα δε ότι το δάσος εξετείνετο εις σταδίους πεντήκοντα ή ολίγονπερισσοτέρους, έπειτα δε πάλιν εξηκολούθει θάλασσα. Εσκέφθημεν λοιπόννα αναβιβάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, το πλοίον επί των κορυφών τωνδένδρων, αι οποίαι ήσαν πυκναί, και να το περάσωμεν εις την άλληνθάλασσαν• και ούτω επράξαμεν. Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και,αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα τοετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπωςεις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπ Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Ἀληθῶν διηγημάτων, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Αρχαίο Κείμενο Βιβλίον Α' ῞Ωσπερ τοῖς ἀθλητικοῖς καὶ περὶ τὴν τῶν σωμάτων ἐπιμέλειαν ἀσχολουμένοις οὐ τῆς εὐεξίας μόνον οὐδὲ τῶν γυμνασίων φροντίς ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ καιρὸν γινομένης ἀνέσεως μέρος γοῦν τῆς ἀσκήσεως τὸ μέγιστον αὐτὴν ὑπολαμβάνουσιν οὕτω δὴ καὶ τοῖς περὶ τοὺς λόγους ἐσπουδακόσιν ἡγοῦμαι προσήκειν μετὰ τὴν πολλὴν τῶν σπουδαιοτέρων ἀνάγνωσιν ἀνιέναι τε τὴν διάνοιαν καὶ πρὸς τὸν ἔπειτα κάματον ἀκμαιοτέραν παρασκευάζειν. γένοιτο δ᾿ ἂν ἐμμελὴς ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῖς, εἰ τοῖς τοιούτοις τῶν ἀναγνωσμάτων ὁμιλοῖεν, ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν, ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν οὐκ ἄμουσον ἐπιδείξεται, οἷόν τι καὶ περὶ τῶνδε τῶν συγγραμμάτων φρονήσειν ὑπολαμβάνω· οὐ γὰρ μόνον τὸ ξένον τῆς ὑποθέσεως οὐδὲ τὸ χαρίεν τῆς προαιρέσεως ἐπαγωγὸν ἔσται αὐτοῖς οὐδ᾿ ὅτι ψεύσματα ποικίλα πιθανῶς τε καὶ ἐναλήθως ἐξενηνόχαμεν, ἀλλ᾿ ὅτι καὶ τῶν ἱστορουμένων ἕκαστον οὐκ ἀκωμῳδήτως νικται πρός τινας τῶν παλαιῶν ποιητῶν τε καὶ συγγραφέων καὶ φιλοσόφων πολλὰ τεράστια καὶ μυθώδη συγγεγραφότων, οὓς καὶ ὀνομαστὶ ἂν ἔγραφον, εἰ μὴ καὶ αὐτῷ σοι ἐκ τῆς ἀναγνώσεως φανεῖσθαι ἔμελλον [ὧν] Κτησίας ὁ Κτησιόχου ὁ Κνίδιος, ὃς συνέγραψεν περὶ τῆς Ἰνδῶν χώρας καὶ τῶν παρ᾿ αὐτοῖς ἃ μήτε αὐτὸς εἶδεν μήτε ἄλλου ἀληθεύοντος ἤκουσεν. ἔγραψε δὲ καὶ Ἰαμβοῦλος περὶ τῶν ἐν τῇ μεγάλῃ θαλάττῃ πολλὰ παράδοξα, γνώριμον μὲν ἅπασι τὸ ψεῦδος πλασάμενος, οὐκ ἀτερπῆ δὲ ὅμως συνθεὶς τὴν ὑπόθεσιν. πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τὰ αὐτὰ τούτοις προελόμενοι συνέγραψαν ὡς δή τινας ἑαυτῶν πλάνας τε καὶ ἀποδημίας, θηρίων τε μεγέθη ἱστοροῦντες καὶ ἀνθρώπων ὠμότητας καὶ βίων καινότητας· ἀρχηγὸς δὲ αὐτοῖς καὶ διδάσκαλος τῆς τοιαύτης βωμολοχίας ὁ τοῦ Ὁμήρου Ὀδυσσεύς, τοῖς περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους, ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα καὶ τὰς ὑπὸ φαρμάκων τῶν ἑταίρων μεταβολάς, οἷς πολλὰ ἐκεῖνος πρὸς ἰδιώτας ἀνθρώπους τοὺς Φαίακας ἐτερατεύσατο. τούτοις οὖν ἐντυχὼν ἅπασιν, τοῦ ψεύσασθαι μὲν οὐ σφόδρα τοὺς ἄνδρας ἐμεμψάμην, ὁρῶν ἤδη σύνηθες ὂν τοῦτο καὶ τοῖς φιλοσοφεῖν ὑπισχνουμένοις· ἐκεῖνο δὲ αὐτῶν ἐθαύμασα, εἰ ἐνόμιζον λήσειν οὐκ ἀληθῆ συγγράφοντες. διόπερ καὶ αὐτὸς ὑπὸ κενοδοξίας ἀπολιπεῖν τι σπουδάσας τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα μὴ μόνος ἄμοιρος ὦ τῆς ἐν τῷ μυθολογεῖν ἐλευθερίας, ἐπεὶ μηδὲν ἀληθὲς ἱστορεῖν εἶχονοὐδὲν γὰρ ἐπεπόνθειν ἀξιόλογονἐπὶ τὸ ψεῦδος ἐτραπόμην πολὺ τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον· κἂν ἓν γὰρ δὴ τοῦτο ἀληθεύσω λέγων ὅτι ψεύδομαι. οὕτω δ᾿ ἄν μοι δοκῶ καὶ τὴν παρὰ τῶν ἄλλων κατηγορίαν ἐκφυγεῖν αὐτὸς ὁμολογῶν μηδὲν ἀληθὲς λέγειν. γράφω τοίνυν περὶ ὧν μήτε εἶδον μήτε ἔπαθον μήτε παρ᾿ ἄλλων ἐπυθόμην, ἔτι δὲ μήτε ὅλως ὄντων μήτε τὴν ἀρχὴν γενέσθαι δυναμένων. διὸ δεῖ τοὺς ἐντυγχάνοντας μηδαμῶς πιστεύειν αὐτοῖς. Ὁρμηθεὶς γάρ ποτε ἀπὸ Ἡρακλείων στηλῶν καὶ ἀφεὶς εἰς τὸν ἑσπέριον ὠκεανὸν οὐρίῳ ἀνέμῳ τὸν πλοῦν ἐποιούμην. αἰτία δέ μοι τῆς ἀποδημίας καὶ ὑπόθεσις ἡ τῆς διανοίας περιεργία καὶ πραγμάτων καινῶν ἐπιθυμία καὶ τὸ βούλεσθαι μαθεῖν τί τὸ τέλος ἐστὶν τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τίνες οἱ πέραν κατοικοῦντες ἄνθρωποι. τούτου γέ τοι ἕνεκα πάμπολλα μὲν σιτία ἐνεβαλόμην, ἱκανὸν δὲ καὶ ὕδωρ ἐνεθέμην, πεντήκοντα δὲ τῶν ἡλικιωτῶν προσεποιησάμην τὴν αὐτὴν ἐμοὶ γνώμην ἔχοντας, ἔτι δὲ καὶ ὅπλων πολύ τι πλῆθος παρεσκευασάμην καὶ κυβερνήτην τὸν ἄριστον μισθῷ μεγάλῳ πείσας παρέλαβον καὶ τὴν ναῦνἄκατος δὲ ἦνὡς πρὸς μέγαν καὶ βίαιον πλοῦν ἐκρατυνάμην. ἡμέραν οὖν καὶ νύκτα οὐρίῳ πλέοντες ἔτι τῆς γῆς ὑποφαινομένης οὐ σφόδρα βιαίως ἀνηγόμεθα, τῆς ἐπιούσης δὲ ἅμα ἡλίῳ ἀνίσχοντι ὅ τε ἄνεμος ἐπεδίδου καὶ τὸ κῦμα ηὐξάνετο καὶ ζόφος ἐπεγίνετο καὶ οὐκέτ᾿ οὐδὲ στεῖλαι τὴν ὀθόνην δυνατὸν ἦν. ἐπιτρέψαντες οὖν τῷ πνέοντι καὶ παραδόντες ἑαυτοὺς ἐχειμαζόμεθα ἡμέρας ἐννέα καὶ ἑβδομήκοντα, τῇ ὀγδοηκοστῇ δὲ ἄφνω ἐκλάμψαντος ἡλίου καθορῶμεν οὐ πόῤῥω νῆσον ὑψηλὴν καὶ δασεῖαν, οὐ τραχεῖ περιηχουμένην τῷ κύματι· καὶ γὰρ ἤδη τὸ πολὺ τὴς ζάλης κατεπαύετο. Προσσχόντες οὖν καὶ ἀποβάντες ὡς ἂν ἐκ μακρᾶς ταλαιπωρίας πολὺν μὲν χρόνον ἐπὶ γῆς ἐκείμεθα, διαναστάντες δὲ ὅμως ἀπεκρίναμεν ἡμῶν αὐτῶν τριάκοντα μὲν φύλακας τῆς νεὼς παραμένειν, εἴκοσι δὲ σὺν ἐμοὶ ἀνελθεῖν ἐπὶ κατασκοπῇ τῶν ἐν τῇ νήσῳ. προελθόντες δὲ ὅσον σταδίους τρεῖς ἀπὸ τῆς θαλάττης δι᾿ ὕλης ὁρῶμέν τινα στήλην χαλκοῦ πεποιημένην, Ἑλληνικοῖς γράμμασιν καταγεγραμμένην, ἀμυδροῖς δὲ καὶ ἐκτετριμμένοις, λέγουσαν ῎Αχρι τούτων Ἡρακλῆς καὶ Διόνυσος ἀφίκοντο. ἦν δὲ καὶ ἴχνη δύο πλησίον ἐπὶ πέτρας, τὸ μὲν πλεθριαῖον, τὸ δὲ ἔλαττον ἐμοὶ δοκεῖν, τὸ μὲν τοῦ Διονύσου, τὸ μικρότερον, θάτερον δὲ Ἡρακλέους. προσκυνήσαντες δ᾿ οὖν προῇμεν· οὔπω δὲ πολὺ παρῇμεν καὶ ἐφιστάμεθα ποταμῷ οἶνον ῥέοντι ὁμοιότατον μάλιστα οἷόσπερ ὁ Χῖός ἐστιν. ἄφθονον δὲ ἦν τὸ ῥεῦμα καὶ πολύ, ὥστε ἐνιαχοῦ καὶ ναυσίπορον εἶναι δύνασθαι. ἐπει οὖν ἡμῖν πολὺ μᾶλλον πιστεύειν τῷ ἐπὶ τῆς στήλης ἐπιγράμματι, ὁρῶσι τὰ σημεῖα τῆς Διονύσου ἐπιδημίας. δόξαν δέ μοι καὶ ὅθεν ἄρχεται ὁ ποταμὸς καταμαθεῖν, ἀν ειν παρὰ τὸ ῥεῦμα, καὶ πηγὴν μὲν οὐδεμίαν εὗρον αὐτοῦ, πολλὰς δὲ καὶ μεγάλας ἀμπέλους, πλήρεις βοτρύων, παρὰ δὲ τὴν ῥίζαν ἑκάστην ἀπέῤῥει σταγὼν οἴνου διαυγοῦς, ἀφ᾿ ὧν ἐγίνετο ὁ ποταμός. ἦν δὲ καὶ ἰχθῦς ἐν αὐτῷ πολλοὺς ἰδεῖν, οἴνῳ μάλιστα καὶ τὴν χρόαν καὶ τὴν γεῦσιν προσεοικότας· ἡμεῖς γοῦν ἀγρεύσαντες αὐτῶν τινας καὶ ἐμφαγόντες ἐμεθύσθημεν· ἀμέλει καὶ ἀνατεμόντες αὐτοὺς εὑρίσκομεν τρυγὸς μεστούς. ὕστερον μέντοι ἐπινοήσαντες τοὺς ἄλλους ἰχθῦς, τοὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος παραμιγνύντες ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας. Τότε δὲ τὸν ποταμὸν διαπεράσαντες ᾗ διαβατὸς ἦν, εὕρομεν ἀμπέλων χρῆμα τεράστιον· τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς γῆς, ὁ στέλεχος αὐτὸς εὐερνὴς καὶ παχύς, τὸ δὲ ἄνω γυναῖκες ἦσαν, ὅσον ἐκ τῶν λαγόνων ἅπαντα ἔχουσαι τέλειατοιαύτην παρ᾿ ἡμῖν τὴν Δάφνην γράφουσιν ἄρτι τοῦ Ἀπόλλωνος καταλαμβάνοντος ἀποδενδρουμένην. ἀπὸ δὲ τῶν δακτύλων ἄκρων ἐξεφύοντο αὐταῖς οἱ κλάδοι καὶ μεστοὶ ἦσαν βοτρύων. καὶ μὴν καὶ τὰς κεφαλὰς ἐκόμων ἕλιξί τε καὶ φύλλοις καὶ βότρυσι. προσελθόντας δὲ ἡμᾶς ἠσπάζοντο καὶ ἐδεξιοῦντο, αἱ μὲν Λύδιον, αἱ δ᾿ Ἰνδικήν, αἱ πλεῖσται δὲ τὴν Ἑλλάδα φωνὴν προϊέμεναι. καὶ ἐφίλουν δὲ ἡμᾶς τοῖς στόμασιν· ὁ δὲ φιληθεὶς αὐτίκα ἐμέθυεν καὶ παράφορος ἦν. δρέπεσθαι μέντοι οὐ παρεῖχον τοῦ καρποῦ, ἀλλ᾿ ἤλγουν καὶ ἐβόων ἀποσπωμένου. αἱ δὲ καὶ μίγνυσθαι ἡμῖν ἐπεθύμουν· καὶ δύο τινὲς τῶν ἑταίρων πλησιάσαντες αὐταῖς οὐκέτι ἀπελύοντο, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν αἰδοίων ἐδέδεντο· συνεφύοντο γὰρ καὶ συνεῤῥιζοῦντο. καὶ ἤδη αὐτοῖς κλάδοι ἐπεφύκεσαν οἱ δάκτυλοι, καὶ ταῖς ἕλιξι περιπλεκόμενοι ὅσον οὐδέπω καὶ αὐτοὶ καρποφορήσειν ἔμελλον. καταλιπόντες δὲ αὐτοὺς ἐπὶ ναῦν ἐφεύγομεν καὶ τοῖς ἀπολειφθεῖσιν διηγούμεθα ἐλθόντες τά τε ἄλλα καὶ τῶν ἑταίρων τὴν ἀμπελομιξίαν. καὶ δὴ λαβόντες ἀμφορέας τινὰς καὶ ὑδρευσάμενοί τε ἅμα καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ οἰνισάμενοι καὶ αὐτοῦ πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος αὐλισάμενοι ἕωθεν ἀνήχθημεν οὐ σφόδρα βιαίῳ πνεύματι. Περὶ μεσημβρίαν δὲ οὐκέτι τῆς νήσου φαινομένης ἄφνω τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῦν καὶ μετεωρίσας ὅσον ἐπὶ σταδίους τριακοσίους οὐκέτι καθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος, ἀλλ᾿ ἄνω μετέωρον ἐξηρτημένην ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερεν κολπώσας τὴν ὀθόνην. ἑπτὰ δὲ ἡμέρας καὶ τὰς ἴσας νύκτας ἀεροδρομήσαντες, ὀγδόῃ καθορῶμεν γῆν τινα μεγάλην ἐν τῷ ἀέρι καθάπερ νῆσον, λαμπρὰν καὶ σφαιροειδῆ καὶ φωτὶ μεγάλῳ καταλαμπομένην· προσενεχθέντες δὲ αὐτῇ καὶ ὁρμισάμενοι ἀπέβημεν, ἐπισκοποῦντες δὲ τὴν χώραν εὑρίσκομεν οἰκουμένην τε καὶ γεωργουμένην. ἡμέρας μὲν οὖν οὐδὲν αὐτόθεν ἑωρῶμεν, νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐφαίνοντο ἡμῖν καὶ ἄλλαι πολλαὶ νῆσοι πλησίον, αἱ μὲν μείζους, αἱ δὲ μικρότεραι, πυρὶ τὴν χρόαν προσεοικυῖαι, καὶ ἄλλη δέ τις γῆ κάτω, καὶ πόλεις ἐν αὑτῇ καὶ ποταμοὺς ἔχουσα καὶ πελάγη καὶ ὕλας καὶ ὄρη. ταύτην οὖν τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οἰκουμένην εἰκάζομεν. Δόξαν δὲ ἡμῖν καὶ ἔτι ποῤῥωτέρω προελθεῖν, συνελήφθημεν τοῖς Ἱππογύποις παρ᾿ αὐτοῖς καλουμένοις ἀπαντήσαντες. οἱ δὲ Ἱππόγυποι οὗτοί εἰσιν ἄνδρες ἐπὶ γυπῶν μεγάλων ὀχούμενοι καὶ καθάπερ ἵπποις τοῖς ὀρνέοις χρώμενοι· μεγάλοι γὰρ οἱ γῦπες καὶ ὡς ἐπίπαν τρικέφαλοι. μάθοι δ᾿ ἄν τις τὸ μέγεθος αὐτῶν ἐντεῦθεν· νεὼς γὰρ μεγάλης φορτίδος ἱστοῦ ἕκαστον τῶν πτερῶν μακρότερον καὶ παχύτερον φέρουσι. τούτοις οὖν τοῖς Ἱππογύποις προστέτακται περιπετομένοις τὴν γῆν, εἴ τις εὑρεθείη ξένος, ἀνάγειν ὡς τὸν βασιλέα· καὶ δὴ καὶ ἡμᾶς συλλαβόντες ἀνάγουσιν ὡς αὐτόν. ὁ δὲ θεασάμενος καὶ ἀπὸ τῆς στολῆς εἰκάσας, ῞Ελληνες ἆρα, ἔφη, ὑμεῖς, ὦ ξένοι; συμφησάντων δέ, Πῶς οὖν ἀφίκεσθε, ἔφη, τοσοῦτον ἀέρα διελθόντες; καὶ ἡμεῖς τὸ πᾶν αὐτῷ διηγούμεθα· καὶ ὃς ἀρξάμενος τὸ καθ᾿ αὑτὸν ἡμῖν διεξῄει, ὡς καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὢν τοὔνομα Ἐνδυμίων ἀπὸ τῆς ἡμετέρας γῆς καθεύδων ἀναρπασθείη ποτὲ καὶ ἀφικόμενος βασιλεύσειε τῆς χώρας· εἶναι δὲ τὴν γῆν ἐκείνην ἔλεγε τὴν ἡμῖν κάτω φαινομένην σελήνην. ἀλλὰ θαῤῥεῖν τε παρεκελεύετο καὶ μηδένα κίνδυνον ὑφορᾶσθαι· πάντα γὰρ ἡμῖν παρέσεσθαι ὧν δεόμεθα. ῍Ην δὲ καὶ κατορθώσω, ἔφη, τὸν πόλεμον ὃν ἐκφέρω νῦν πρὸς τοὺς τὸν ἥλιον κατοικοῦντας, ἁπάντων εὐδαιμονέστατα παρ᾿ ἐμοὶ καταβιώσεσθε. καὶ ἡμεῖς ἠρόμεθα τίνες εἶεν οἱ πολέμιοι καὶ τὴν αἰτίαν τῆς διαφορᾶς· Ὁ δὲ Φαέθων, φησίν, ὁ τῶν ἐν τῷ ἡλίῳ κατοικούντων βασιλεύς οἰκεῖται γὰρ δὴ κἀκεῖνος ὥσπερ καὶ ἡ σελήνηπολὺν ἤδη πρὸς ἡμᾶς πολεμεῖ χρόνον. ἤρξατο δὲ ἐξ αἰτίας τοιαύτης· τῶν ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐμῇ ποτε τοὺς ἀπορωτάτους συναγαγὼν ἐβουλήθην ἀποικίαν ἐς τὸν Ἑωσφόρον στεῖλαι, ὄντα ἔρημον καὶ ὑπὸ μηδενὸς κατοικούμενον· ὁ τοίνυν Φαέθων φθονήσας ἐκώλυσε τὴν ἀποικίαν κατὰ μέσον τὸν πόρον ἀπαντήσας ἐπὶ τῶν Ἱππομυρμήκων. τότε μὲν οὖν νικηθέντεσοὐ γὰρ ἦμεν ἀντίπαλοι τῇ παρασκευῇ ἀνεχωρήσαμεν· νῦν δὲ βούλομαι αὖθις ἐξενεγκεῖν τὸν πόλεμον καὶ ἀποστεῖλαι τὴν ἀποικίαν. ἢν οὖν ἐθέλητε, κοινωνήσατέ μοι τοῦ στόλου, γῦπας δὲ ὑμῖν ἐγὼ παρέξω τῶν βασιλικῶν ἕνα ἑκάστῳ καὶ τὴν ἄλλην ὅπλισιν· αὔριον δὲ ποιησόμεθα τὴν ἔξοδον. Οὕτως, ἔφην ἐγώ, γιγνέσθω, ἐπειδή σοι δοκεῖ. Τότε μὲν οὖν παρ᾿ αὐτῷ ἑστιαθέντες ἐμείναμεν, ἕωθεν δὲ διαναστάντες ἐτασσόμεθα· καὶ γὰρ οἱ σκοποὶ ἐσήμαινον πλησίον εἶναι τοὺς πολεμίους. τὸ μὲν οὖν πλῆθος τῆς στρατιᾶς δέκα μυριάδες ἐγένοντο ἄνευ τῶν σκευοφόρων καὶ τῶν μηχανοποιῶν καὶ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ξένων συμμάχων· τούτων δὲ ὀκτακισμύριοι μὲν ἦσαν οἱ Ἱππόγυποι, δισμύριοι δὲ οἱ ἐπὶ τῶν Λαχανοπτέρων. ὄρνεον δὲ καὶ τοῦτό ἐστι μέγιστον, ἀντὶ τῶν πτερῶν λαχάνοις πάντῃ λάσιον, τὰ δὲ ὠκύπτερα ἔχει θριδακίνης φύλλοις μάλιστα προσεοικότα. ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ Κεγχροβόλοι τετάχατο καὶ οἱ Σκοροδομάχοι. ἦλθον δὲ αὐτῷ καὶ ἀπὸ τῆς ἄρκτου σύμμαχοι, τρισμύριοι μὲν Ψυλλοτοξόται, πεντακισμύριοι δὲ Ἀνεμοδρόμοι· τούτων δὲ οἱ μὲν Ψυλλοτοξόται ἐπὶ ψυλλῶν μεγάλων ἱππάζονται, ὅθεν καὶ τὴν προσηγορίαν ἔχουσιν· μέγεθος δὲ τῶν ψυλλῶν ὅσον δώδεκα ἐλέφαντες· οἱ δὲ Ἀνεμοδρόμοι πεζοὶ μέν εἰσιν, φέρονται δὲ ἐν τῷ ἀέρι ἄνευ πτερῶν· ὁ δὲ τρόπος τῆς φορᾶς τοιόσδε. χιτῶνας ποδήρεις ὑπεζωσμένοι κολπώσαντες αὐτοὺς τῷ ἀνέμῳ καθάπερ ἱστία φέρονται ὥσπερ τὰ σκάφη. τὰ πολλὰ δ᾿ οἱ τοιοῦτοι ἐν ταῖς μάχαις πελτασταί εἰσιν. ἐλέγοντο δὲ καὶ ἀπὸ τῶν ὑπὲρ τὴν Καππαδοκίαν ἀστέρων ἥξειν Στρουθοβάλανοι μὲν ἑπτακισμύριοι, Ἱππογέρανοι δὲ πεντακισχίλιοι. τούτους ἐγὼ οὐκ ἐθεασάμην· οὐ γὰρ ἀφίκοντο. διόπερ οὐδὲ γράψαι τὰς φύσεις αὐτῶν ἐτόλμησα· τεράστια γὰρ καὶ ἄπιστα περὶ αὐτῶν ἐλέγετο. Αὕτη μὲν ἡ τοῦ Ἐνδυμίωνος δύναμις ἦν. σκευὴ δὲ πάντων ἡ αὐτή· κράνη μὲν ἀπὸ τῶν κυάμων, μεγάλοι γὰρ παρ᾿ αὐτοῖς οἱ ἱκύαμοι καὶ καρτεροί· θώρακες δὲ φολιδωτοὶ πάντες θέρμινοι· τὰ γὰρ λέπη τῶν θέρμων συῤῥάπτοντες ποιοῦνται θώρακας, ἄῤῥηκτον δὲ ἐκεῖ γίνεται τοῦ θέρμου τὸ λέπος ὥσπερ κέρας· ἀσπίδες δὲ καὶ ξίφη οἷα τὰ Ἑλληνικά. ἐπειδὴ δὲ καιρὸς ἦν, ἐτάξαντο ὧδε· τὸ μὲν δεξιὸν κέρας εἶχον οἱ Ἱππόγυποι καὶ ὁ βασιλεὺς τοὺς ἀρίστους περὶ αὑτὸν ἔχων· καὶ ἡμεῖς ἐν τούτοις ἦμεν· τὸ δὲ εὐώνυμον οἱ Λαχανόπτεροι· τὸ μέσον δὲ οἱ σύμμαχοι ὡς ἑκάστοις ἐδόκει. τὸ δὲ πεζὸν ἦσαν μὲν ἀμφὶ τὰς ἑξακισχιλίας μυριάδας, ἐτάχθησαν δὲ οὕτως. ἀράχναι παρ᾿ αὐτοῖς πολλοὶ καὶ μεγάλοι γίγνονται, πολὺ τῶν Κυκλάδων νήσων ἕκαστος μείζων. τούτοις προσέταξεν διυφῆναι τὸν μεταξὺ τῆς σελήνης καὶ τοῦ Ἑωσφόρου ἀέρα. ὡς δὲ τάχιστα ἐξειργάσαντο καὶ πεδίον ἐποίησαν, ἐπὶ τούτου παρέταξε τὸ πεζόν· ἡγεῖτο δὲ αὐτῶν Νυκτερίων ὁ Εὐδιάνακτος τρίτος αὐτός. Τῶν δὲ πολεμίων τὸ μὲν εὐώνυμον εἶχον οἱ Ἱππομύρμηκες καὶ ἐν αὐτοῖς ὁ Φαέθων· θηρία δέ ἐστι μέγιστα, ὑπόπτερα, τοῖς παρ᾿ ἡμῖν μύρμηξι προσεοικότα πλὴν τοῦ μεγέθους· ὁ γὰρ μέγιστος αὐτῶν καὶ δίπλεθρος ἦν. ἐμάχοντο δὲ οὐ μόνον οἱ ἐπ᾿ αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μάλιστα τοῖς κέρασιν· ἐλέγοντο δὲ οὗτοι εἶναι ἀμφὶ τὰς πέντε μυριάδας. ἐπὶ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν ἐτάχθησαν οἱ Ἀεροκώνωπες, ὄντες καὶ οὗτοι ἀμφὶ τὰς πέντε μυριάδας, πάντες τοξόται κώνωψι μεγάλοις ἐποχούμενοι· μετὰ δὲ τούτους οἱ Ἀεροκόρδακες, ψιλοί τε ὄντες καὶ πεζοί, πλὴν μάχιμοί γε καὶ οὗτοι· πόῤῥωθεν γὰρ ἐσφενδόνων ῥαφανῖδας ὑπερμεγέθεις, καὶ ὁ βληθεὶς οὐδὲ ὀλίγον ἀντέχειν ἐδύνατο, ἀπέθνῃσκε δὲ δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης· ἐλέγοντο δὲ χρίειν τὰ βέλη μαλάχης ἰῷ. ἐχόμενοι δὲ αὐτῶν ἐτάχθησαν οἱ Καυλομύκητες, ὁπλῖται ὄντες καὶ ἀγχέμαχοι, τὸ πλῆθος μύριοι· ἐκλήθησαν δὲ Καυλομύκητες, ὅτι ἀσπίσι μὲν μυκητίναις ἐχρῶντο, δόρασι δὲ καυλίνοις τοῖς ἀπὸ τῶν ἀσπαράγων. πλησίον δὲ αὐτῶν οἱ Κυνοβάλανοι ἔστησαν, οὓς ἔπεμψαν αὐτῷ οἱ τὸν Σείριον κατοικοῦντες, πεντακισχίλιοι [καὶ οὗτοι] ἄνδρες κυνοπρόσωποι ἐπὶ βαλάνων πτερωτῶν μαχόμενοι. ἐλέγοντο δὲ κἀκείνῳ ὑστερίζειν τῶν συμμάχων οὕς τε ἀπὸ τοῦ γαλαξίου μετεπέμπετο σφενδονήτας καὶ οἱ νεφελοκένταυροι. ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο, ὡς μήποτε ὤφελον· οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο, διόπερ φασὶν ὕστερον αὐτοῖς ὀργισθέντα τὸν φαέθοντα πυρπολῆσαι τὴν χώραν. τοιαύτῃ μὲν καὶ ὁ φαέθων ἐπει παρασκευῇ. συμμίξαντες δὲ ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ἤρθη καὶ ὠγκήσαντο ἑκατέρων οἱ ὄνοιτούτοις γὰρ ἀντὶ σαλπιστῶν χρῶνταιἐμάχοντο. καὶ τὸ μὲν εὐώνυμον τῶν ἡλιωτῶν αὐτίκα ἔφυγε οὐδ᾿ εἰς χεῖρας δεξάμενον τοὺς ἱππογύπους, καὶ ἡμεῖς εἱπόμεθα κτείνοντες· τὸ δεξιὸν δὲ αὐτῶν ἐκράτει τοῦ ἐπὶ τῷ ἡμετέρῳ εὐωνύμου, καὶ ἐπεξῆλθον οἱ ἀεροκώνωπες διώκοντες ἄχρι πρὸς τοὺς πεζούς. ἐνταῦθα δὲ κἀκείνων ἐπιβοηθούντων ἔφυγον ἐγκλίναντες, καὶ μάλιστα ἐπεὶσθοντο τοὺς ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ σφῶν νενικημένους. τῆς δὲ τροπῆς λαμπρᾶς γεγενημένης πολλοὶ μὲν ζῶντες ἡλίσκοντο, πολλοὶ δὲ καὶ ἀνῃροῦντο, καὶ τὸ αἷμα ἔῤῥει πολὺ μὲν ἐπὶ τῶν νεφῶν, ὥστε αὐτὰ βάπτεσθαι καὶ ἐρυθρὰ φαίνεσθαι, οἷα παρ᾿ ἡμῖν δυομένου τοῦ ἡλίου φαίνεται, πολὺ δὲ καὶ εἰς τὴν γῆν κατέσταζεν, ὥστε με εἰκάζειν μὴ ἄρα τοιούτου τινὸς καὶ πάλαι ἄνω γενομένου ῞ομηρος ὑπέλαβεν αἵματι ὗσαι τὸν δία ἐπὶ τῷ τοῦ σαρπηδόνος θανάτῳ. ἀναστρέψαντες δὲ ἀπὸ τῆς διώξεως δύο τρόπαια ἐστήσαμεν, τὸ μὲν ἐπὶ τῶν ἀραχνίων τῆς πεζομαχίας, τὸ δὲ τῆς ἀερομαχίας ἐπὶ τῶν νεφῶν. ἄρτι δὲ τούτων γινομένων ἠγγέλλοντο ὑπὸ τῶν σκοπῶν οἱ νεφελοκένταυροι προσελαύνοντες, οὓς ἔδει πρὸ τῆς μάχης ἐλθεῖν τῷ φαέθοτι. καὶ δὴ ἐφαίνοντο προσιόντες, θέαμα παραδοξότατον, ἐξ ἵππων πτερωτῶν καὶ ἀνθρώπων συγκείμενοι· μέγεθος δὲ τῶν μὲν ἀνθρώπων ὅσον τοῦ ῥοδίων κολοσσοῦ ἐξ ἡμισείας ἐς τὸ ἄνω, τῶν δὲ ἵππων ὅσον νεὼς μεγάλης φορτίδος. τὸ μέντοι πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἀνέγραψα, μή τῳ καὶ ἄπιστον δόξῃ τοσοῦτον ἦν. ἡγεῖτο δὲ αὐτῶν ὁ ἐκ τοῦ ζῳδιακοῦ τοξότης. ἐπεὶ δὲσθοντο τοὺς φίλους νενικημένους, ἐπὶ μὲν τὸν φαέθοντα ἔπεμπον ἀγγελίαν αὖθις ἐπιέναι, αὐτοὶ δὲ διαταξάμενοι τεταραγμένοις ἐπιπίπτουσι τοῖς σεληνίταις, ἀτάκτως περὶ τὴν δίωξιν καὶ τὰ λάφυρα διεσκεδασμένοις· καὶ πάντας μὲν τρέπουσιν, αὐτὸν δὲ τὸν βασιλέα καταδιώκουσι πρὸς τὴν πόλιν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων αὐτοῦ κτείνουσιν· ἀνέσπασαν δὲ καὶ τὰ τρόπαια καὶ κατέδραμον ἅπαν τὸ ὑπὸ τῶν ἀραχνῶν πεδίον ὑφασμένον, ἐμὲ δὲ καὶ δύο τινὰς τῶν ἑταίρων ἐζώγρησαν. ἤδη δὲ παρῆν καὶ ὁ φαέθων καὶ αὖθις ἄλλα τρόπαια ὑπ᾿ ἐκείνων ἵστατο. ἡμεῖς μὲν οὖν ἀπηγόμεθα ἐς τὸν ἥλιον αὐθημερὸν τὼ χεῖρε ὀπίσω δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι. οἱ δὲ πολιορκεῖν μὲν οὐκ ἔγνωσαν τὴν πόλιν, ἀναστρέψαντες δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ἀέρος ἀπετείχιζον, ὥστε μηκέτι τὰς αὐγὰς ἀπὸ τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν σελήνην διήκειν. τὸ δὲ τεῖχος ἦν διπλοῦν, νεφελωτόν· ὥστε σαφὴς ἔκλειψις τῆς σελήνης ἐγεγόνει καὶ νυκτὶ διηνεκεῖ πᾶσα κατείχετο. πιεζόμενος δὲ τούτοις ὁ ἐνδυμίων πέμψας ἱκέτευε καθαιρεῖν τὸ οἰκοδόμημα καὶ μὴ σφᾶς περιορᾶν ἐν σκότῳ βιοτεύοντας, ὑπισχνεῖτο δὲ καὶ φόρους τελέσειν καὶ σύμμαχος ἔσεσθαι καὶ μηκέτι πολεμήσειν, καὶ ὁμήρους ἐπὶ τούτοις δοῦναι ἤθελεν. οἱ δὲ περὶ τὸν Φαέθοντα γενομένης δὶς ἐκκλησίας τῇ προτεραίᾳ μὲν οὐδὲν παρέλυσαν τῆς ὀργῆς, τῇ ὑστεραίᾳ δὲ μετέγνωσαν, καὶ ἐγένετο ἡ εἰρήνη ἐπὶ τούτοις· Κατὰ τάδε συνθήκας ἐποιήσαντο Ἡλιῶται καὶ οἱ σύμμαχοι πρὸς Σεληνίτας καὶ τοὺς συμμάχους, ἐπὶ τῷ καταλῦσαι μὲν Ἡλιώτας τὸ διατείχισμα καὶ μηκέτι ἐς τὴν σελήνην ἐσβάλλειν, ἀποδοῦναι δὲ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ῥητοῦ ἕκαστον χρήματος, τοὺς δὲ Σεληνίτας ἀφεῖναι μὲν αὐτονόμους τούς γε ἄλλους ἀστέρας, ὅπλα δὲ μὴ ἐπιφέρειν τοῖς Ἡλιώταις, συμμαχεῖν δὲ τῇ ἀλλήλων, ἤν τις ἐπίῃ· φόρον δὲ ὑποτελεῖν ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους, καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι μυρίους, τὴν δὲ ἀποικίαν τὴν ἐς τὸν Ἑωσφόρον κοινῇ ποιεῖσθαι, καὶ μετέχειν τῶν ἄλλων τὸν βουλόμενον· ἐγγράψαι δὲ τὰς συνθήκας στήλῃ ἠλεκτρίνῃ καὶ ἀναστῆσαι ἐν μέσῳ τῷ ἀέρι ἐπὶ τοῖς μεθορίοις. ὤμοσαν δὲ Ἡλιωτῶν μὲν Πυρωνίδης καὶ Θερείτης καὶ Φλόγιος, Σεληνιτῶν δὲ Νύκτωρ καὶ Μήνιος καὶ Πολυλάμπης. Τοιαύτη μὲν ἡ εἰρήνη ἐγένετο· εὐθὺς δὲ τὸ τεῖχος καθῃρεῖτο καὶ ἡμᾶς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέδοσαν. ἐπεὶ δὲ ἀφικόμεθα ἐς τὴν σελήνην, ὑπηντίαζον ἡμᾶς καὶ ἠσπάζοντο μετὰ δακρύων οἵ τε ἑταῖροι καὶ ὁ Ἐνδυμίων αὐτός. καὶ ὁ μὲν ἠξίου μεῖναί τε παρ᾿ αὑτῷ καὶ κοινωνεῖν τῆς ἀποικίας, ὑπισχνούμενος δώσειν πρὸς γάμον τὸν ἑαυτοῦ παῖδα· γυναῖκες γὰρ οὐκ εἰσὶ παρ᾿ αὐτοῖς. ἐγὼ δὲ οὐδαμῶς ἐπειθόμην, ἀλλ᾿ ἠξίουν ἀποπεμφθῆναι κάτω ἐς τὴν θάλατταν. ὡς δὲ ἔγνω ἀδύνατον ὂν πείθειν, ἀποπέμπει ἡμᾶς ἑστιάσας ἑπτὰ ἡμέρας. ῝Α δὲ ἐν τῷ μεταξὺ διατρίβων ἐν τῇ σελήνῃ κατενόησα καινὰ καὶ παράδοξα, ταῦτα βούλομαι εἰπεῖν. πρῶτα μὲν τὸ μὴ ἐκ γυναικῶν γεννᾶσθαι αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῶν ἀῤῥένων· γάμοις γὰρ τοῖς ἄῤῥεσι χρῶνται καὶ οὐδὲ ὄνομα γυναικὸς ὅλως ἴσασι. μέχρι μὲν οὖν πέντε καὶ εἴκοσι ἐτῶν γαμεῖται ἕκαστος, ἀπὸ δὲ τούτων γαμεῖ αὐτός· κύουσι δὲ οὐκ ἐν τῇ νηδύϊ, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς γαστροκνημίαις· ἐπειδὰν γὰρ συλλάβῃ τὸ ἔμβρυον, παχύνεται ἡ κνήμη, καὶ χρόνῳ ὕστερον ἀνατεμόντες ἐξάγουσι νεκρά, ἐκθέντες δὲ αὐτὰ πρὸς τὸν ἄνεμον κεχηνότα ζῳοποιοῦσιν. δοκεῖ δέ μοι καὶ ἐς τοὺς ῞Ελληνας ἐκεῖθεν ἥκειν τῆς γαστροκνημίας τοὔνομα, ὅτι παρ᾿ ἐκείνοις ἀντὶ γαστρὸς κυοφορεῖ. μεῖζον δὲ τούτου ἄλλο διηγήσομαι. γένος ἐστὶ παρ᾿ αὐτοῖς ἀνθρώπων οἱ καλούμενοι Δενδρῖται, γίνεται δὲ τὸν τρόπον τοῦτον. ὄρχιν ἀνθρώπου τὸν δεξιὸν ἀποτεμόντες ἐν γῇ φυτεύουσιν, ἐκ δὲ αὐτοῦ δένδρον ἀναφύεται μέγιστον, σάρκινον, οἷον φαλλός· ἔχει δὲ καὶ κλάδους καὶ φύλλα· ὁ δὲ καρπός ἐστι βάλανοι πηχυαῖοι τὸ μέγεθος. ἐπειδὰν οὖν πεπανθῶσιν, τρυγήσαντες αὐτὰς ἐκκολάπτουσι τοὺς ἀνθρώπους. αἰδοῖα μέντοι πρόσθετα ἔχουσιν, οἱ μὲν ἐλεφάντινα, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν ξύλινα, καὶ διὰ τούτων ὀχεύουσι καὶ πλησιάζουσι τοῖς γαμέ-ταις τοῖς ἑαυτῶν. ἐπειδὰν δὲ γηράσῃ ὁ ἄνθρωπος, οὐκ ἀποθνῄσκει, ἀλλ᾿ ὥσπερ καπνὸς διαλυόμενος ἀὴρ γίνεται. τροφὴ δὲ πᾶσιν ἡ αὐτή· ἐπειδὰν γὰρ πῦρ ἀνακαύσωσιν, βατράχους ὀπτῶσιν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων· πολλοὶ δὲ παρ᾿ αὐτοῖς εἰσιν ἐν τῷ ἀέρι πετόμενοι· ὀπτωμένων δὲ περικαθεσθέντες ὥσπερ δὴ περὶ τράπεζαν κάπτουσιν τὸν ἀναθυμιώμενον καπνὸν καὶ εὐωχοῦνται. σίτῳ μὲν δὴ τρέφονται τοιούτῳ· ποτὸν δὲ αὐτοῖς ἐστιν ἀὴρ ἀποθλιβόμενος εἰς κύλικα καὶ ὑγρὸν ἀνιεὶς ὥσπερ δρόσον. οὐ μὴν ἀπουροῦσίν γε καὶ ἀφοδεύουσιν, ἀλλ᾿ οὐδὲ τέτρηνται ᾗπερ ἡμεῖς, οὐδὲ τὴν συνουσίαν οἱ παῖδες ἐν ταῖς ἕδραις παρέχουσιν, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἰγνύσιν ὑπὲρ τὴν γαστροκνημίαν· ἐκεῖ γάρ εἰσι τετρημένοι. Καλὸς δὲ νομίζεται παρ᾿ αὐτοῖς ἤν πού τις φαλακρὸς καὶ ἄκομος ᾖ, τοὺς δὲ κομήτας καὶ μυσάττονται. ἐπὶ δὲ τῶν κομητῶν ἀστέρων τοὐναντίον τοὺς κομήτας καλοὺς νομίζουσιν· ἐπεδήμουν γάρ τινες, οἳ καὶ περὶ ἐκείνων διηγοῦντο. καὶ μὴν καὶ γένεια φύουσιν μικρὸν ὑπὲρ τὰ γόνατα. καὶ ὄνυχας ἐν τοῖς ποσὶν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ πάντες εἰσὶν μονοδάκτυλοι. ὑπὲρ δὲ τὰς πυγὰς ἑκάστῳ αὐτῶν κράμβη ἐκπέφυκε μακρὰ ὥσπερ οὐρά, θάλλουσα ἐς ἀεὶ καὶ ὑπτίου ἀναπίπτοντος οὐ κατακλωμένη. ἀπομύττονται δὲ μέλι δριμύτατον· κἀπειδὰν ἢ πονῶσιν ἢ γυμνάζωνται, γάλακτι πᾶν τὸ σῶμα ἱδροῦσιν, ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ πήγνυνται, ὀλίγον τοῦ μέλιτος ἐπιστάξαντες· ἔλαιον δὲ ποιοῦνται ἀπὸ τῶν κρομμύων πάνυ λιπαρόν τε καὶ εὐῶδες ὥσπερ μύρον. ἀμπέλους δὲ πολλὰς ἔχουσιν ὑδροφόρους· αἱ γὰρ ῥᾶγες τῶν βοτρύων εἰσὶν ὥσπερ χάλαζα, καί, ἐμοὶ δοκεῖν, ἐπειδὰν ἐμπεσὼν ἄνεμος διασείσῃ τὰς ἀμπέλους ἐκείνας, τότε πρὸς ἡμᾶς καταπίπτει ἡ χάλαζα διαῤῥαγέντων τῶν βοτρύων. τῇ μέντοι γαστρὶ ὅσα πήρᾳ χρῶνται τιθέντες ἐν αὐτῇ ὅσων δέονται· ἀνοικτὴ γὰρ αὐτοῖς αὕτη καὶ πάλιν κλειστή ἐστιν· ἐντέρων δὲ οὐδὲν ὑπάρχειν αὐτῇ φαίνεται, ἢ τοῦτο μόνον, ὅτι δασεῖα πᾶσα ἔντοσθε καὶ λάσιός ἐστιν, ὥστε καὶ τὰ νεογνά, ἐπειδὰν ῥιγώσῃ, ἐς ταύτην ὑποδύεται. Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή, τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή· πολύχαλκα γὰρ τὰ ἐκεῖ χωρία, καὶ ἐργάζονται τὸν χαλκὸν ὕδατι ὑποβρέξαντες ὥσπερ τὰ ἔρια. περὶ μέντοι τῶν ὀφθαλμῶν, οἵους ἔχουσιν, ὀκνῶ μὲν εἰπεῖν, μή τίς με νομίσῃ ψεύδεσθαι διὰ τὸ ἄπιστον τοῦ λόγου. ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐρῶ· τοὺς ὀφθαλμοὺς περιαιρετοὺς ἔχουσι, καὶ ὁ βουλόμενος ἐξελὼν τοὺς αὑτοῦ φυλάττει ἔστ᾿ ἂν δεηθῇ ἰδεῖν· οὕτω δὲ ἐνθέμενος ὁρᾷ· καὶ πολλοὶ τοὺς σφετέρους ἀπολέσαντες παρ᾿ ἄλλων χρησάμενοι ὁρῶσιν. εἰσὶ δ᾿ οἳ καὶ πολλοὺς ἀποθέτους ἔχουσιν, οἱ πλούσιοι. τὰ ὦτα δὲ πλατάνων φύλλα ἐστὶν αὐτοῖς πλήν γε τοῖς ἀπὸ τῶν βαλάνων· ἐκεῖνοι γὰρ μόνοι ξύλινα ἔχουσιν. καὶ μὴν καὶ ἄλλο θαῦμα ἐν τοῖς βασιλείοις ἐθεασάμην· κάτοπτρον μέγιστον κεῖται ὑπὲρ φρέατος οὐ πάνυ βαθέος. ἂν μὲν οὖν εἰς τὸ φρέαρ καταβῇ τις, ἀκούει πάντων τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐν τῇ γῇ λεγομένων, ἐὰν δὲ εἰς τὸ κάτοπτρον ἀποβλέψῃ, πάσας μὲν πόλεις, πάντα δὲ ἔθνη ὁρᾷ ὥσπερ ἐφεστὼς ἑκάστοις· τότε καὶ τοὺς οἰκείους ἐγὼ ἐθεασάμην καὶ πᾶσαν τὴν πατρίδα, εἰ δὲ κἀκεῖνοι ἐμὲ ἑώρων, οὐκέτι ἔχω τὸ ἀσφαλὲς εἰπεῖν. ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν, ἄν ποτε καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἀφίκηται, εἴσεται ὡς ἀληθῆ λέγω. Τότε δ᾿ οὖν ἀσπασάμενοι τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἀμφ᾿ αὐτόν, ἐμβάντες ἀνήχθημεν· ἐμοὶ δὲ καὶ δῶρα ἔδωκεν ὁ Ἐνδυμίων, δύο μὲν τῶν ὑαλίνων χιτώνων, πέντε δὲ χαλκοῦς, καὶ πανοπλίαν θερμίνην, ἃ πάντα ἐν τῷ κήτει κατέλιπον. συνέπεμψε δὲ ἡμῖν καὶ Ἱππογύπους χιλίους παραπέμψοντας ἄχρι σταδίων πεντακοσίων. ἐν δὲ τῷ παράπλῳ πολλὰς μὲν καὶ ἄλλας χώρας παρημείψαμεν, προσέσχομεν δὲ καὶ τῷ Ἑωσφόρῳ ἄρτι συνοικιζομένῳ, καὶ ἀποβάντες ὑδρευσάμεθα. ἐμβάντες δὲ εἰς τὸν ζῳδιακὸν ἐν ἀριστερᾷ παρειμεν τὸν ἥλιον, ἐν χρῷ τὴν γῆν παραπλέοντες· οὐ γὰρ ἀπέβημεν καίτοι πολλὰ τῶν ἑταίρων ἐπιθυμούντων, ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν. ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν. ἰδόντες δ᾿ ἡμᾶς οἱ Νεφελοκένταυροι, μισθοφοροῦντες παρὰ τῷ Φαέθοντι, ἐπέπτησαν ἐπὶ τὴν ναῦν, καὶ μαθόντες ἐνσπόνδους ἀνεχώρησαν. ἤδη δὲ καὶ οἱ Ἱππόγυποι ἀπεληλύθεσαν. Πλεύσαντες δὲ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα καὶ ἡμέραν, περὶ ἑσπέραν ἀφικόμεθα ἐς τὴν Λυχνόπολιν καλουμένην, ἤδη τὸν κάτω πλοῦν διώκοντες. ἡ δὲ πόλις αὕτη κεῖται μεταξὺ τοῦ Πλειάδων καὶ τοῦ Ὑάδων ἀέρος, ταπεινοτέρα μέντοι πολὺ τοῦ ζῳδιακοῦ. ἀποβάντες δὲ ἄνθρωπον μὲν οὐδένα εὕρομεν, λύχνους δὲ πολλοὺς περιθέοντας καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ περὶ τὸν λιμένα διατρίβοντας, τοὺς μὲν μικροὺς καὶ ὥσπερ πένητας, ὀλίγους δὲ τῶν μεγάλων καὶ δυνατῶν πάνυ λαμπροὺς καὶ περιφανεῖς. οἰκήσεις δὲ αὐτοῖς καὶ λυχνεῶνες ἰδίᾳ ἑκάστῳ πεποίηντο, καὶ αὐτοὶ ὀνόματα εἶχον, ὥσπερ οἱ ἄνθρωποι, καὶ φωνὴν προϊεμένων ἠκούομεν, καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἠδίκουν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ξένια ἐκάλουν· ἡμεῖς δὲ ὅμως ἐφοβούμεθα, καὶ οὔτε δειπνῆσαι οὔτε ὑπνῶσαί τις ἡμῶν ἐτόλμησεν. ἀρχεῖα δὲ αὐτοῖς ἐν μέσῃ τῇ πόλει πεποίηται, ἔνθα ὁ ἄρχων αὐτῶν διὰ νυκτὸς ὅλης κάθηται ὀνομαστὶ καλῶν ἕκαστον· ὃς δ᾿ ἂν μὴ ὑπακούσῃ, καταδικάζεται ἀποθανεῖν ὡς λιπὼν τὴν τάξιν· ὁ δὲ θάνατός ἐστι σβεσθῆναι. παρεστῶτες δὲ ἡμεῖς ἑωρῶμεν τὰ γινόμενα καὶ ἠκούομεν ἅμα τῶν λύχνων ἀπολογουμένων καὶ τὰς αἰτίας λεγόντων δι᾿ ἃς ἐβράδυνον. ἔνθα καὶ τὸν ἡμέτερον λύχνον ἐγνώρισα, καὶ προσειπὼν αὐτὸν περὶ τῶν κατ᾿ οἶκον ἐπυνθανόμην ὅπως ἔχοιεν· ὁ δέ μοι ἅπαντα ἐκεῖνα διηγήσατο. Τὴν μὲν οὖν νύκτα ἐκείνην αὐτοῦ ἐμείναμεν, τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἄραντες ἐπλέομεν ἤδη πλησίον τῶν νεφῶν· ἔνθα δὴ καὶ τὴν Νεφελοκοκκυγίαν πόλιν ἰδόντες ἐθαυμάσαμεν, οὐ μέντοι ἐπέβημεν αὐτῆς· οὐ γὰρ εἴα τὸ πνεῦμα. βασιλεύειν μέντοι αὐτῶν ἐλέγετο Κόρωνος ὁ Κοττυφίωνος. καὶ ἐγὼ ἐμνήσθην Ἀριστοφάνους τοῦ ποιητοῦ, ἀνδρὸς σοφοῦ καὶ ἀληθοῦς καὶ μάτην ἐφ᾿ οἷς ἔγραψεν ἀπιστουμένου. τρίτῃ δὲ ἀπὸ ταύτης ἡμέρᾳ καὶ τὸν ὠκεανὸν ἤδη σαφῶς ἑωρῶμεν, γῆν δὲ οὐδαμοῦ, πλήν γε τῶν ἐν τῷ ἀέρι· καὶ αὗται δὲ πυρώδεις καὶ ὑπεραυγεῖς ἐφαντάζοντο. τῇ τετάρτῃ δὲ περὶ μεσημβρίαν μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύμα-τος καὶ συνιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλατταν κατετέθημεν. ὡς δὲ τοῦ ὕδατος ἐψαύσαμεν, θαυμασίως ὑπερηδόμεθα καὶ ὑπερεχαίρομεν καὶ πᾶσαν ἐκ τῶν παρόντων εὐφροσύνην ἐποιούμεθα καὶ ἀποῤῥίψαντες ἐνηχόμεθα· καὶ γὰρ ἔτυχε γαλήνη οὖσα καὶ εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος. ῎Εοικε δὲ ἀρχὴ κακῶν μειζόνων γίνεσθαι πολλάκις ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μεταβολή· καὶ γὰρ ἡμεῖς δύο μόνας ἡμέρας ἐν εὐδίᾳ πλεύσαντες, τῆς τρίτης ὑποφαινούσης πρὸς ἀνίσχοντα τὸν ἥλιον ἄφνω ὁρῶμεν θηρία καὶ κήτη πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα, ἓν δὲ μέγιστον ἁπάντων ὅσον σταδίων χιλίων καὶ πεντακοσίων τὸ μέγεθος· ἐπῄει δὲ κεχηνὸς καὶ πρὸ πολλοῦ ταράττον τὴν θάλατταν ἀφρῷ τε περικλυζόμενον καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκφαῖνον πολὺ τῶν παρ᾿ ἡμῖν φαλλῶν ὑψηλοτέρους, ὀξεῖς δὲ πάντας ὥσπερ σκόλοπας καὶ λευκοὺς ὥσπερ ἐλεφαντίνους. ἡμεῖς μὲν οὖν τὸ ὕστατον ἀλλήλους προσειπόντες καὶ περιβαλόντες ἐμένομεν· τὸ δὲ ἤδη παρῆν καὶ ἀναῤῥοφῆσαν ἡμᾶς αὐτῇ νηῒ κατέπιεν. οὐ μέντοι ἔφθη συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν, ἀλλὰ διὰ τῶν ἀραιωμάτων ἡ ναῦς ἐς τὸ ἔσω διεξέπεσεν. ἐπεὶ δὲ ἔνδον ἦμεν, τὸ μὲν πρῶτον σκότος ἦν καὶ οὐδὲν ἑωρῶμεν, ὕστερον δὲ αὐτοῦ ἀναχανόντος εἴδομεν κύτος μέγα καὶ πάντῃ πλατὺ καὶ ὑψηλόν, ἱκανὸν μυριάνδρῳ πόλει ἐνοικεῖν. ἔκειντο δὲ ἐν μέσῳ καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα, καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι, καὶ ἀνθρώπων ὀστέα καὶ φορτία, κατὰ μέσον δὲ καὶ γῆ καὶ λόφοι ἦσαν, ἐμοὶ δοκεῖν, ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα. ὕλη γοῦν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ δένδρα παντοῖα ἐπεφύκει καὶ λάχανα ἐβεβλαστήκει, καὶ ἐῴκει πάντα ἐξειργασμένοις· περίμετρον δὲ τῆς γῆς στάδιοι διακόσιοι καὶ τεσσαράκοντα. ἦν δὲ ἰδεῖν καὶ ὄρνεα θαλάττια, λάρους καὶ ἀλκυόνας, ἐπὶ τῶν δένδρων νεοττεύοντα. Τότε μὲν οὖν ἐπὶ πολὺ ἐδακρύομεν, ὕστερον δὲ ἀναστήσαντες τοὺς ἑταίρους τὴν μὲν ναῦν ὑπεστηρίξαμεν, αὐτοὶ δὲ τὰ πυρεῖα συντρίψαντες καὶ ἀνακαύσαντες δεῖπνον ἐκ τῶν παρόντων ἐποιούμεθα. παρέκειτο δὲ ἄφθονα καὶ παντοδαπὰ κρέα τῶν ἰχθύων, καὶ ὕδωρ ἔτι τὸ ἐκ τοῦ Ἑωσφόρου εἴχομεν. τῇ ἐπιούσῃ δὲ διαναστάντες, εἴ Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Ἀληθῶν διηγημάτων, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Αρχαίο Κείμενο Βιβλίον B' Τὸ δὲ ἀπὸ τούτου μηκέτι φέρων ἐγὼ τὴν ἐν τῷ κήτει δίαιταν ἀχθόμενός τε τῇ μονῇ μηχανήν τινα ἐζήτουν, δι᾿ ἧς ἂν ἐξελθεῖν γένοιτο· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἔδοξεν ἡμῖν διορύξασι κατὰ τὸν δεξιὸν τοῖχον ἀποδρᾶναι, καὶ ἀρξάμενοι διεκόπτομεν· ἐπειδὴ δὲ προελθόντες ὅσον πέντε σταδίους οὐδὲν ἠνύομεν, τοῦ μὲν ὀρύγματος ἐπαυσάμεθα, τὴν δὲ ὕλην καῦσαι διέγνωμεν· οὕτω γὰρ ἂν τὸ κῆτος ἀποθανεῖν· εἰ δὲ τοῦτο γένοιτο, ῥᾳδία ἔμελλεν ἡμῖν ἔσεσθαι ἡ ἔξοδος. ἀρξάμενοι οὖν ἀπὸ τῶν οὐραίων ἐκαίομεν, καὶ ἡμέρας μὲν ἑπτὰ καὶ ἴσας νύκτας ἀναισθήτως εἶχε τοῦ καύματος, ὀγδόῃ δὲ καὶ ἐνάτῃ συνίεμεν αὐτοῦ νοσοῦντος· ἀργότερον γοῦν ἀνέχασκεν καὶ εἴ ποτε ἀναχάνοι ταχὺ συνέμυεν. δεκάτῃ δὲ καὶ ἑνδεκάτῃ τέλεον ἀπενεκροῦτο καὶ δυσῶδες ἦν· τῇ δωδεκάτῃ δὲ μόλις ἐνενοήσαμεν ὡς, εἰ μή τις χανόντος αὐτοῦ ὑποστηρίξειεν τοὺς γομφίους, ὥστε μηκέτι συγκλεῖσαι, κινδυνεύσομεν κατακλεισθέντες ἐν νεκρῷ αὐτῷ ἀπολέσθαι. οὕτω δὴ μεγάλοις δοκοῖς τὸ στόμα διερείσαντες τὴν ναῦν ἐπεσκευάζομεν ὕδωρ τε ὡς ἔνι πλεῖστον ἐμβαλλόμενοι καὶ τἆλλα ἐπιτήδεια· κυβερνήσειν δὲ ἔμελλεν ὁ Σκίνθαρος. Τῇ δὲ ἐπιούσῃ τὸ μὲν ἤδη τεθνήκει, ἡμεῖς δὲ ἀνελκύσαντες τὸ πλοῖον καὶ διὰ τῶν ἀραιωμάτων διαγαγόντες καὶ ἐκ τῶν ὀδόντων ἐξάψαντες ἠρέμα καθήκαμεν ἐς τὴν θάλατταν· ἐπαναβάντες δὲ ἐπὶ τὰ νῶτα καὶ θύσαντες τῷ Ποσειδῶνι αὐτοῦ παρὰ τὸ τρόπαιον ἡμέρας τε τρεῖς ἐπαυλισάμενοινηνεμία γὰρ ἦντῇ τετάρτῃ ἀπεπλεύσαμεν. ἔνθα δὴ πολλοῖς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῖς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν, καὶ τὰ σώματα καταμετροῦντες ἐθαυμάζομεν. καὶ ἡμέρας μέν τινας ἐπλέομεν εὐκράτῳ ἀέρι χρώμενοι, ἔπειτα βορέου σφοδροῦ πνεύσαντος μέγα κρύος ἐγένετο, καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ πᾶν ἐπάγη τὸ πέλαγος, οὐκ ἐπιπολῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐς βάθος ὅσον ἐπὶ τριακοσίας ὀργυιάς, ὥστε καὶ ἀποβάντας διαθεῖν ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου. ἐπιμένοντος δὲ τοῦ πνεύματος φέρειν οὐ δυνάμενοι τοιόνδε τι ἐπενοήσαμενὁ δὲ τὴν γνώμην ἀποφηνάμενος ἦν ὁ Σκίνθαροσσκάψαντες γὰρ ἐν τῷ ὕδατι σπήλαιον μέγιστον ἐν τούτῳ ἐμείναμεν ἡμέρας τριάκοντα, πῦρ ἀνακαίοντες καὶ σιτούμενοι τοὺς ἰχθῦς· εὑρίσκομεν δὲ αὐτοὺς ἀνορύττοντες. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἐπέλειπε τὰ ἐπιτήδεια, προελθόντες καὶ τὴν ναῦν πεπηγυῖαν ἀνασπάσαντες καὶ πετάσαντες τὴν ὀθόνην ἐσυρόμεθα ὥσπερ πλέοντες λείως καὶ προσηνῶς ἐπὶ τοῦ πάγους διολισθάνοντες. ἡμέρᾳ δὲ πέμπτῃ ἀλέα τε ἦν ἤδη καὶ ὁ πάγος ἐλύετο καὶ ὕδωρ πάντα αὖθις ἐγίνετο. Πλεύσαντες οὖν ὅσον τριακοσίους σταδίους νήσῳ μικρᾷ καὶ ἐρήμῃ προσηνέχθημεν, ἀφ᾿ ἧς ὕδωρ λαβόντεσἐπελελοίπει γὰρ ἤδηκαὶ δύο ταύρους ἀγρίους κατατοξεύσαντες ἀπεπλεύσαμεν. οἱ δὲ ταῦροι οὗτοι τὰ κέρατα οὐκ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς εἶχον, ἀλλ᾿ ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὥσπερ ὁ Μῶμος ἠξίου. μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ εἰς πέλαγος ἐνεβαίνομεν, οὐχ ὕδατος, ἀλλὰ γάλακτος· καὶ νῆσος ἐν αὐτῷ ἐφαίνετο λευκὴ πλήρης ἀμπέλων. ἦν δὲ ἡ νῆσος τυρὸς μέγιστος συμπεπηγώς, ὡς ὕστερον ἐμφαγόντες ἐμάθομεν, σταδίων εἴκοσι πέντε τὸ περίμετρον· αἱ δὲ ἄμπελοι βοτρύων πλήρεις, οὐ μέντοι οἶνον, ἀλλὰ γάλα ἐξ αὐτῶν ἀποθλίβοντες ἐπίνομεν. ἱερὸν δὲ ἐν μέσῃ τῇ νήσῳ ἀνῳκοδόμητο Γαλατείας τῆς Νηρηΐδος, ὡς ἐδήλου τὸ ἐπίγραμμα. ὅσον οὖν χρόνον ἐκεῖ ἐμείναμεν, ὄψον μὲν ἡμῖν καὶ σιτίον ἡ γῆ ὑπῆρχεν, ποτὸν δὲ τὸ γάλα τὸ ἐκ τῶν βοτρύων. βασιλεύειν δὲ τῶν χωρίων τούτων ἐλέγετο Τυρὼ ἡ Σαλμωνέως, μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγὴν ταύτην παρὰ τοῦ Ποσειδῶνος λαβοῦσα τὴν τιμήν. Μείναντες δὲ ἡμέρας ἐν τῇ νήσῳ πέντε, τῇ ἕκτῃ ἐξωρμήσαμεν, αὔρας μέν τινος παραπεμπούσης, λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάττης· ὀγδόῃ δὲ ἡμέρᾳ πλέοντες οὐκέτι διὰ τοῦ γάλακτος, ἀλλ᾿ ἤδη ἐν ἁλμυρῷ καὶ κυανέῳ ὕδατι, καθορῶμεν ἀνθρώπους πολλοὺς ἐπὶ τοῦ πελάγους διαθέοντας, ἅπαντα ἡμῖν προσεοικότας, καὶ τὰ σώματα καὶ τὰ μεγέθη, πλὴν τῶν ποδῶν μόνων· ταῦτα γὰρ φέλλινα εἶχον, ἀφ᾿ οὗ δή, οἶμαι, καὶ ἐκαλοῦντο Φελλόποδες. ἐθαυμάσαμεν οὖν ἰδόντες οὐ βαπτιζομένους, ἀλλὰ ὑπερέχοντας τῶν κυμάτων καὶ ἀδεῶς ὁδοιποροῦντας. οἱ δὲ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ἡμᾶς Ἑλληνικῇ φωνῇ· ἔλεγον δὲ εἰς Φελλὼ τὴν αὑτῶν πατρίδα ἐπείγεσθαι. μέχρι μὲν οὖν τινος συνωδοιπόρουν ἡμῖν παραθέοντες, εἶτα ἀποτραπόμενοι τῆς ὁδοῦ ἐβάδιζον εὔπλοιαν ἡμῖν ἐπευξάμενοι. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ πολλαὶ νῆσοι ἐφαίνοντο, πλησίον μὲν ἐξ ἀριστερῶν ἡ Φελλώ, ἐς ἣν ἐκεῖνοι ἔσπευδον, πόλις ἐπὶ μεγάλου καὶ στρογγύλου φελλοῦ κατοικουμένη· πόῤῥωθεν δὲ καὶ μᾶλλον ἐν δεξιᾷ πέντε μέγισται καὶ ὑψηλόταται, καὶ πῦρ πολὺ ἀπ᾿ αὐτῶν ἀνεκαίετο, κατὰ δὲ τὴν πρῷραν μία πλατεῖα καὶ ταπεινή, σταδίους ἀπέχουσα οὐκ ἐλάττους πεντακοσίων. ἤδη δὲ πλησίον ἦμεν, καὶ θαυμαστή τις αὔρα περιέπνευσεν ἡμᾶς, ἡδεῖα καὶ εὐώδης, οἵαν φησὶν ὁ συγγραφεὺς Ἡρόδοτος ἀπόζειν τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας. οἷον γὰρ ἀπὸ ῥόδων καὶ ναρκίσσων καὶ ὑακίνθων καὶ κρίνων καὶ ἴων, ἔτι δὲ μυῤῥίνης καὶ δάφνης καὶ ἀμπελάνθης, τοιοῦτον ἡμῖν τὸ ἡδὺ προσέβαλλεν. ἡσθέντες δὲ τῇ ὀσμῇ καὶ χρηστὰ ἐκ μακρῶν πόνων ἐλπίσαντες κατ᾿ ὀλίγον ἤδη πλησίον τῆς νήσου ἐγινόμεθα. ἔνθα δὴ καὶ καθεωρῶμεν λιμένας τε πολλοὺς περὶ πᾶσαν ἀκλύστους καὶ μεγάλους, ποταμούς τε διαυγεῖς ἐξιέντας ἠρέμα εἰς τὴν θάλατταν, ἔτι δὲ λειμῶνας καὶ ὕλας καὶ ὄρνεα μουσικά, τὰ μὲ ἐπὶ τῶν ἠϊόνων ᾄδοντα, πολλὰ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν κλάδων· ἀήρ τε κοῦφος καὶ εὔπνους περιεκέχυτο τὴν χώραν· καὶ αὖραι δέ τινες ἡδεῖαι πνέουσαι ἠρέμα τὴν ὕλην διεσάλευον, ὥστε καὶ ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων τερπνὰ καὶ συνεχῆ μέλη ἀπεσυρίζετο, ἐοικότα τοῖς ἐπ᾿ ἐρημίας αὐλήμασι τῶν πλαγίων αὐλῶν. καὶ μὴν καὶ βοὴ σύμμικτος ἠκούετο ἄθρους, οὐ θορυβώδης, ἀλλ᾿ οἵα γένοιτ᾿ ἂν ἐν συμποσίῳ, τῶν μὲν αὐλούντων, τῶν δὲ ἐπαινούντων, ἐνίων δὲ κροτούντων πρὸς αὐλὸν ἢ κιθάραν. τούτοις ἅπασι κηλούμενοι κατήχθημεν, ὁρμίσαντες δὲ τὴν ναῦν ἀπεβαίνομεν, τὸν Σκίνθαρον ἐν αὐτῇ καὶ δύο τῶν ἑταίρων ἀπολιπόντες. προϊόντες δὲ διὰ λειμῶνος εὐανθοῦς ἐντυγχάνομεν τοῖς φρουροῖς καὶ περιπόλοις, οἱ δὲ δήσαντες ἡμᾶς ῥοδίνοις στεφάνοισοὗτος γὰρ μέγιστος παρ᾿ αὐτοῖς δεσμός ἐστινἀνῆγον ὡς τὸν ἄρχοντα, παρ᾿ ὧν δὴ καὶ καθ᾿ ὁδὸν ἠκούσαμεν ὡς ἡ μὲν νῆσος εἴη τῶν Μακάρων προσαγορευομένη, ἄρχοι δὲ ὁ Κρὴς Ῥαδάμανθυς. καὶ δὴ ἀναχθέντες ὡς αὐτὸν ἐν τάξει τῶν δικαζομένων ἔστημεν τέταρτοι. ἦν δὲ ἡ μὲν πρώτη δίκη περὶ Αἴαντος τοῦ Τελαμῶνος, εἴτε χρὴ αὐτὸν συνεῖναι τοῖς ἥρωσιν εἴτε καὶ μή· κατηγορεῖτο δὲ αὐτοῦ ὅτι μεμήνοι καὶ ἑαυτὸν ἀπεκτόνοι. τέλος δὲ πολλῶν ῥηθέντων ἔγνω ὁ Ῥαδάμανθυς, νῦν μὲν αὐτὸν πιόμενον τοῦ ἐλλεβόρου παραδοθῆναι Ἱπποκράτει τῷ Κῴῳ ἰατρῷ, ὕστερον δὲ σωφρονήσαντα μετέχειν τοῦ συμποσίου. δευτέρα δὲ ἦν κρίσις ἐρωτική, Θησέως καὶ Μενελάου περὶ τῆς Ἑλένης διαγωνιζομένων, ποτέρῳ χρὴ αὐτὴν συνοικεῖν. καὶ ὁ Ῥαδάμανθυς ἐδίκασε Μενελάῳ συνεῖναι αὐτὴν ἅτε καὶ τοσαῦτα πονήσαντι καὶ κινδυνεύσαντι τοῦ γάμου ἕνεκα· καὶ γὰρ αὖ τῷ Θησεῖ καὶ ἄλλας εἶναι γυναῖκας, τήν τε Ἀμαζόνα καὶ τὰς τοῦ Μίνωος θυγατέρας. τρίτη δ᾿ ἐδικάσθη περὶ προεδρίας Ἀλεξάνδρῳ τε τῷ Φιλίππου καὶ Ἀννίβᾳ τῷ Καρχηδονίω, καὶ ἔδοξε προέχειν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ θρόνος αὐτῷ ἐτέθη παρὰ Κῦρον τὸν Πέρσην τὸν πρότερον. τέταρτοι δὲ ἡμεῖς προσήχθημεν· καὶ ὁ μὲν ἤρετο τί παθόντες ἔτι ζῶντες ἱεροῦ χωρίου ἐπιβαίημεν· ἡμεῖς δὲ πάντα ἑξῆς διηγησάμεθα. οὕτω δὴ μεταστησάμενος ἡμᾶς ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐσκέπτετο καὶ τοῖς συνέδροις ἐκοινοῦτο περὶ ἡμῶν. συνήδρευον δὲ ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ὁ Ἀθηναῖος. ὡς δὲ ἔδοξεν αὐτῷ, ἀπεφήναντο, τῆς μὲν φιλοπραγμοσύνης καὶ τῆς ἀποδημίας, ἐπειδὰν ἀποθάνωμεν, δοῦναι τὰς εὐθύνας, τὸ δὲ νῦν ῥητὸν χρόνον μείναντας ἐν τῇ νήσῳ καὶ συνδιαιτηθέντας τοῖς ἥρωσιν ἀπελθεῖν. ἔταξαν δὲ καὶ τὴν προθεσμίαν τῆς ἐπιδημίας μὴ πλέον μηνῶν ἑπτά. Τοὐντεῦθεν αὐτομάτων ἡμῖν τῶν στεφάνων περιῤῥυέντων ἐλελύμεθα καὶ εἰς τὴν πόλιν ἠγόμεθα καὶ εἰς τὸ τῶν Μακάρων συμπόσιον. αὐτὴ μὲν οὖν ἡ πόλις πᾶσα χρυσῆ, τὸ δὲ τεῖχος περίκειται σμαράγδινον· πύλαι δέ εἰσιν ἑπτά, πᾶσαι μονόξυλοι κινναμώμινοι· τὸ μέντοι ἔδαφος τῆς πόλεως καὶ ἡ ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαντίνη· ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι, καὶ βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι ἀμεθύστινοι, ἐφ᾿ ὧν ποιοῦσι τὰς ἑκατόμβας. περὶ δὲ τὴν πόλιν ῥεῖ ποταμὸς μύρου τοῦ καλλίστου, τὸ πλάτος πήχεων ἑκατὸν βασιλικῶν, βάθος δὲ [πέντε] ὥστε νεῖν εὐμαρῶς. λουτρὰ δέ ἐστιν αὐτοῖς οἶκοι μεγάλοι ὑάλινοι, τῷ κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι· ἀντὶ μέντοι τοῦ ὕδατος ἐν ταῖς πυέ-λοις δρόσος θερμὴ ἔστιν. ἐσθῆτι δὲ χρῶνται ἀραχνίοις λεπτοῖς, πορφυροῖς. αὐτοὶ δὲ σώματα μὲν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ ἀναφεῖς καὶ ἄσαρκοί εἰσιν, μορφὴν δὲ καὶ ἰδέαν μόνην ἐμφαίνουσιν, καὶ ἀσώματοι ὄντες ὅμως συνεστᾶσιν καὶ κινοῦνται καὶ φρονοῦσι καὶ φωνὴν ἀφιᾶσιν, καὶ ὅλως ἔοικε γυμνή τις ἡ ψυχὴ αὐτῶν περιπολεῖν τὴν τοῦ σώματος ὁμοιότητα περικειμένη· εἰ γοῦν μὴ ἅψαιτό τις, οὐκ ἂν ἐξελέγξειε μὴ εἶναι σῶμα τὸ ὁρώμενον· εἰσὶ γὰρ ὥσπερ σκιαὶ ὀρθαί, οὐ μέλαιναι. γηράσκει δὲ οὐδείς, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἧς ἂν ἡλικίας ἔλθῃ παραμένει. οὐ μὴν οὐδὲ νὺξ παρ᾿ αὐτοῖς γίνεται, οὐδὲ ἡμέρα πάνυ λαμπρά· καθάπερ δὲ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω, μηδέπω ἀνατείλαντος ἡλίου, τοιοῦτο φῶς ἐπέχει τὴν γῆν. καὶ μέντοι καὶ ὥραν μίαν ἴσασιν τοῦ ἔτους· αἰεὶ γὰρ παρ᾿ αὐτοῖς ἔαρ ἐστὶ καὶ εἷς ἄνεμος πνεῖ παρ᾿ αὐτοῖς ὁ ζέφυρος. ἡ δὲ χώρα πᾶσι μὲν ἄνθεσιν, πᾶσι δὲ φυτοῖς ἡμέροις τε καὶ σκιεροῖς τέθληλεν· αἱ μὲν γὰρ ἄμπελοι δωδεκάφοροί εἰσιν καὶ κατὰ μῆνα ἕκαστον καρποφοροῦσιν· τὰς δὲ ῥοιὰς καὶ τὰς μηλέας καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν ἔλεγον εἶναι τρισκαιδεκάφορον· ἑνὸς γὰρ μηνὸς τοῦ παρ᾿ αὐτοῖς Μινῴου δὶς καρποφορεῖν· ἀντὶ δὲ πυροῦ οἱ στάχυες ἄρτον ἕτοιμον ἐπ᾿ ἄκρων φύουσιν ὥσπερ μύκητας. πηγαὶ δὲ περὶ τὴν πόλιν ὕδατος μὲν πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ τριακόσιαι, μέλιτος δὲ ἄλλαι τοσαῦται, μύρου δὲ πεντακόσιαι, μικρότεραι μέντοι αὗται, καὶ ποταμοὶ γάλακτος ἑπτὰ καὶ οἴνου ὀκτώ. Τὸ δὲ συμπόσιον ἔξω τῆς πόλεως πεποίηνται ἐν τῷ Ἠλυσίῳ καλουμένῳ πεδίῳ· λειμὼν δέ ἐστιν κάλλιστος καὶ περὶ αὐτὸν ὕλη παντοία πυκνή, ἐπισκιάζουσα τοὺς κατακειμένους. καὶ στρωμνὴν μὲν ἐκ τῶν ἀνθῶν ὑποβέβληνται, διακονοῦνται δὲ καὶ παραφέρουσιν ἕκαστα οἱ ἄνεμοι πλήν γε τοῦ οἰνοχοεῖν· τούτου γὰρ οὐδὲν δέονται, ἀλλ᾿ ἔστι δένδρα περὶ τὸ συμπόσιον ὑάλινα μεγάλα τῆς διαυγεστάτης ὑάλου, καὶ καρπός ἐστι τῶν δένδρων τούτων ποτήρια παντοῖα καὶ τὰς κατασκευὰς καὶ τὰ μεγέθη. ἐπειδὰν οὖν παρίῃ τις ἐς τὸ συμπόσιον, τρυγήσας ἓν ἢ καὶ δύο τῶν ἐκπωμάτων παρατίθεται, τὰ δὲ αὐτίκα οἴνου πλήρη γίνεται. οὕτω μὲν πίνουσιν, ἀντὶ δὲ τῶν στεφάνων αἱ ἀηδόνες καὶ τὰ ἄλλα τὰ μουσικὰ ὄρνεα ἐκ τῶν πλησίον λειμώνων τοῖς στόμασιν ἀνθολογοῦντα κατανίφει αὐτοὺς μετ᾿ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα. καὶ μὴν καὶ μυρίζονται ὧδε· νεφέλαι πυκναὶ ἀνασπάσασαι μύρον ἐκ τῶν πηγῶν καὶ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐπιστᾶσαι ὑπὲρ τὸ συμπόσιον ἠρέμα τῶν ἀνέμων ὑποθλιβόντων ὕουσι λεπτὸν ὥσπερ δρόσον. Ἐπὶ δὲ τῷ δείπνῳ μουσικῇ τε καὶ ᾠδαῖς σχολάζουσιν· ᾄδεται δὲ αὐτοῖς τὰ Ὁμήρου ἔπη μάλιστα· καὶ αὐτὸς δὲ πάρεστι καὶ συνευωχεῖται αὐτοῖς ὑπὲρ τὸν Ὀδυσσέα κατακείμενος. οἱ μὲν οὖν χοροὶ ἐκ παίδων εἰσὶν καὶ παρθένων· ἐξάρχουσι δὲ καὶ συνᾴδουσιν Εὔνομός τε ὁ Λοκρὸς καὶ Ἀρίων ὁ Λέσβιος καὶ Ἀνακρέων καὶ Στησίχορος· καὶ γὰρ τοῦτον παρ᾿ αὐτοῖς ἐθεασάμην, ἤδη τῆς Ἑλένης αὐτῷ διηλλαγμένης. ἐπειδὰν δὲ οὗτοι παύσωνται ᾄδοντες, δεύτερος χορὸς παρέρχεται ἐκ κύκνων καὶ χελιδόνων καὶ ἀηδόνων. ἐπειδὰν δὲ καὶ οὗτοι ᾄσωσιν, τότε ἤδη πᾶσα ἡ ὕλη ἐπαυλεῖ τῶν ἀνέμων καταρχόντων. μέγιστον δὲ δὴ πρὸς εὐφροσύνην ἐκεῖνο ἔχουσιν· πηγαί εἰσι δύο παρὰ τὸ συμπόσιον, ἡ μὲν γέλωτος, ἡ δὲ ἡδονῆς· ἐκ τούτων ἑκατέρας πάντες ἐν ἀρχῇ τῆς εὐωχίας πίνουσιν καὶ τὸ λοιπὸν ἡδόμενοι καὶ γελῶντες διάγουσιν. Βούλομαι δὲ εἰπεῖν καὶ τῶν ἐπισήμων οὕστινας παρ᾿ αὐτοῖς ἐθεασάμην· πάντας μὲν τοὺς ἡμιθέους καὶ τοὺς ἐπὶ ῎Ιλιον στρατεύσαντας πλήν γε δὴ τοῦ Λοκροῦ Αἴαντος, ἐκεῖνον δὲ μόνον ἔφασκον ἐν τῷ τῶν ἀσεβῶν χώρῳ κολάζεσθαι, βαρβάρων δὲ Κύρους τε ἀμφοτέρους καὶ τὸν Σκύθην Ἀνάχαρσιν καὶ τὸν Θρᾷκα Ζάμολξιν καὶ Νομᾶν τὸν Ἰταλιώτην, καὶ μὴν καὶ Λυκοῦργον τὸν Λακεδαιμόνιον καὶ Φωκίωνα καὶ Τέλλον τοὺς Ἀθηναίους, καὶ τοὺς σοφοὺς ἄνευ Περιάνδρου. εἶδον δὲ καὶ Σωκράτη τὸν Σωφρονίσκου ἀδολεσχοῦντα μετὰ Νέστορος καὶ Παλαμήδους· περὶ δὲ αὐτὸν ἦσαν Ὑάκινθός τε ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ ὁ Θεσπιεὺς Νάρκισσος καὶ ῞Υλας καὶ ἄλλοι καλοί. καί μοι ἐδόκει ἐρᾶν τοῦ Ὑακίνθου· τὰ πολλὰ γοῦν ἐκεῖνον διήλεγχεν. ἐλέγετο δὲ χαλεπαίνειν αὐτῷ ὁ Ῥαδάμανθυς καὶ ἠπειληκέναι πολλάκις ἐκβαλεῖν αὐτὸν ἐκ τῆς νήσου, ἢν φλυαρῇ καὶ μὴ ἐθέλῃ ἀφεὶς τὴν εἰρωνείαν εὐωχεῖσθαι. Πλάτων δὲ μόνος οὐ παρῆν, ἀλλ᾿ ἐλέγετο [καὶ] αὐτὸς ἐν τῇ ἀναπλασθείσῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ πόλει οἰκεῖν χρώμενος τῇ πολιτείᾳ καὶ τοῖς νόμοις οἷς συνέγραψεν. οἱ μέντοι ἀμφ᾿ Ἀρίστιππόν τε ὄντες Ἐπίκουρον τὰ πρῶτα παρ᾿ αὐτοῖς ἐφέροντο ἡδεῖς τε ὄντες καὶ κεχαρισμένοι καὶ συμποτικώτατοι. παρῆν δὲ καὶ Αἴσωπος ὁ Φρύξ· τούτῳ δὲ ὅσα καὶ γελωτοποιῷ χρῶνται. Διογένης μέν γε ὁ Σινωπεὺς τοσοῦτον μετέβαλεν τοῦ τρόπου, ὥστε γῆμαι μὲν ἑταίραν τὴν Λαΐδα, ὀρχεῖσθαι δὲ πολλάκις ὑπὸ μέθης ἀνιστάμενον καὶ παροινεῖν. τῶν δὲ Στωϊκῶν οὐδεὶς παρῆν· ἔτι γὰρ ἐλέγοντο ἀναβαίνειν τὸν τῆς ἀρετῆς ὄρθιον λόφον. ἠκούομεν δὲ καὶ περὶ Χρυσίππου ὅτι οὐ πρότερον αὐτῷ ἐπιβῆναι τῆς νήσου θέμις, πρὶν τὸ τέταρτον ἑαυτὸν ἐλλεβορίσῃ. τοὺς δὲ Ἀκαδημαϊκοὺς ἔλεγον ἐθέλειν μὲν ἐλθεῖν, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι· μηδὲ γὰρ αὐτὸ τοῦτό πω καταλαμβάνειν, εἰ καὶ νῆσός τις τοιαύτη ἐστίν. ἄλλως τε τὴν ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυος, οἶμαι, κρίσιν ἐδεδοίκεσαν, ἅτε καὶ τὸ κριτήριον αὐτοὶ ἀνῃρηκότες. πολλοὺς δὲ αὐτῶν ἔφασκον ὁρμηθέντας ἀκολουθεῖν τοῖς ἀφικνουμένοις ὑπὸ νωθείας ἀπολείπεσθαι μὴ καταλαμβάνοντας καὶ ἀναστρέφειν ἐκ μέσης τῆς ὁδοῦ. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν παρόντων. τιμῶσι δὲ μάλιστα τὸν Ἀχιλλέα καὶ μετὰ τοῦτον Θησέα. περὶ δὲ συνουσίας καὶ ἀφροδισίων οὕτω φρονοῦσιν· μίσγονται μὲν ἀναφανδὸν πάντων ὁρώντων καὶ γυναιξὶ καὶ ἄῤῥεσι, καὶ οὐδαμῶς τοῦτο αὐτοῖς αἰσχρὸν δοκεῖ· μόνος δὲ Σωκράτης διώμνυτο ἦ μὴν καθαρῶς πλησιάζειν τοῖς νέοις· καὶ μέντοι πάντες αὐτοῦ ἐπιορκεῖν κατεγίνωσκον· πολλάκις γοῦν ὁ μὲν Ὑάκινθος ἢ ὁ Νάρκισσος ὡμολόγουν, ἐκεῖνος δὲ ἠρνεῖτο. αἱ δὲ γυναῖκές εἰσι πᾶσι κοιναὶ καὶ οὐδεὶς φθονεῖ τῷ πλησίον, ἀλλ᾿ εἰσὶ περὶ τοῦτο μάλιστα Πλατωνικώτατοι· καὶ οἱ παῖδες δὲ παρέχουσι τοῖς βουλομένοις οὐδὲν ἀντιλέγοντες. Οὔπω δὲ δύο ἢ τρεῖς ἡμέραι διεληλύθεσαν, καὶ προσελθὼν ἐγὼ Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ, σχολῆς οὔσης ἀμφοῖν, τά τε ἄλλα ἐπυνθανόμην καὶ ὅθεν εἴη, λέγων τοῦτο μάλιστα παρ᾿ ἡμῖν εἰσέτι νῦν ζητεῖσθαι. ὁ δὲ οὐδ᾿ αὐτὸς μὲν ἀγνοεῖν ἔφασκεν ὡς οἱ μὲν Χῖον, οἱ δὲ Σμυρναῖον, πολλοὶ δὲ Κολοφώνιον αὐτὸν νομίζουσιν· εἶναι μέντοι γε ἔλεγεν Βαβυλώνιος, καὶ παρά γε τοῖς πολίταις οὐχ ῞Ομηρος, ἀλλὰ Τιγράνης καλεῖσθαι· ὕστερον δὲ ὁμηρεύσας παρὰ τοῖς ῞Ελλησιν ἀλλάξαι τὴν προσηγορίαν. ἔτι δὲ καὶ περὶ τῶν ἀθετουμένων στίχων ἐπηρώτων, εἰ ὑπ᾿ ἐκείνου εἰσὶ γεγραμμένοι. καὶ ὃς ἔφασκε πάντας αὑτοῦ εἶναι. κατεγίνωσκον οὖν τῶν ἀμφὶ τὸν Ζηνόδοτον καὶ Ἀρίσταρχον γραμματικῶν πολλὴν τὴν ψυχρολογίαν. ἐπεὶ δὲ ταῦτα ἱκανῶς ἀπεκέκριτο, πάλιν αὐτὸν ἠρώτων τί δή ποτε ἀπὸ τῆς μήνιδος τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο· καὶ ὃς εἶπεν οὕτως ἐπελθεῖν αὑτῷ μηδὲν ἐπιτηδεύσαντι. καὶ μὴν κἀκεῖνο ἐπεθύμουν εἰδέναι, εἰ προτέραν ἔγραψεν τὴν Ὀδύσσειαν τῆς Ἰλιάδος, ὡς οἱ πολλοί φασιν· ὁ δὲ ἠρνεῖτο. ὅτι μὲν γὰρ οὐδὲ τυφλὸς ἦν, ὃ καὶ αὐτὸ περὶ αὐτοῦ λέγουσιν, αὐτίκα ἠπιστάμην· ἑώρα γάρ, ὥστε οὐδὲ πυνθάνεσθαι ἐδεόμην. πολλάκις δὲ καὶ ἄλλοτε τοῦτο ἐποίουν, εἴ ποτε αὐτὸν σχολὴν ἄγοντα ἑώρων· προσιὼν γὰρ ἄν τι ἐπυνθανόμην αὐτοῦ, καὶ ὃς προθύμως πάντα ἀπεκρίνετο, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν δίκην, ἐπειδὴ ἐκράτησεν· ἦν γάρ τις γραφὴ κατ᾿ αὐτοῦ ἀπενηνεγμένη ὕβρεως ὑπὸ Θερσίτου ἐφ᾿ οἷς αὐτὸν ἐν τῇ ποιήσει ἔσκωψεν, καὶ ἐνίκησεν ὁ ῞Ομηρος Ὀδυσσέως συναγορεύοντος. Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἀφίκετο καὶ Πυθαγόρας ὁ Σάμιος ἑπτάκις ἀλλαγεὶς καὶ ἐν τοσούτοις ζῴοις βιοτεύσας καὶ ἐκτελέσας τῆς ψυχῆς τὰς περιόδους. ἦν δὲ χρυσοῦς ὅλον τὸ δεξιὸν ἡμίτομον. καὶ ἐκρίθη μὲν συμπολιτεύσασθαι αὐτοῖς, ἐνεδοιάζετο δὲ ἔτι πότερον Πυθαγόραν ἢ Εὔφορβον χρὴ αὐτὸν ὀνομάζειν. ὁ μέντοι Ἐμπεδοκλῆς ἦλθεν μὲν καὶ αὐτός, περίεφθος καὶ τὸ σῶμα ὅλον ὠπτημένος· οὐ μὴν παρεδέχθη καίτοι πολλὰ ἱκετεύων. Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐνέστη ὁ ἀγὼν ὁ παρ᾿ αὐτοῖς, τὰ Θανατούσια. ἠγωνοθέτει δὲ Ἀχιλλεὺς τὸ πέμπτον καὶ Θησεὺς τὸ ἕβδομον. τὰ μὲν οὖν ἄλλα μακρὸν ἂν εἴη λέγειν· τὰ δὲ κεφάλαια τῶν πραχθέντων διηγήσομαι. πάλην μὲν ἐνίκησεν Κάρανος ὁ ἀφ᾿ Ἡρακλέους Ὀδυσσέα περὶ τοῦ στεφάνου καταγωνισάμενος· πυγμὴ δὲ ἴση ἐγένετο Ἀρείου τοῦ Αἰγυπτίου, ὃς ἐν Κορίνθῳ τέθαπται, καὶ Ἐπειοῦ ἀλλήλοις συνελθόντων. παγκρατίου δὲ οὐ τίθεται ἆθλα παρ᾿ αὐτοῖς. τὸν μέντοι δρόμον οὐκέτι μέμνημαι ὅστις ἐνίκησεν. ποιητῶν δὲ τῇ μὲν ἀληθείᾳ παρὰ πολὺ ἐκράτει ῞Ομηρος, ἐνίκησεν δὲ ὅμως Ἡσίοδος. τὰ δὲ ἆθλα ἦν ἅπασι στέφανος πλακεὶς ἐκ πτερῶν ταωνείων. ῎Αρτι δὲ τοῦ ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀποῤῥήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν νῆσον· ἡγεῖσθαι δὲ αὐτῶν Φάλαρίν τε τὸν Ἀκραγαντῖνον καὶ Βούσιριν τὸν Αἰγύπτιον καὶ Διομήδη τὸν Θρᾷκα καὶ τοὺς περὶ Σκείρωνα καὶ Πιτυοκάμπτην. ὡς δὲ ταῦτα ἤκουσεν ὁ Ῥαδάμανθυς, ἐκτάσσει τοὺς ἥρωας ἐπὶ τῆς ἠϊόνος· ἡγεῖτο δὲ Θησεύς τε καὶ Ἀχιλλεὺς καὶ Αἴας ὁ Τελαμώνιος ἤδη σωφρονῶν· καὶ συμμίξαντες ἐμάχοντο, καὶ ἐνίκησαν οἱ ἥρωες, Ἀχιλλέως τὰ πλεῖστα κατορθώσαντος. ἠρίστευσε δὲ καὶ Σωκράτης ἐπὶ τῷ δεξιῷ ταχθείς, πολὺ μᾶλλον ἢ ὅτε ζῶν ἐπὶ Δηλίῳ ἐμάχετο. προσιόντων γὰρ τεττάρων πολεμίων οὐκ ἔφυγε καὶ τὸ πρόσωπον ἄτρεπτος ἦν· ἐφ᾿ οἷς καὶ ὕστερον ἐξῃρέθη αὐτῷ ἀριστεῖον, καλός τε καὶ μέγας παράδεισος ἐν τῷ προαστείῳ, ἔνθα καὶ συγκαλῶν τοὺς ἑταίρους διελέγετο, Νεκρακαδημίαν τὸν τόπον προσαγορεύσας. συλλαβόντες οὖν τοὺς νενικημένους καὶ δήσαντες ἀπέπεμψαν ἔτι μᾶλλον κολασθησομένους. ἔγραψεν δὲ καὶ ταύτην τὴν μάχην ῞Ομηρος καὶ ἀπιόντι μοι ἔδωκεν τὰ βιβλία κομίζειν τοῖς παρ᾿ ἡμῖν ἀνθρώποις· ἀλλ᾿ ὕστερον καὶ ταῦτα μετὰ τῶν ἄλλων ἀπωλέσαμεν. ἦν δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ ποιήματος αὕτη, Νῦν δέ μοι ἔννεπε, Μοῦσα, μάχην νεκύων ἡρώων. τότε δ᾿ οὖν κυάμους ἑψήσαντες, ὥσπερ παρ᾿ αὐτοῖς νόμος ἐπειδὰν τὸν πόλεμον κατορθώσωσιν, εἱστιῶντο τὰ ἐπινίκια καὶ ἑορτὴν μεγάλην ἦγον· μόνος δὲ αὐτῆς οὐ μετεῖχε Πυθαγόρας, ἀλλ᾿ ἄσιτος πόῤῥω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν. ῎Ηδη δὲ μηνῶν ἓξ διεληλυθότων περὶ μεσοῦντα τὸν ἕβδομον νεώτερα συνίστατο πράγματα· Κινύρας ὁ τοῦ Σκινθάρου παῖς, μέγας ὢν καὶ καλός, ἤρα πολὺν ἤδη χρόνον τῆς Ἑλένης, καὶ αὐτὴ δὲ οὐκ ἀφανὴς ἦν ἐπιμανῶς ἀγαπῶσα τὸν νεανίσκον· πολλάκις γοῦν καὶ διένευον ἀλλήλοις ἐν τῷ συμποσίῳ καὶ προὔπινον καὶ μόνοι ἐξανιστάμενοι ἐπλανῶντο περὶ τὴν ὕλην. καὶ δή ποτε ὑπ᾿ ἔρωτος καὶ ἀμηχανίας ἐβουλεύσατο ὁ Κινύρας ἁρπάσας τὴν Ἑλένην ἐδόκει δὲ κἀκείνῃ ταῦταοἴχεσθαι ἀπιόντας ἔς τινα τῶν ἐπικειμένων νήσων, ἤτοι ἐς τὴν Φελλὼ ἢ ἐς τὴν Τυρόεσσαν. συνωμότας δὲ πάλαι προσειλήφεσαν τρεῖς τῶν ἑταίρων τῶν ἐμῶν τοὺς θρασυτάτους. τῷ μέντοι πατρὶ οὐκ ἐμήνυσε ταῦτα· ἠπίστατο γὰρ ὑπ᾿ αὐτοῦ κωλυθησόμενος. ὡς δὲ ἐδόκει αὐτοῖς, ἐτέλουν τὴν ἐπιβουλήν. καὶ ἐπειδὴ νὺξ ἐγένετοἐγὼ μὲν οὐ παρήμην· ἐτύγχανον γὰρ ἐν τῷ συμποσίῳ κοιμώμενοσοἱ δὲ λαθόντες τοὺς ἄλλους ἀναλαβόντες τὴν Ἑλένην ὑπὸ σπουδῆς ἀνήχθησαν. περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἀνεγρόμενος ὁ Μενέλαος ἐπεὶ ἔμαθεν τὴν εὐνὴν κενὴν τῆς γυναικός, βοήν τε ἠφίει καὶ τὸν ἀδελφὸν παραλαβὼν ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα τὸν Ῥαδάμανθυν. ἡμέρας δὲ ὑποφαινούσης ἔλεγον οἱ σκοποὶ καθορᾶν τὴν ναῦν πολὺ ἀπέχουσαν· οὕτω δὴ ἐμβιβάσας ὁ Ῥαδάμανθυς πεντήκοντα τῶν ἡρώων εἰς ναῦν μονόξυλον ἀσφοδελίνην παρήγγειλε διώκειν· οἱ δὲ ὑπὸ προθυμίας ἐλαύνοντες περὶ μεσημβρίαν καταλαμβάνουσιν αὐτοὺς ἄρτι ἐς τὸν γαλακτώδη τοῦ ὠκεανοῦ τόπον ἐμβαίνοντας πλησίον τῆς Τυροέσσης· παρὰ τοσοῦτον ἦλθον διαδρᾶναι· καὶ ἀναδησάμενοι τὴν ναῦν ἁλύσει ῥοδίνῃ κατέπλεον. ἡ μὲν οὖν Ἑλένη ἐδάκρυέν τε καὶ ᾐσχύνετο καὶ ἐνεκαλύπτετο, τοὺς δὲ ἀμφὶ τὸν Κινύραν ἀνακρίνας πρότερον ὁ Ῥαδάμανθυς, εἴ τινες καὶ ἄλλοι αὐτοῖς συνίσασιν, ὡς οὐδένα εἶπον, ἐκ τῶν αἰδοίων δήσας ἀπέπεμψεν ἐς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον μαλάχῃ πρότερον μαστιγω-θέντας. ἐψηφίσαντο δὲ καὶ ἡμᾶς ἐμπροθέσμους ἐκπέμπειν ἐκ τῆς νήσου, τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν μόνην ἐπιμείναντας. Ἐνταῦθα δὴ ἐγὼ ἐποτνιώμην τε καὶ ἐδάκρυον οἷα ἔμελλον ἀγαθὰ καταλιπὼν αὖθις πλανήσεσθαι. αὐτοὶ μέντοι παρεμυθοῦντο λέγοντες οὐ πολλῶν ἐτῶν ἀφίξεσθαι πάλιν ὡς αὐτούς, καί μοι ἤδη εἰς τοὐπιὸν θρόνον τε καὶ κλισίαν ἐπεδείκνυσαν πλησίον τῶν ἀρίστων. ἐγὼ δὲ προσελθὼν τῷ Ῥαδαμάνθυι πολλὰ ἱκέτευον εἰπεῖν τὰ μέλλοντα καὶ ὑποδεῖξαί μοι τὸν πλοῦν. ὁ δὲ ἔφασκεν ἀφίξεσθαι μὲν εἰς τὴν πατρίδα πολλὰ πρότερον πλανηθέντα καὶ κινδυνεύσαντα, τὸν δὲ χρόνον οὐκέτι τῆς ἐπανόδου προσθεῖναι ἠθέλησεν· ἀλλὰ δὴ καὶ δεικνὺς τὰς πλησίον νήσουσἐφαίνοντο δὲ πέντε τὸν ἀριθμόν, ἄλλη δὲ ἕκτη πόῤῥωθενταύτας μὲν εἶναι ἔφασκεν τῶν ἀσεβῶν, τὰς πλησίον, Ἀφ᾿ ὧν, ἔφη, ἤδη τὸ πολὺ πῦρ ὁρᾷς καιόμενον, ἕκτη δὲ ἐκείνη τῶν ὀνείρων ἡ πόλις· μετὰ ταύτην δὲ ἡ τῆς Καλυψοῦς νῆσος, ἀλλ᾿ οὐδέπω σοι φαίνεται. ἐπειδὰν δὲ ταύτας παραπλεύσῃς, τότε δὴ ἀφίξῃ εἰς τὴν μεγάλην ἤπειρον τὴν ἐναντίαν τῇ ὑφ᾿ ὑμῶν κατοικουμένῃ· ἐνταῦθα δὴ πολλὰ παθὼν καὶ ποικίλα ἔθνη διελθὼν καὶ ἀνθρώποις ἀμίκτοις ἐπιδημήσας χρόνῳ ποτὲ ἥξεις εἰς τὴν ἑτέραν ἤπειρον. Τοσαῦτα εἶπεν, καὶ ἀνασπάσας ἀπὸ τῆς γῆς μαλάχης ῥίζαν ὤρεξέν μοι, ταύτῃ κελεύσας ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις προσεύχεσθαι· παρῄνεσε δὲ εἰ καί ποτε ἀφικοίμην ἐς τήνδε τὴν γῆν, μήτε πῦρ μαχαίρᾳ σκαλεύειν μήτε θέρμους ἐσθίειν μήτε παιδὶ ὑπὲρ τὰ ὀκτωκαίδεκα ἔτη πλησιάζειν· τούτων γὰρ ἂν μεμνημένον ἐλπίδας ἔχειν τῆς εἰς τὴν νῆσον ἀφίξεως. Τότε μὲν οὖν τὰ περὶ τὸν πλοῦν παρεσκευασάμην, καὶ ἐπεὶ καιρὸς ἦν, συνειστιώμην αὐτοῖς. τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἐλθὼν πρὸς ῞Ομηρον τὸν ποιητὴν ἐδεήθην αὐτοῦ ποιῆσαί μοι δίστιχον ἐπίγραμμα· καὶ ἐπειδὴ ἐποίησεν, στήλην βηρύλλου λίθου ἀναστήσας ἐπέγραψα πρὸς τῷ λιμένι. τὸ δὲ ἐπίγραμμα ἦν τοιόνδε· Λουκιανὸς τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοῖσιν εἶδέ τε καὶ πάλιν ἦλθε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν. μείνας δὲ κἀκείνην τὴν ἡμέραν, τῇ ἐπιούσῃ ἀνηγόμην τῶν ἡρώων παραπεμπόντων. ἔνθα μοι καὶ Ὀδυσσεὺς προσελθὼν λάθρᾳ τῆς Πηνελόπης δίδωσιν ἐπιστολὴν εἰς Ὠγυγίαν τὴν νῆσον Καλυψοῖ κομίζειν. συνέπεμψε δέ μοι ὁ Ῥαδάμανθυς τὸν πορθμέα Ναύπλιον, ἵν᾿ ἐὰν καταχθείημεν ἐς τὰς νήσους, μηδεὶς ἡμᾶς συλλάβῃ ἅτε κατ᾿ ἄλλην ἐμπορίαν καταπλέοντας. Ἐπεὶ δὲ τὸν εὐώδη ἀέρα προϊόντες παρεληλύθειμεν, αὐτίκα ἡμᾶς ὀσμή τε δεινὴ διεδέχετο οἷον ἀσφάλτου καὶ θείου καὶ πίττης ἅμα καιομένων, καὶ κνῖσα δὲ πονηρὰ καὶ ἀφόρητος ὥσπερ ἀνθρώπων ὀπτωμένων, καὶ ὁ ἀὴρ ζοφερὸς καὶ ὁμιχλώδης, καὶ κατέσταζεν ἐξ αὐτοῦ δρόσος πιττίνη· ἠκούομεν δὲ καὶ μαστίγων ψόφον καὶ οἰμωγὴν ἀνθρώπων πολλῶν. ταῖς μὲν οὖν ἄλλαις οὐ προσέσχομεν, ἧς δὲ ἐπέβημεν, τοιάδε ἦν· κύκλῳ μὲν πᾶσα κρημνώδης καὶ ἀπόξυρος, πέτραις καὶ τράχωσι κατεσκληκυῖα, δένδρον δ᾿ οὐδὲν οὐδὲ ὕδωρ ἐνῆν· ἀνερπύσαντες δὲ ὅμως κατὰ τοὺς κρημνοὺς προῄειμεν διά τινος ἀκανθώδους καὶ σκολόπων μεστῆς ἀτραποῦ, πολλὴν ἀμορφίαν τῆς χώρας ἐχούσης. ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον, πρῶτα μὲν τὴν φύσιν τοῦ τόπου ἐθαυμάζομεν· τὸ μὲν γὰρ ἔδαφος αὐτὸ μαχαίραις καὶ σκόλοψι πάντῃ ἐξηνθήκει, κύκλῳ δὲ ποταμοὶ περιέῤῥεον, ὁ μὲν βορβόρου, ὁ δὲ δεύτερος αἵματος, ὁ δὲ ἔνδον πυρός, πάνυ μέγας οὗτος καὶ ἀπέρατος, καὶ ἔῤῥει ὥσπερ ὕδωρ καὶ ἐκυματοῦτο ὥσπερ θάλαττα, καὶ ἰχθῦς δὲ εἶχεν πολλούς, τοὺς μὲν δαλοῖς προσεοικότας, τοὺς δὲ μικροὺς ἄνθραξι πεπυρωμένοις· ἐκάλουν δὲ αὐτοὺς λυχνίσκους. εἴσοδος δὲ μία στενὴ διὰ πάντων ἦν, καὶ πυλωρὸς ἐφειστήκει Τίμων ὁ Ἀθηναῖος. παρελθόντες δὲ ὅμως τοῦ Ναυπλίου καθηγουμένου ἑωρῶμεν κολαζομένους πολλοὺς μὲν βασιλέας, πολλοὺς δὲ καὶ ἰδιώτας, ὧν ἐνίους καὶ ἐγνωρίζομεν· εἴδομεν δὲ καὶ τὸν Κινύραν καπνῷ ὑποτυφόμενον ἐκ τῶν αἰδοίων ἀπηρτημένον. προσετίθεσαν δὲ οἱ περιηγηταὶ καὶ τοὺς ἑκάστων βίους καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐφ᾿ αἷς κολάζονται· καὶ μεγίστας ἁπασῶν τιμωρίας ὑπέμενον οἱ ψευσάμενοί τι παρὰ τὸν βίον καὶ οἱ μὴ τὰ ἀληθῆ συγγεγραφότες, ἐν οἷς καὶ Κτησίας ὁ Κνίδιος ἦν καὶ Ἡρόδοτος καὶ ἄλλοι πολλοί. τούτους οὖν ὁρῶν ἐγὼ χρηστὰς εἶχον εἰς τοὐπιὸν τὰς ἐλπίδας· οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην. ταχέως δ᾿ οὖν ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ναῦνοὐδὲ γὰρ ἠδυνάμην φέρειν τὴν ὄψινἀσπασάμενος τὸν Ναύπλιον ἀπέπλευσα. Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐφαίνετο πλησίον ἡ τῶν ὀνείρων νῆσος, ἀμυδρὰ καὶ ἀσαφὴς ἰδεῖν· ἔπασχε δὲ καὶ αὐτή τι τοῖς ὀνείροις παραπλήσιον· ὑπεχώρει γὰρ προσιόντων ἡμῶν καὶ ὑπέφευγε καὶ ποῤῥωτέρω ὑπέβαινε. καταλαβόντες δέ ποτε αὐτὴν καὶ εἰσπλεύσαντες εἰς τὸν ῞Υπνον λιμένα προσαγορευόμενον πλησίον τῶν πυλῶν τῶν ἐλεφαντίνων, ᾗ τὸ τοῦ Ἀλεκτρυόνος ἱερόν ἐστιν, περὶ δείλην ὀψίαν ἀπεβαίνομεν· παρελθόντες δὲ ἐς τὴν πόλιν πολλοὺς ὀνείρους καὶ ποικίλους ἑωρῶμεν. πρῶτον δὲ βούλομαι περὶ τῆς πόλεως εἰπεῖν, ἐπεὶ μηδὲ ἄλλῳ τινὶ γέγραπται περὶ αὐτῆς, ὃς δὲ καὶ μόνος ἐπεμνήσθη ῞Ομηρος, οὐ πάνυ ἀκριβῶς συνέγραψεν. κύκλῳ μὲν περὶ πᾶσαν αὐτὴν ὕλη ἀνέστηκεν, τὰ δένδρα δέ ἐστι μήκωνες ὑψηλαὶ καὶ μανδραγόραι καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν πολύ τι πλῆθος νυκτερίδων· τοῦτο γὰρ μόνον ἐν τῇ νήσῳ γίνεται ὄρνεον. ποταμὸς δὲ παραῤῥέει πλησίον ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν καλούμενος Νυκτιπόρος, καὶ πηγαὶ δύο παρὰ τὰς πύλας· ὀνόματα καὶ ταύταις, τῇ μὲν Νήγρετος, τῇ δὲ Παννυχία. ὁ περίβολος δὲ τῆς πόλεως ὑψηλός τε καὶ ποικίλος, ἴριδι τὴν χρόαν ὁμοιότατος· πύλαι μέντοι ἔπεισιν οὐ δύο, καθάπερ ῞Ομηρος εἴρηκεν, ἀλλὰ τέσσαρες, δύο μὲν πρὸς τὸ τῆς Βλακείας πεδίον ἀποβλέπουσαι, ἡ μὲν σιδηρᾶ, ἡ δὲ κεράμου πεποιημένη, καθ᾿ ἃς ἐλέγοντο ἀποδημεῖν αὐτῶν οἵ τε φοβεροὶ καὶ φονικοὶ καὶ ἀπηνεῖς, δύο δὲ πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν θάλατταν, ἡ μὲν κερατίνη, ἡ δὲ καθ᾿ ἣν ἡμεῖς παρήλθομεν ἐλεφαντίνη. εἰσιόντι δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστι τὸ Νυκτῷονσέβουσι γὰρ θεῶν ταύτην μάλιστα καὶ τὸν Ἀλεκτρυόνα· ἐκείνῳ δὲ πλησίον τοῦ λιμένος τὸ ἱερὸν πεποίηταιἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ τοῦ ῞Υπνου βασίλεια. οὗτος γὰρ δὴ ἄρχει παρ᾿ αὐτοῖς σατράπας δύο καὶ ὑπάρχους πεποιημένος, Ταραξίωνά τε τὸν Ματαιογένους καὶ Πλουτοκλέα τὸν Φαντασίωνος. ἐν μέσῃ δὲ τῇ ἀγορᾷ πηγή τίς ἐστιν, ἣν καλοῦσι Καρεῶτιν· καὶ πλησίον ναοὶ δύο, Ἀπάτης καὶ Ἀληθείας· ἔνθα καὶ τὸ ἄδυτόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ τὸ μαντεῖον, οὗ προεστήκει προφητεύων Ἀντιφῶν ὁ τῶν ὀνείρων ὑποκριτής, ταύτης παρὰ τοῦ ῞Υπνου λαχὼν τῆς τιμῆς. αὐτῶν μέντοι τῶν ὀνείρων οὔτε φύσις οὔτε ἰδέα ἡ αὐτή, ἀλλ᾿ οἱ μὲν μακροὶ ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς, οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι, καὶ οἱ μὲν χρύσεοι, ὡς ἐδόκουν, οἱ δὲ ταπεινοί τε καὶ εὐτελεῖς. ἦσαν δ᾿ ἐν αὐτοῖς καὶ πτερωτοί τινες καὶ τερατώδεις, καὶ ἄλλοι καθάπερ ἐς πομπὴν διεσκευασμένοι, οἱ μὲν ἐς βασιλέας, οἱ δὲ ἐς θεούς, οἱ δὲ εἰς ἄλλα τοιαῦτα κεκοσμημένοι. πολλοὺς δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν, πάλαι παρ᾿ ἡμῖν ἑωρακότες, οἳ δὴ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ὡς ἂν καὶ συνήθεις ὑπάρχοντες, καὶ παραλαβόντες ἡμᾶς καὶ κατακοιμίσαντες πάνυ λαμπρῶς καὶ δεξιῶς ἐξένιζον, τήν τε ἄλλην ὑποδοχὴν μεγαλοπρεπῆ παρασκευάσαντες καὶ ὑπισχνούμενοι βασιλέας τε ποιήσειν καὶ σατράπας. ἔνιοι δὲ καὶ ἀπῆγον ἡμᾶς εἰς τὰς πατρίδας καὶ τοὺς οἰκείους ἐπεδείκνυον καὶ αὐθημερὸν ἐπανῆγον. ἡμέρας μὲν οὖν τριάκοντα καὶ ἴσας νύκτας παρ᾿ αὐτοῖς ἐμείναμεν καθεύδοντες εὐωχούμενοι. ἔπειτα δὲ ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταῤῥαγείσης ἀνεγρόμενοι καὶ ἀναθορόντες ἀνήχθημεν ἐπισιτισάμενοι. Τριταῖοι δ᾿ ἐκεῖθεν τῇ Ὠγυγίᾳ νήσῳ προσσχόντες ἀπεβαίνομεν. πρότερον δ᾿ ἐγὼ λύσας τὴν ἐπιστολὴν ἀνεγίνωσκον τὰ γεγραμμένα. ἦν δὲ τοιάδε· Ὀδυσσεὺς Καλυψοῖ χαίρειν. ῎Ισθι με, ὡς τὰ πρῶτα & Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Το πανηγύρι των άστρων, Νίκος Γκάτσος, Μίκης Θεοδωράκης, 1967 Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης Βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάριδε σου χρειάζεται τώρα πιαπήρε η ρουφήχτρα το παλικάρικι έχει σταυρό του τα δυο κουπιά- βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι Κάτω απ' των άστρων το πανηγύριστάσου για λίγο στη κουπαστήκοίτα τη νύχτα πώς έχει γείρειτον στεναγμό του ν’ αφουγκραστεί- κάτω απ' των άστρων το πανηγύρι Φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλιαστο προσκεφάλι του κατοικούντης προσμονής σου τα παρακάλιαδεν λογαριάζουν και δεν ακούν- φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 23, 2011 Παγκόσμια ημέρα σεντονιών σήμερα, αλλά πως θα μπορούσε να λείπει από εδώ αυτή η πραγματεία του Πλουτάρχου; Επικαλούμαι την υπομονή σας και τηνκαλή σας πίστη...Υπόσχομαι να αναρτήσω και μετάφραση αν και όταν βρω, ωστόσο το κείμενο είναι βατό -όσο και η Αγία Γραφή τουλάχιστον- κατά την γνώμη μου. Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, Πλούταρχος, 46-120μχ ... Ὀ Σύλλας 'ταῦτ' εἶπε. 'τῷ γὰρ ἐμῷ μύ-θῳ προσήκει κἀκεῖθέν ἐστι. ἀλλ' εἰ δή τι πρὸς τὰς ἀνὰχεῖρα ταύτας καὶ διὰ στόματος πᾶσι δόξας περὶ τοῦ προσ-ώπου τῆς σελήνης προανεκρούσασθε, πρῶτον ἡδέως ἄνμοι δοκῶ πυθέσθαι'. 'τί δ' οὐκ ἐμέλλομεν', εἶπον, 'ὑπὸ τῆςἐν τούτοις ἀπορίας ἐπ' ἐκεῖνα ἀπωσθέντες; ὡς γὰρ οἱ ἐννοσήμασι χρονίοις πρὸς τὰ κοινὰ βοηθήματα καὶ τὰς συν-ήθεις διαίτας ἀπειπόντες ἐπὶ καθαρμοὺς καὶ περίαπτακαὶ ὀνείρους τρέπονται, οὕτως ἀναγκαῖον ἐν δυσθεωρή-τοις καὶ ἀπόροις σκέψεσιν, ὅταν οἱ κοινοὶ καὶ ἔνδοξοι καὶσυνήθεις λόγοι μὴ πείθωσι, πειρᾶσθαι τῶν ἀτοπωτέρωνκαὶ μὴ καταφρονεῖν ἀλλ' ἐπᾴδειν ἀτεχνῶς ἑαυτοῖς τὰ τῶνπαλαιῶν καὶ διὰ πάντων τἀληθὲς ἐξελέγχειν.Ὁρᾷς γὰρ εὐθὺς ὡς ἄτοπος ὁ λέγων τὸ φαινόμενονεἶδος ἐν τῇ σελήνῃ πάθος εἶναι τῆς ὄψεως ὑπεικούσης τῇλαμπρότητι δι' ἀσθένειαν, ὃ <μαρμαρυγὴν> καλοῦμεν, οὐσυνορῶν ὅτι πρὸς τὸν ἥλιον ἔδει τοῦτο γίνεσθαι μᾶλλονὀξὺν ἀπαντῶντα καὶ πλήκτην_ὥς που καὶ Ἐμπεδοκλῆςτὴν ἑκατέρων ἀποδίδωσιν οὐκ ἀηδῶς διαφοράν (B 40) 'Ἥλιος ὀξυβελὴς ἠδ' ἱλάειρα Σελήνη,' τὸ ἐπαγωγὸν αὐτῆς καὶ ἱλαρὸν καὶ ἄλυπον οὕτως προσ-αγορεύσασ_, ἔπειτα λόγον ἀποδιδούς, καθ' ὃν αἱ ἀμυ-δραὶ καὶ ἀσθενεῖς ὄψεις οὐδεμίαν διαφορὰν ἐν τῇ σελήνῃμορφῆς ἐνορῶσιν, ἀλλὰ λεῖος αὐταῖς ἀντιλάμπει καὶ περί-πλεως αὐτῆς ὁ κύκλος, οἱ δ' ὀξὺ καὶ σφοδρὸν ὁρῶντεςἐξακριβοῦσι μᾶλλον καὶ διαστέλλουσιν ἐκτυπούμενα τὰεἴδη τοῦ προσώπου καὶ τῆς διαφορᾶς ἅπτονται σαφέστε-ρον. ἔδει γὰρ οἶμαι τοὐναντίον, εἴπερ ἡττωμένου πά<θος>ὄμματος ἐποίει τὴν φαντασίαν, ὅπου τὸ πάσχον ἀσθενέ-στερον, <σαφέστερον> εἶναι τὸ φαινόμενον. ἡ δ' ἀνω-μαλία καὶ παντάπασιν ἐλέγχει τὸν λόγον. οὐ γὰρ ἔστισυνεχοῦς σκιᾶς καὶ συγκεχυμένης ὄψις, ἀλλ' οὐ φαύλωςὑπογράφων ὁ Ἀγησιάναξ εἴρηκε 'πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ λάμπεται, ἐν δ' ἄρα μέσσῃ γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται ἠύτε κούρης ὄμμα καὶ ὑγρὰ μέτωπα. τὰ δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν.' ὄντως γὰρ ὑποδύεται περιόντα τοῖς λαμπροῖς τὰ σκιερὰκαὶ πιέζει <πιεζόμενα> πάλιν ὑπ' αὐτῶν καὶ ἀποκοπτό-μενα, καὶ ὅλως πέπλεκται δι' ἀλλήλων, ... γραφικὴν τὴνδια<τύπωσιν> εἶναι τοῦ σχήματος.<Ταὐτὸ δὲ> καὶ πρὸς Κλέαρχον , ὦ Ἀριστότε-λες, οὐκ ἀπιθάνως ἐδόκει λέγεσθαι τὸν ὑμέτερον. ὑμέ-τερος γὰρ ἁνήρ, Ἀριστοτέλους τοῦ παλαιοῦ γεγονὼς συν-ήθης, εἰ καὶ πολλὰ τοῦ Περιπάτου παρέτρεψεν.' ὑπο-λαβόντος δὲ τοῦ Ἀπολλωνίδου τὸν λόγον καὶ τίς ἦν ἡδόξα τοῦ Κλεάρχου διαπυθομένου 'παντὶ μᾶλλον' ἔφην'ἀγνοεῖν ἢ σοὶ προσῆκόν ἐστι λόγον ὥσπερ ἀφ' ἑστίαςτῆς γεωμετρίας ὁρμώμενον. λέγει γὰρ ἁνὴρ εἰκόνας ἐσοπ-τρικὰς εἶναι καὶ εἴδωλα τῆς μεγάλης θαλάσσης ἐμφαι-νόμενα τῇ σελήνῃ τὸ καλούμενον πρόσωπον. ἥ τε γὰρἀκτὶς ἀνακλωμένη πολλαχόθεν ἅπτεσθαι τῶν οὐ κατ' εὐ-θυωρίαν ὁρωμένων πέφυκεν, ἥ τε πανσέληνος αὐτὴπάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόνἐστι καὶ καθαρώτατον. ὥσπερ οὖν τὴν ἶ<ριν> οἴεσθ'ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ τὸν ἥλιον τῆς ὄψεως ἐνορᾶσθαιτῷ νέφει λαβόντι νοτερὰν ἡσυχῇ λειότητα καὶ <πῆ>ξιν,οὕτως ἐκεῖνος ἐνορᾶσθαι τῇ σελήνῃ τὴν ἔξω θάλασσανοὐκ ἐφ' ἧς ἐστι χώρας, ἀλλ' ὅθεν ἡ κλάσις ἐποίησε τῇὄψει τὴν ἐπαφὴν αὐτῆς καὶ τὴν ἀνταύγειαν. ὥς που πά-λιν ὁ Ἀγησιάναξ εἴρηκεν 'ἧ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου.' ἡσθεὶς οὖν ὁ Ἀπολλωνίδης 'ὡς ἴδιον' εἶπε 'καὶ και-νὸν ὅλως τὸ σκευώρημα τῆς δόξης, τόλμαν δέ τινα καὶμοῦσαν ἔχοντος ἀνδρός. ἀλλὰ πῆ τὸν ἔλεγχον αὐτῷ προσ-ῆγε'; 'πρῶτον μέν' εἶπον, 'ἧ μία φύσις τῆς ἔξω θαλάσ-σης ἐστί, σύῤῥουν καὶ συνεχὲς <κύκλῳ> πέλαγος, ἡ δ'ἔμφασις οὐ μία τῶν ἐν τῇ σελήνῃ μελασμάτων, ἀλλ' οἷονἰσθμοὺς ἔχουσα, τοῦ λαμπροῦ διαιροῦντος καὶ διορίζοντοςτὸ σκιερόν. ὅθεν ἑκάστου τόπου χωρισθέντος καὶ πέραςἴδιον ἔχοντος αἱ τῶν φωτεινῶν ἐπιβολαὶ τοῖς σκοτεινοῖςὕψους εἰκόνα καὶ βάθους λαμβάνουσαι τὰς περὶ τὰ ὄμ-ματα καὶ τὰ χείλη φαινομένας εἰκόνας ὁμοιότατα διετύ-πωσαν. ὥστ' ἢ πλείονας ἔξω θαλάσσας ὑποληπτέονἰσθμοῖς τισι καὶ ἠπείροις ἀπολαμβανομένας, ὅπερ ἐστὶνἄτοπον καὶ ψεῦδος, ἢ μιᾶς οὔσης οὐ πιθανὸν εἰκόνα διε-σπασμένην οὕτως ἐμφαίνεσθαι. ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἐρω-τῶν ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἀποφαίνεσθαι σοῦ παρόντος,εἰ τῆς οἰκουμένης εὖρος τοσαύτης καὶ μῆκος ἐνδέχεταιπᾶσιν ὡσαύτως ἀπὸ τῆς σελήνης ὄψιν ἀνακλωμένην ἐπι-θιγγάνειν τῆς θαλάσσης, καὶ τοῖς ἐν αὐτῇ τῇ μεγάλῃ θα-λάττῃ πλέουσι νὴ Δία καὶ οἰκοῦσιν, ὥσπερ Βρεττανοῖς,καὶ ταῦτα μηδὲ τῆς γῆς, ὥς φατε, πρὸς τὴν σφαῖραν τῆςσελήνης κέντρου λόγον ἐπεχούσης. τουτὶ μὲν οὖν' ἔφην'σὸν ἔργον ἐπισκοπεῖν, τὴν δὲ πρὸς τὴν σελήνην [ἢ] τῆςὄψεως κλάσιν οὐκέτι σὸν οὐδ' Ἱππάρχου. καίτοι γε φι-λοπράγμ<ων ἁνήρ>. ἀλλὰ πολλοῖς οὐκ ἀρέσκει φυσιολο-γῶν περὶ τῆς ὄψεως. <ὡς> αὐτὴν ὁμοπαθῆ κρᾶσιν ἴσχεινκαὶ σύμπηξιν εἰκός ἐστι μᾶλλον ἢ πληγάς τινας καὶ ἀπο-πηδήσεις, οἵας ἔπλαττε τῶν ἀτόμων Ἐπίκουρος. οὐκ ἐθε-λήσει δ' οἶμαι τὴν σελήνην ἐμβριθὲς ὑποθέσθαι σῶμακαὶ στερεὸν ὑμῖν ὁ Κλέαρχος, ἀλλ' ἄστρον αἰθέριον καὶφωσφόρον, ὥς φατε. τοιαύτῃ <δὲ> τὴν ὄψιν ἢ θραύεινπροσήκει ἢ ἀποστρέφειν, ὥστ' οἴχεσθαι τὴν ἀνάκλασιν.εἰ δὲ προσαμυνεῖταί τις ἡμᾶς, ἐρησόμεθα πῶς μόνονπρόσωπόν ἐστιν ἐν τῇ σελήνῃ τὸ τῆς θαλάσσης ἔσοπτρον,ἄλλῳ δ' οὐδενὶ τῶν τοσούτων ἀστέρων ἐνορᾶται. καίτοιτό γ' εἰκὸς ἀπαιτεῖ πρὸς ἅπαντας ἢ πρὸς μηθένα τοῦτοπάσχειν τὴν ὄψιν. ἀλλ' ...' πρὸς τὸν Λεύκιον ἔφην ἀπο-βλέψας, 'ὃ πρῶτον ἐλέχθη τῶν ἡμετέρων ὑπόμνησον.'Καὶ ὁ Λεύκιος 'ἀλλὰ μὴ δόξωμεν' ἔφη 'κομιδῇπροπηλακίζειν τὸν Φαρνάκην, οὕτω τὴν Στωικὴν δόξανἀπροσαύδητον ὑπερβαίνοντες, εἰπὲ δή τι πρὸς τὸνἄνδρα, πα<γέ>ντος ἀέρος μῖγμα καὶ μαλακοῦ πυρὸςὑποτιθέμενον τὴν σελήνην, εἶθ' οἷον ἐν γαλήνῃ φρίκηςὑποτρεχούσης φάσκοντα τοῦ ἀέρος διαμελαίνοντος ἔμ-φασιν γίνεσθαι μορφοειδῆ ... .' 'χρηστῶς γ εἶπον'ὦ Λεύκιε, τὴν ἀτοπίαν εὐφήμοις περιαμπέχεις ὀνό-μασιν. οὐχ οὕτω δ' ὁ ἑταῖρος ἡμῶν, ἀλλ', ὅπερἀληθὲς ἦν, ἔλεγεν ὑπωπιάζειν αὐτοὺς τὴν σελήνην, σπί-λων καὶ μελασμῶν ἀναπιμπλάντας, ὁμοῦ μὲν Ἄρτε-μιν καὶ Ἀθηνᾶν ἀνακαλοῦντας ὁμοῦ δὲ σύμμιγμα καὶ φύ-ραμα ποιοῦντας ἀέρος ζοφεροῦ καὶ πυρὸς ἀνθρακώδους,οὐκ ἔχουσαν ἔξαψιν οὐδ' αὐγὴν οἰκείαν, ἀλλὰ δυσκρινέςτι σῶμα τυφόμενον ἀεὶ καὶ πυρίκαυστον, ὥσπερ τῶν κε-ραυνῶν τοὺς ἀλαμπεῖς καὶ 'ψολόεντας' ὑπὸ τῶν ποιητῶνπροσαγορευομένους. ὅτι μέντοι πῦρ ἀνθρακῶδες, οἷονοὗτοι τὸ τῆς σελήνης ποιοῦσιν, οὐκ ἔχει διαμονὴν οὐδὲσύστασιν ὅλως, ἐὰν μὴ στερεᾶς ὕλης καὶ στεγούσης ἅμακαὶ τρεφούσης ἐπιλάβηται, βέλτιον οἶμαι συνορᾶν ἐνίωνφιλοσόφων τοὺς ἐν παιδιᾷ λέγοντας τὸν Ἥφαιστον εἰρῆ-σθαι χωλόν, ὅτι τὸ πῦρ ξύλου χωρὶς ὥσπερ οἱ χωλοὶβακτηρίας οὐ πρόεισιν. εἰ οὖν ἡ σελήνη πῦρ ἐστι, πό-θεν αὐτῇ τοσοῦτος ἐγγέγονεν ἀήρ; ὁ γὰρ ἄνω καὶ κύκλῳφερόμενος οὑτοσὶ τόπος οὐκ ἀέρος, ἀλλὰ κρείττονος οὐ-σίας καὶ πάντα λεπτύνειν καὶ συνεξάπτειν φύσιν ἐχούσηςἐστίν. εἰ δ' ἐγγέγονε, πῶς οὐκ οἴχεται μεταβάλλων εἰςἕτερον εἶδος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐξαιθερωθείς, ἀλλὰ σῴζεταικαὶ συνοικεῖ πυρὶ τοσοῦτον χρόνον, ὥσπερ ἥλοις ἀραρὼςἀεὶ τοῖς αὐτοῖς μέρεσι καὶ συγγεγομφωμένος; ἀραιῷ μὲνγὰρ ὄντι καὶ συγκεχυμένῳ μὴ μένειν ἀλλὰ σφάλλεσθαιπροσήκει, συμπεπηγέναι δ' οὐ δυνατὸν ἀναμεμιγμένονπυρὶ καὶ μήθ' ὑγροῦ μετέχοντα μήτε γῆς, οἷς μόνοις ἀὴρσυμπήγνυσθαι πέφυκεν. ἡ δὲ ῥύμη καὶ τὸν ἐν λίθοις ἀέρακαὶ τὸν ἐν ψυχρῷ μολίβδῳ συνεκκάει, μήτι γε δὴ τὸνἐν πυρὶ δινούμενον μετὰ τάχους τοσούτου. καὶ γὰρ Ἐμπε-δοκλεῖ (α 60) δυσκολαίνουσι πάγον ἀέρος χαλαζώδηποιοῦντι τὴν σελήνην ὑπὸ τῆς τοῦ πυρὸς σφαίρας περι-εχόμενον, αὐτοὶ δὲ τὴν σελήνην σφαῖραν οὖσαν πυρὸς ἀέραφασὶν ἄλλον ἄλλῃ διεσπασμένον περιέχειν, καὶ ταῦτα μή-τε ῥήξεις ἔχουσαν ἐν ἑαυτῇ μήτε βάθη καὶ κοιλότητας,ἅπερ οἱ γεώδη ποιοῦντες ἀπολείπουσιν, ἀλλ' ἐπιπολῆς δη-λονότι τῇ κυρτότητι ἐπικείμενον. τοῦτο δ' ἐστὶ καὶ πρὸςδιαμονὴν ἄλογον καὶ πρὸς θέαν ἀδύνατον ἐν ταῖς πανσε-λήνοις. διορίσασθαι γὰρ οὐκ ἔδει μέλανα <μένοντα> καὶσκιερόν, ἀλλ' ἀμαυροῦσθαι κρυπτόμενον ἢ συνεκλάμπεινὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμβανομένης τῆς σελήνης. καὶ γὰρπαρ' ἡμῖν ὁ μὲν ἐν βάθεσι καὶ κοιλώμασι τῆς γῆς, οὗμὴ δίεισιν αὐγή, διαμένει σκιώδης καὶ ἀφώτιστος, ὁδ' ἔξωθεν τῇ γῇ περικεχυμένος φέγγος ἴσχει καὶ χρόαναὐγοειδῆ. πρὸς πᾶσαν μὲν γάρ ἐστι ποιότητα καὶ δύνα-μιν εὐκέραστος ὑπὸ μανότητος, μάλιστα δὲ φωτὸς ἂν ἐπι-ψαύσῃ μόνον, ὥς φατε, καὶ θίγῃ, δι' ὅλου τρεπόμενοςἐκφωτίζεται. ταὐτὸν οὖν τοῦτο καὶ τοῖς εἰς βάθη τινὰκαὶ φάραγγας συνωθοῦσιν ἐν τῇ σελήνῃ τὸν ἀέρα κἂνκαλῶς ἔοικε βοηθεῖν, ὑμᾶς τε διεξελέγχει τοὺς ἐξ ἀέροςκαὶ πυρὸς οὐκ οἶδ' ὅπως μιγνύντας αὐτῆς καὶ συναρμό-ζοντας τὴν σφαῖραν. οὐ γὰρ οἷόν τε λείπεσθαι σκιὰν ἐπὶτῆς ἐπιφανείας, ὅταν ὁ ἥλιος ἐπιλάμπῃ τῷ φωτὶ πᾶνὁπόσον καὶ ἡμεῖς ἀποτεμνόμεθα τῇ ὄψει τῆς σελήνης.'Καὶ ὁ Φαρνάκης ἔτι μου λέγοντος 'τοῦτ' ἐκεῖνο πά-λιν' εἶπεν 'ἐφ' ἡμᾶς ἀφῖκται τὸ περίακτον ἐκ τῆς Ἀκα-δημείας, ἐν τῷ πρὸς ἑτέρους λέγειν διατρίβοντας ἑκάστο-τε μὴ παρέχειν ἔλεγχον ὧν αὐτοὶ λέγουσιν, ἀλλ' ἀπολο-γουμένοις ἀεὶ χρῆσθαι, μὴ κατηγοροῦσιν, ἂν ἐντυγχά-νωσιν. ἐμὲ δ' οὖν οὐκ ἐξάξεσθε τήμερον εἰς τὸ διδόναιλόγον ὧν ἐπικαλεῖτε τοῖς Στωικοῖς, πρὶν εὐθύνας λαβεῖνπαρ' ὑμῶν ἄνω τὰ κάτω τοῦ κόσμου ποιούντων.' καὶ ὁΛεύκιος γελάσας 'μόνον' εἶπεν 'ὦ τάν, μὴ κρίσιν ἡμῖνἀσεβείας ἐπαγγείλῃς, ὥσπερ Ἀρίσταρχον ὤετο δεῖνΚλεάνθης τὸν Σάμιον ἀσεβείας προσκαλεῖσθαι τοὺς Ἕλ-ληνας ὡς κινοῦντα τοῦ κόσμου τὴν ἑστίαν, ὅτι <τὰ> φαι-νόμενα σῴζειν ἁνὴρ ἐπειρᾶτο μένειν τὸν οὐρανὸν ὑποτι-θέμενος, ἐξελίττεσθαι δὲ κατὰ λοξοῦ κύκλου τὴν γῆν, ἅμακαὶ περὶ τὸν αὑτῆς ἄξονα δινουμένην. ἡμεῖς μὲν οὖν οὐ-δὲν αὐτοὶ παρ' αὑτῶν λέγομεν. οἱ δὲ γῆν ὑποτιθέμενοιτὴν σελήνην, ὦ βέλτιστε, τί μᾶλλον ὑμῶν ἄνω τὰ κάτωποιοῦσι τὴν γῆν ἱδρυόντων ἐνταῦθα μετέωρον ἐν τῷἀέρι, πολλῷ τινι μείζονα τῆς σελήνης οὖσαν, ὡς ἐν τοῖςἐκλειπτικοῖς πάθεσιν οἱ μαθηματικοὶ [καὶ] ταῖς διὰ τοῦσκιάσματος παρόδοις τῆς ἐποχῆς τὸ μέγεθος ἀναμετροῦ-σιν; ἥ τε γὰρ σκιὰ τῆς γῆς ἐλάττων ὑπὸ μείζονος τοῦφωτίζοντος ἀνατείνει καὶ τῆς σκιᾶς αὐτῆς λεπτὸν ὂν τὸἄνω καὶ στενὸν οὐδ' Ὅμηρον, ὥς φασιν, ἔλαθεν, ἀλλὰτὴν νύκτα 'θοήν' ὀξύτητι τῆς σκιᾶς προσηγόρευσεν. ὑπὸτούτου δ' ὅμως ἁλισκομένη ταῖς ἐκλείψεσιν ἡ σελήνητρισὶ μόλις τοῖς αὑτῆς μεγέθεσιν ἀπαλλάττεται. σκόπειδὴ πόσων ἡ γῆ σεληνῶν ἐστιν, εἰ σκιὰν ἀφίησιν, ἧ βρα-χυτάτη, πλάτος τρισέληνον. ἀλλ' ὅμως ὑπὲρ τῆς σε-λήνης μὴ πέσῃ δεδοίκατε, περὶ δὲ τῆς γῆς ἴσως Αἰσχύλοςὑμᾶς πέπεικεν ὡς ὁ Ἄτλας 'ἕστηκε κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον.' ἢ τῇ μὲν σελήνῃ κοῦφος ἀὴρ ὑποτρέχει καὶ στερεὸν ὄγκονοὐκ ἐχέγγυος ἐνεγκεῖν, τὴν δὲ γῆν κατὰ Πίνδαρον'ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες' περιέχουσι, καὶ διὰτοῦτο Φαρνάκης αὐτὸς μὲν ἐν ἀδείᾳ τοῦ πεσεῖν τὴν γῆνἐστιν, οἰκτίρει δὲ τοὺς ὑποκειμένους τῇ μεταφορᾷ τῆςσελήνης Αἰθίοπας ἢ Ταπροβηνούς, μὴ βάρος αὐτοῖςἐμπέσῃ τοσοῦτον; καίτοι τῇ μὲν σελήνῃ βοήθεια πρὸς τὸμὴ πεσεῖν ἡ κίνησις αὐτὴ καὶ τὸ ῥοιζῶδες τῆς περιαγω-γῆς, ὥσπερ ὅσα ταῖς σφενδόναις ἐντεθέντα τῆς καταφο-ρᾶς κώλυσιν ἴσχει τὴν κύκλῳ περιδίνησιν. ἄγει γὰρ ἕκα-στον ἡ κατὰ φύσιν κίνησις, ἂν ὑπ' ἄλλου μηδενὸς ἀπο-στρέφηται. διὸ τὴν σελήνην οὐκ ἄγει τὸ βάρος, ὑπὸ τῆςπεριφορᾶς τὴν ῥοπὴν ἐκκρουόμενον. ἀλλὰ μᾶλλον ἴσωςλόγον εἶχε θαυμάζειν μένουσαν αὐτὴν παντάπασιν ὥσπερἡ γῆ καὶ ἀτρεμοῦσαν. νῦν δὲ σελήνη μὲν ἔχει μεγάληναἰτίαν τοῦ δεῦρο μὴ φέρεσθαι, τὴν δὲ γῆν ἑτέρας κινή-σεως ἄμοιρον οὖσαν εἰκὸς ἦν μόνῳ τῷ βαρύνοντι κινεῖν.βαρυτέρα δ' ἐστὶ τῆς σελήνης οὐχ ὅσῳ μείζων, ἀλλ' ἔτιμᾶλλον, ἅτε δὴ διὰ θερμότητα καὶ πύρωσιν ἐλαφρᾶς γε-γενημένης. ὅλως δ' ἔοικεν ἐξ ὧν λέγεις ἡ σελήνημᾶλλον, εἰ πῦρ ἐστι, γῆς δεῖσθαι καὶ ὕλης, ἐν ἧ βέβηκεκαὶ προσπέφυκε καὶ συνέχει καὶ ζωπυρεῖ τὴν δύναμιν(οὐ γὰρ ἔστι πῦρ χωρὶς ὕλης διανοηθῆναι σῳζόμενον).γῆν δέ φατε ὑμεῖς ἄνευ βάσεως καὶ ῥίζης διαμένειν.''Πάνυ μὲν οὖν' εἶπεν ὁ Φαρνάκης, 'τὸν οἰκεῖον καὶκατὰ φύσιν τόπον ἔχουσαν, ὥσπερ αὕτη, τὸν μέσον. οὗ-τος γάρ ἐστι, περὶ ὃν ἀντερείδει πάντα τὰ βάρη ῥέποντακαὶ φέρεται καὶ συννεύει πανταχόθεν. ἡ δ' ἄνω χώραπᾶσα, κἄν τι δέξηται γεῶδες ὑπὸ βίας ἀναῤῥιφέν, εὐθὺςἐκθλίβει δεῦρο, μᾶλλον δ' ἀφίησιν, ἧ πέφυκεν οἰκείᾳ ῥοπῇκαταφερόμενον.' πρὸς τοῦτ' ἐγὼ τῷ Λευκίῳ χρόνονἐγγενέσθαι βουλόμενος ἀναμιμνησκομένῳ, τὸν Θέωνακαλέσας 'τίς' ἔφην 'ὦ Θέων, εἴρηκε τῶν τραγικῶν ὡςἰατροί 'πικρὰν πικροῖς κλύζουσι φαρμάκοις χολήν;' ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Θέωνος ὅτι Σοφοκλῆς,'καὶ δοτέον' εἶπον 'ὑπ' ἀνάγκης ἐκείνοις. φιλοσόφωνδ' οὐκ ἀκουστέον, ἂν τὰ παράδοξα παραδόξοις ἀμύνεσθαιβούλωνται καὶ μαχόμενοι πρὸς τὰ θαυμάσια τῶν δογμά-των ἀτοπώτερα καὶ θαυμασιώτερα πλάττωσιν, ὥσπεροὗτοι τὴν ἐπὶ τὸ μέσον φορὰν εἰσάγουσιν. ἧ τί παράδοξονοὐκ ἔνεστιν; οὐχὶ τὴν γῆν σφαῖραν εἶναι, τηλικαῦτα βάθηκαὶ ὕψη καὶ ἀνωμαλίας ἔχουσαν; οὐκ ἀντίποδας οἰκεῖνὥσπερ θρῖπας ἢ γαλεώτας τραπέντα ἄνω τὰ κάτω τῇ γῇπροσισχομένους; ἡμᾶς δ' αὐτοὺς μὴ πρὸς ὀρθὰς βεβηκό-τας ἀλλὰ πλαγίους ἐπιμένειν ἀπονεύοντας, ὥσπερ οἱ με-θύοντες; οὐ μύδρους χιλιοταλάντους διὰ βάθους τῆς γῆςφερομένους, ὅταν ἐξίκωνται πρὸς τὸ μέσον, ἵστασθαι μη-δενὸς ἀπαντῶντος μηδ' ὑπερείδοντος, εἰ δὲ ῥύμῃ κάτωφερόμενοι τὸ μέσον ὑπερβάλλοιεν, αὖθις ὀπίσω στρέφε-σθαι καὶ ἀνακάμπτειν ἀπ' αὐτῶν; οὐ τμήματα δοκῶνἀποπρισθέντα τῆς γῆς ἑκατέρωθεν μὴ φέρεσθαι κάτωδιὰ παντός, ἀλλὰ προσπίπτοντα πρὸς τὴν γῆν ἔξωθενεἴσω διωθεῖσθαι καὶ ἀποκρύπτεσθαι περὶ τὸ μέσον; οὐῥεῦμα λάβρον ὕδατος κάτω φερόμενον εἰ πρὸς τὸ μέσονἔλθοι σημεῖον, ὅπερ αὐτοὶ λέγουσιν ἀσώματον, ἵστασθαιπερικορυσσόμενον <ἢ> κύκλῳ περιπολεῖν, ἄπαυστον αἰώ-ραν καὶ ἀκατάπαυστον αἰωρούμενον; οὐδὲ γὰρ ψευδῶςἔνια τούτων βιάσαιτο ἄν τις αὑτὸν εἰς τὸ δυνατὸν τῇ ἐπι-νοίᾳ καταστῆσαι. τοῦτο γάρ ἐστι τὰ ἄνω κάτω κἂν πάντατραπέμπαλιν εἶναι, τῶν ἄχρι τοῦ μέσου κάτω τῶν δ' ὑπὸτὸ μέσον αὖ πάλιν ἄνω γινομένων. ὥστ', εἴ τις συμπα-θείᾳ τῆς γῆς τὸ μέσον αὐτῆς ἔχων σταίη περὶ τὸν ὀμφα-λόν, ἅμα καὶ τὴν κεφαλὴν ἄνω καὶ τοὺς πόδας ἄνω ἔχειντὸν αὐτόν. κἂν μὲν διασκάπτῃ τις τὸν ἐπέκεινα τόπον,ἀνακύπτον αὐτοῦ τὸ ... εἶναι καὶ κάτω ἄνωθεν ἕλκεσθαιτὸν ἀνασκαπτόμενον, εἰ δὲ δὴ τούτῳ τις ἀντιβεβηκὼςνοοῖτο, τοὺς ἀμφοτέρων ἅμα πόδας ἄνω γίνεσθαι καὶλέγεσθαι.Τοιούτων μέντοι καὶ τοσούτων παραδοξολογιῶν οὐμὰ Δία πήραν, ἀλλὰ θαυματοποιοῦ τινος ἀποσκευὴν καὶπυλαίαν κατανωτισάμενοι καὶ παρέλκοντες ἑτέρους φασὶγελοιάζειν, ἄνω τὴν σελήνην γῆν οὖσαν ἐνιδρύοντας, οὐχὅπου τὸ μέσον ἐστί. καίτοι γ' εἰ πᾶν σῶμα ἐμβριθὲς εἰςτὸ αὐτὸ συννεύει καὶ πρὸς τὸ αὑτοῦ μέσον ἀντερείδειπᾶσι τοῖς μορίοις, οὐχ ὡς μέσον οὖσα τοῦ παντὸς ἡ γῆμᾶλλον ἢ ὡς ὅλον οἰκειώσεται μέρη αὐτῆς ὄντα τὰ βάρη.καὶ τεκμήριον ... ἔσται τῶν ῥεπόντων οὐ τῇ <γῇ> τῆςμεσότητος πρὸς τὸν κόσμον, ἀλλὰ πρὸς τὴν γῆν κοινω-νίας τινὸς καὶ συμφυίας τοῖς ἀπωσμένοις αὐτῆς εἶτα πά-λιν καταφερομένοις. ὡς γὰρ ὁ ἥλιος εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέ-φει τὰ μέρη ἐξ ὧν συνέστηκε, καὶ ἡ γῆ τὸν λίθον ὥσπερ... προσήκοντα δέχεται καὶ φέρει προσκείμενον. ὅθενἑνοῦται τῷ χρόνῳ καὶ συμφύεται πρὸς αὐτὴν τῶν τοιού-των ἕκαστον. εἰ δέ τι τυγχάνει σῶμα τῇ γῇ μὴ προσνε-νεμημένον ἀπ' ἀρχῆς μηδ' ἀπεσπασμένον, ἀλλά που καθ'αὑτὸ σύστασιν ἔσχεν ἰδίαν καὶ φύσιν, ὡς φαῖεν ἂν ἐκεῖνοιτὴν σελήνην, τί κωλύει χωρὶς εἶναι καὶ μένειν περὶ αὑτό,τοῖς αὑτοῦ πεπιεσμένον μέρεσι καὶ συμπεπεδημένον; οὔ-τε γὰρ ἡ γῆ μέσον οὖσα δείκνυται τοῦ παντὸς ἥ τε πρὸςτὴν γῆν τῶν ἐνταῦθα συνέρεισις καὶ σύστασις ὑφηγεῖταιτὸν τρόπον, ᾧ μένειν τὰ ἐκεῖ συμπεσόντα πρὸς τὴν σε-λήνην εἰκός ἐστιν. ὁ δὲ πάντα τὰ γεώδη καὶ βαρέα συν-ελαύνων εἰς μίαν χώραν καὶ μέρη ποιῶν ἑνὸς σώματοςοὐχ ὁρῶ διὰ τί τοῖς κούφοις τὴν αὐτὴν ἀνάγκην οὐκἀνταποδίδωσιν, ἀλλ' ἐᾷ χωρὶς εἶναι συστάσεις πυρὸς τοσ-αύτας καὶ οὐ πάντας εἰς ταὐτὸ συνάγων τοὺς ἀστέραςἓν φῶς οἴεται δεῖν καὶ σῶμα κοινὸν εἶναι τῶν ἀνωφερῶνκαὶ φλογοειδῶν ἁπάντων.Ἀλλ' ἥλιον μὲν ἀπλέτους μυριάδας ἀπέχειν τῆς ἄνωπεριφορᾶς φατε' εἶπον, 'ὦ φίλε Ἀπολλωνίδη, καὶ φωσ-φόρον ἐπ' αὐτῷ καὶ στίλβοντα καὶ τοὺς ἄλλους πλάνη-τας ὑφιεμένους τε τῶν ἀπλανῶν καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐνδιαστάσεσι μεγάλαις φέρεσθαι, τοῖς δὲ βαρέσι καὶ γεώ-δεσιν οὐδεμίαν οἴεσθε τὸν κόσμον εὐρυχωρίαν παρέχεινἐν ἑαυτῷ καὶ διάστασιν; ὁρᾶτε ὅτι γελοῖόν ἐστιν, εἰ γῆνοὐ φήσομεν εἶναι τὴν σελήνην, ὅτι τῆς κάτω χώρας ἀφέ-στηκεν, ἄστρον δὲ φήσομεν, ὁρῶντες ἀπωσμένην τῆς ἄνωπεριφορᾶς μυριάσι σταδίων τοσαύταις ὥσπερ <εἰς> βυ-θόν τινα καταδεδυκυῖαν. τῶν μέν γ' ἄστρων κατωτέρωτοσοῦτόν ἐστιν, ὅσον οὐκ ἄν τις εἴποι μέτρον, ἀλλ' ἐπι-λείπουσιν ὑμᾶς τοὺς μαθηματικοὺς ἐκλογιζομένους οἱ ἀρι-θμοί, τῆς δὲ γῆς τρόπον τινὰ ψαύει καὶ περιφερομένηπλησίον, 'ἅρματος ὡς πέρι χνοίη ἑλίσσεται' φησὶν Ἐμπε-δοκλῆς, 'ἥ τε περὶ ἄκραν ... .' οὐδὲ γὰρ τὴν σκιὰναὐτῆς ὑπερβάλλει πολλάκις ἐπὶ μικρὸν αἰρομένην τῷ παμ-μέγεθες εἶναι τὸ φωτίζον, ἀλλ' οὕτως ἔοικεν ἐν χρῷ καὶσχεδὸν ἐν ἀγκάλαις τῆς γῆς περιπολεῖν, ὥστ' ἀντιφράτ-τεσθαι πρὸς τὸν ἥλιον ὑπ' αὐτῆς, μὴ ὑπεραίρουσα τὸνσκιερὸν καὶ χθόνιον καὶ νυκτέριον τοῦτον τόπον, ὃς γῆςκλῆρός ἐστι. διὸ λεκτέον οἶμαι θαῤῥοῦντας ἐν τοῖς γῆςὅροις εἶναι τὴν σελήνην ὑπὸ τῶν ἄκρων αὐτῆς ἐπιπροσ-θουμένην. σκόπει δὲ τοὺς ἄλλους ἀφεὶς ἀπλανεῖςκαὶ πλάνητας, ἃ δείκνυσιν Ἀρίσταρχος ἐν τῷ Περὶ με-γεθῶν καὶ ἀποστημάτων, ὅτιτὸ τοῦ ἡλίου ἀπόστημα τοῦ ἀποστήματος τῆς σελήνης ὃἀφέστηκεν ἡμῶν πλέον μὲν ἢ ὀκτωκαιδεκαπλάσιον ἔλατ-τον δ' ἢ εἰκοσαπλάσιόν ἐστι. καίτοι ὁ τὴν σελήνην ἐπὶμήκιστον αἴρων ἀπέχειν φησὶν ἡμῶν ἓξ καὶ πεντηκοντα-πλάσιον τῆς ἐκ τοῦ κέντρου τῆς γῆς. αὕτη δ' ἐστὶ τεσ-σάρων μυριάδων καὶ κατὰ τοὺς μέσως ἀναμετροῦντας.καὶ ἀπὸ ταύτης συλλογιζομένοις ἀπέχει ὁ ἥλιος τῆς σε-λήνης πλέον ἢ τετρακισχιλίας τριάκοντα μυριάδας. οὕτωςἀπῴκισται τοῦ ἡλίου διὰ βάρος καὶ τοσοῦτο τῇ γῇ προσ-κεχώρηκεν. ὥστε, εἰ τοῖς τόποις τὰς οὐσίας διαιρετέον,ἡ γῆς μοῖρα καὶ χώρα προσκαλεῖται σελήνην, καὶ τοῖςπερὶ γῆν πράγμασι καὶ σώμασιν ἐπίδικός ἐστι κατ' ἀγχι-στείαν καὶ γειτνίασιν. καὶ οὐδὲν οἶμαι πλημμελοῦμεν,ὅτι τοῖς ἄνω προσαγορευομένοις βάθος τοσοῦτο καὶ διά-στημα διδόντες ἀπολείπομέν τινα καὶ τῷ κάτω περιδρο-μὴν καὶ πλάτος, ὅσον ἐστὶν ἀπὸ γῆς ἐπὶ σελήνην. οὔτεγὰρ ὁ τὴν ἄκραν ἐπιφάνειαν τοῦ οὐρανοῦ μόνην ἄνωτἄλλα δὲ κάτω προσαγορεύων ἅπαντα μέτριός ἐστιν, οὔθ'ὁ τῇ γῇ μᾶλλον δ' ὁ τῷ κέντρῳ τὸ κάτω περιγράφωνἀνεκτός. ἀλλὰ καὶ κινητικὸ<ν> ταύτῃ διάστημα δοτέονἐπιχωροῦντος τοῦ κόσμου διὰ μέγεθος. πρὸς δὲ τὸνἀξιοῦντα πᾶν εὐθὺς ἄνω καὶ μετέωρον εἶναι τὸ ἀπὸ τῆςγῆς ἕτερος ἀντηχεῖ πάλιν εὐθὺς εἶναι κάτω τὸ ἀπὸ τῆςἀπλανοῦς περιφορᾶς.Ὅλως δὲ πῶς λέγεται καὶ τίνος ἡ γῆ μέση κεῖ-σθαι; τὸ γὰρ πᾶν ἄπειρόν ἐστι, τῷ δ' ἀπείρῳ μήτ' ἀρχὴνἔχοντι μήτε πέρας οὐ προσήκει μέσον ἔχειν. πέρας γάρτι καὶ τὸ μέσον, ἡ δ' ἀπειρία περάτων στέρησις. ὁδὲ μὴ τοῦ παντὸς ἀλλὰ τοῦ κόσμου μέσην εἶναι τὴν γῆνἀποφαινόμενος ἡδύς ἐστιν, εἰ μὴ καὶ τὸν κόσμον αὐτὸνἐνέχεσθαι ταῖς αὐταῖς ἀπορίαις νομίζει. τὸ γὰρ πᾶν οὐδὲτούτῳ μέσον ἀπέλιπεν, ἀλλ' ἀνέστιος καὶ ἀνίδρυτός ἐστινἐν ἀπείρῳ κενῷ φερόμενος πρὸς οὐδὲν οἰκεῖον. εἰ <δ'>ἄλλην τινὰ τοῦ μένειν εὑράμενος αἰτίαν ἕστηκεν, οὐ κατὰτὴν τοῦ τόπου φύσιν, ὅμοια καὶ περὶ γῆς καὶ περὶ σε-λήνης εἰκάζειν τινὶ πάρεστιν, ὡς ἑτέρᾳ τινὶ τύχῃ καὶ φύ-σει μᾶλλον <ἢ τόπου> διαφορᾷ τῆς μὲν ἀτρεμούσης ἐν-ταῦθα τῆς δ' ἐκεῖ φερομένης. ἄνευ δὲ τούτων, ὅραμὴ μέγα τι λέληθεν αὐτούς. εἰ γάρ, καὶ ὁπωσοῦν ὅ τιἂν ἐκτὸς γένηται τοῦ κέντρου τῆς γῆς, ἄνω ἐστίν, οὐθένἐστι τοῦ κόσμου κάτω μέρος, ἀλλ' ἄνω καὶ ἡ γῆ καὶ τὰἐπὶ γῆς, καὶ πᾶν ἁπλῶς σῶμα τὸ κέντρῳ περιεστηκὸς ἢπερικείμενον ἄνω γίνεται, κάτω δὲ μόνον [ὂν] ἕν, τὸἀσώματον σημεῖον ἐκεῖνο, ὃ πρὸς πᾶσαν ἀντικεῖσθαι τὴντοῦ κόσμου φύσιν ἀναγκαῖον, εἴ γε δὴ τὸ κάτω πρὸς τὸἄνω κατὰ φύσιν ἀντίκειται. καὶ οὐ τοῦτο μόνον τὸ ἄτο-πον, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτίαν ἀπόλλυσι τὰ βάρη, δι' ἣν δεῦροκαταῤῥέπει καὶ φέρεται. σῶμα μὲν γὰρ οὐθέν ἐστι κάτωπρὸς ὃ κινεῖται, τὸ δ' ἀσώματον οὔτ' εἰκὸς οὔτε βού-λονται τοσαύτην ἔχειν δύναμιν, ὥστε πάντα κατατείνεινἐφ' ἑαυτὸ καὶ περὶ αὑτὸ συνέχειν. ἀλλ' ὅλως ἄλογον εὑ-ρίσκεται καὶ μαχόμενον τοῖς πράγμασι τὸ ἄνω τὸν κό-σμον ὅλον εἶναι, τὸ δὲ κάτω μηθὲν ἀλλ' ἢ πέρας ἀσώ-ματον καὶ ἀδιάστατον. ἐκεῖνο δ' εὔλογον, ὡς λέγομενἡμεῖς, τῷ τ' ἄνω χώραν καὶ τῷ κάτω πολλὴν καὶ πλά-τος ἔχουσαν διῃρῆσθαι.Οὐ μὴν ἀλλὰ θέντες, εἰ βούλει, παρὰ φύσιν ἐνοὐρανῷ τοῖς γεώδεσι τὰς κινήσεις ὑπάρχειν, ἀτρέμα, μὴτραγικῶς ἀλλὰ πράως σκοπῶμεν, ὅτι τοῦτο τὴν σελήνηνοὐ δείκνυσι γῆν μὴ οὖσαν ἀλλὰ γῆν ὅπου μὴ πέφυκενοὖσαν. ἐπεὶ καὶ τὸ πῦρ τὸ Αἰτναῖον ὑπὸ γῆν παρὰ φύσινἐστίν, ἀλλὰ πῦρ ἐστι, καὶ τὸ πνεῦμα τοῖς ἀσκοῖς περι-ληφθὲν ἔστι μὲν ἀνωφερὲς φύσει καὶ κοῦφον, ἥκει δ' ὅπουμὴ πέφυκεν ὑπ' ἀνάγκης. αὐτὴ δ' ἡ ψυχή, πρὸς Διός'εἶπον 'οὐ παρὰ φύσιν τῷ σώματι συνεῖρκται βραδεῖ τα-χεῖα καὶ ψυχρῷ πυρώδης, ὥσπερ ὑμεῖς φατε, καὶ ἀόρα-τος αἰσθητῷ διὰ τοῦτ' οὖν σώματι ψυχὴν μὴ λέγωμεν<ἐν>εῖναι μηδὲ νοῦ<ν>, χρῆμα θεῖον, <ἀήττητον> ὑπὸβρίθους καὶ πάχους οὐρανόν τε πάντα καὶ γῆν καὶθάλασσαν ἐν ταὐτῷ περιπολοῦντα καὶ διιπτάμενον, εἰςσάρκας ἥκειν καὶ νεῦρα καὶ μυελοὺς καὶ παθέων μυρίωνμεστὰς ὑγρότητας; ὁ δὲ Ζεὺς ὑμῖν οὗτος οὐ τῇ μὲν αὑ-τοῦ φύσει χρώμενος ἕν ἐστι μέγα πῦρ καὶ συνεχές, νυνὶδ' ὑφεῖται καὶ κέκαμπται καὶ διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμαγεγονὼς καὶ γινόμενος ἐν ταῖς μεταβολαῖς; ὥσθ' ὅρακαὶ σκόπει, δαιμόνιε, μὴ μεθιστὰς καὶ ἀπάγων ἕκαστον,ὅπου πέφυκεν εἶναι, διάλυσίν τινα κόσμου φιλοσοφῇς καὶτὸ νεῖκος ἐπάγῃς τὸ Ἐμπεδοκλέους τοῖς πράγμασι, μᾶλ-λον δὲ τοὺς παλαιοὺς κινῇς Τιτᾶνας ἐπὶ τὴν φύσιν καὶΓίγαντας καὶ τὴν μυθικὴν ἐκείνην καὶ φοβερὰν ἀκοσμίανκαὶ πλημμέλειαν ἐπιδεῖν ποθῇς, χωρὶς τὸ βαρὺ πᾶν καὶχωρὶς ... τὸ κοῦφον 'ἔνθ' οὔτ' ἠελίοιο δεδίσκεται ἀγλαὸν εἶδος, οὐδὲ μὲν οὐδ' αἴης λάσιον γένος, οὐδὲ θάλασσα', ὥς φησιν Ἐμπεδοκλῆς (B 27), οὐ γῆ θερμότητος μετεῖ-χεν, οὐχ ὕδωρ πνεύματος, οὐκ ἄνω τι τῶν βαρέων, οὐκάτω τι τῶν κούφων. ἀλλ' ἄκρατοι καὶ ἄστοργοι καὶ μο-νάδες αἱ τῶν ὅλων ἀρχαί, μὴ προσιέμεναι σύγκρισιν ἑτέ-ρου πρὸς ἕτερον μηδὲ κοινωνίαν, ἀλλὰ φεύγουσαι καὶ ἀπο-στρεφόμεναι καὶ φερόμεναι φορὰς ἰδίας καὶ αὐθάδεις οὕ-τως εἶχον ὡς ἔχει πᾶν οὗ θεὸς ἄπεστι κατὰ Πλάτωνα,τουτέστιν, ὡς ἔχει τὰ σώματα νοῦ καὶ ψυχῆςἀπολιπούσης, ἄχρις οὗ τὸ ἱμερτὸν ἧκεν ἐπὶ τὴν φύσινἐκ προνοίας, Φιλότητος ἐγγενομένης καὶ Ἀφροδίτης καὶἜρωτος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς λέγει καὶ Παρμενίδης καὶἩσίδος, ἵνα καὶ τόπους ἀμείψαντα καὶ δυνάμεις ἀπ' ἀλ-λήλων μεταλαβόντα καὶ τὰ μὲν κινήσεως τὰ δὲ μονῆςἀνάγκαις ἐνδεθέντα καὶ καταβιασθέντα πρὸς τὸ βέλτιον,ἐξ οὗ πέφυκεν, ἐνδοῦναι καὶ μεταστῆναι ... ἁρμονίανκαὶ κοινωνίαν ἀπεργάσηται τοῦ παντός.Εἰ μὲν γὰρ οὐδ' ἄλλο τι τῶν τοῦ κόσμου μερῶνπαρὰ φύσιν ἔσχεν, ἀλλ' ἕκαστον ἧ πέφυκε κεῖται, μηδε-μιᾶς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως δεόμενον μηδ' ἐνἀρχῇ δεηθέν, ἀπορῶ τί τῆς προνοίας ἔργον ἐστὶν ἢ τίνοςγέγονε ποιητὴς καὶ πατὴρ δημιουργὸς ὁ Ζεὺς 'ὁ ἀριστο-τέχνας.' οὐ γὰρ ἐν στρατοπέδῳ τακτικῶν ὄφελος, εἴπερεἰδείη τῶν στρατιωτῶν ἕκαστος ἀφ' ἑαυτοῦ τάξιν τε καὶχώραν κατὰ καιρὸν οὗ δεῖ λαβεῖν καὶ διαφυλάσσειν, οὐδὲκηπουρῶν οὐδ' οἰκοδόμων, εἰ πῆ μὲν αὐτὸ τὸ ὕδωρἀφ' αὑτοῦ πέφυκεν ἐπιέναι τοῖς δεομένοις καὶ κατάρδεινἐπιῤῥέον, πῆ δὲ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ λίθοι ταῖς κατὰφύσιν χρώμενα ῥοπαῖς καὶ νεύσεσιν ἐξ ἑαυτῶν καταλαμβά-νειν τὴν προσήκουσαν ἁρμονίαν καὶ χώραν. εἰ δ' οὗ-τος μὲν ἄντικρυς ἀναιρεῖ τὴν πρόνοιαν ὁ λόγος, τῷ θεῷδ' ἡ τάξις τῶν ὄντων προσήκει καὶ <τὸ> διαιρεῖν, τί θαυ-μαστὸν οὕτως τετάχθαι καὶ διηρμόσθαι τὴν φύσιν, ὡςἐνταῦθα μὲν πῦρ ἐκεῖ δ' ἄστρα, καὶ πάλιν ἐνταῦθα μὲνγῆν ἄνω δὲ σελήνην ἱδρῦσθαι, βεβαιοτέρῳ τοῦ κατὰ φύ-σιν τῷ κατὰ λόγον δεσμῷ περιληφθεῖσαν; ὡς, εἴ γεπάντα δεῖ ταῖς κατὰ φύσιν ῥοπαῖς χρῆσθαι καὶ φέρεσθαικαθ' ὃ πέφυκε, μήθ' ἥλιος κυκλοφορείσθω μήτε φωσφό-ρος μηδὲ τῶν ἄλλων ἀστέρων μηδείς. ἄνω γάρ, οὐ κύ-κλῳ τὰ κοῦφα καὶ πυροειδῆ κινεῖσθαι πέφυκεν. εἰ δὲτοιαύτην ἐξαλλαγὴν ἡ φύσις ἔχει παρὰ τὸν τόπον, ὥστ'ἐνταῦθα μὲν ἄνω φαίνεσθαι φερόμενον τὸ πῦρ, ὅταν δ' εἰςτὸν οὐρανὸν παραγένηται, τῇ δίνῃ συμπεριστρέφεσθαι, τίθαυμαστὸν εἰ καὶ τοῖς βαρέσι καὶ γεώδεσιν ἐκεῖ γενο-μένοις συμβέβηκεν ὡσαύτως εἰς ἄλλο κινήσεως εἶδος ὑπὸτοῦ περιέχοντος ἐκνενικῆσθαι; οὐ γὰρ δὴ τῶν μὲν ἐλα-φρῶν τὴν ἄνω φορὰν ἀφαιρεῖσθαι τῷ οὐρανῷ κατὰ φύσινἐστί, τῶν δὲ βαρέων καὶ κάτω ῥεπόντων οὐ δύναται κρα-τεῖν, ἀλλ' <ἧ> ποτ' ἐκεῖνα δυνάμει, καὶ ταῦτα μετακο-σμήσας ἐχρήσατο τῇ φύσει αὐτῶν ἐπὶ τὸ βέλτιον.Οὐ μὴν ἀλλ' εἴ γε δεῖ τὰς καταδεδουλωμέναςἕξεισ... δόξας ἀφέντας ἤδη τὸ φαινόμενον ἀδεῶς λέγειν,οὐδὲν ἔοικεν ὅλου μέρος αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τάξιν ἢ θέσινἢ κίνησιν ἰδίαν ἔχειν, ἣν ἄν τις ἁπλῶς κατὰ φύσιν προσ-αγορεύσειεν. ἀλλ' ὅταν ἕκαστον, οὗ χάριν γέγονε καὶ πρὸςὃ πέφυκεν ἢ πεποίηται, τούτῳ <μέλλῃ> παρέχειν χρη-σίμως καὶ οἰκείως κινούμενον ἑαυτὸ καὶ πάσχον ἢ ποιοῦνἢ διακείμενον, ὡς ἐκείνῳ πρὸς σωτηρίαν ἢ κάλλος ἢ δύ-ναμιν ἐπιτήδειόν ἐστι, τότε δοκεῖ τὴν κατὰ φύσιν χώρανἔχειν καὶ κίνησιν καὶ διάθεσιν. ὁ γοῦν ἄνθρωπος, ὡς εἴτι τῶν ὄντων ἕτερον κατὰ φύσιν γεγονώς, ἄνω μὲν ἔχειτὰ ἐμβριθῆ καὶ γεώδη μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν, ἐν δὲτοῖς μέσοις τὰ θερμὰ καὶ πυρώδη. τῶν δ' ὀδόντων οἱμὲν ἄνωθεν οἱ δὲ κάτωθεν ἐκφύονται καὶ οὐδέτεροι παρὰφύσιν ἔχουσιν. οὐδὲ τοῦ πυρὸς τὸ μὲν ἄνω περὶ τὰ ὄμ-ματα ἀποστίλβον κατὰ φύσιν ἐστὶ τὸ δ' ἐν κοιλίᾳ καὶκαρδίᾳ παρὰ φύσιν, ἀλλ' ἕκαστον οἰκείως καὶ χρησίμωςτέτακται. 'ναὶ μὴν κηρύκων τε λιθοῤῥίνων' χελωνῶν τεκαὶ παντὸς ὀστρέου φύσιν, ὥς φησιν ὁ Ἐμπεδοκλῆς(B 76), καταμανθάνων 'ἔνθ' ὄψει χθόνα χρωτὸς ὑπέρτατα ναιετάουσαν', καὶ οὐ πιέζει τὸ λιθῶδες οὐδὲ καταθλίβει τὴν ἕξιν ἐπι-κείμενον, οὐδέ γε πάλιν τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰςτὴν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται, μέμικται δέ πωςπρὸς ἄλληλα καὶ συντέτακται κατὰ τὴν ἑκάστου φύσιν.ὥσπερ εἰκὸς ἔχειν καὶ τὸν κόσμον, εἴ γε δὴζῷόν ἐστι, πολλαχοῦ γῆν ἔχοντα πολλαχοῦ δὲ πῦρ καὶὕδωρ καὶ πνεῦμα, οὐκ ἐξ ἀνάγκης ἀποτεθλιμμένον ἀλλὰλόγῳ διακεκοσμημένον. οὐδὲ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐνταῦθατοῦ σώματός ἐστιν ὑπὸ κουφότητος ἐκπιεσθείς, οὐδ' ἡκαρδία τῷ βάρει ὀλισθοῦσα πέπτωκεν εἰς τὸ στῆθος, ἀλλ'ὅτι βέλτιον ἦν οὕτως ἑκάτερον τετάχθαι. μὴ τοίνυν μηδὲτῶν τοῦ κόσμου μερῶν νομίζωμεν μήτε γῆν ἐνταῦθα κεῖ-σθαι συμπεσοῦσαν διὰ βάρος, μήτε τὸν ἥλιον, ὡς ὤετοΜητρόδωρος ὁ Χῖος, εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀσκοῦ δίκηνὑπὸ κουφότητος ἐκτεθλῖφθαι, μήτε τοὺς ἄλλους ἀστέραςὥσπερ ἐν ζυγῷ σταθμοῦ διαφορᾷ ῥέψαντας ἐν οἷς εἰσι γε-γονέναι τόποις. ἀλλὰ τοῦ κατὰ λόγον κρατοῦντος οἱ μὲνὥσπερ 'ὄμματα φωσφόρα' τῷ προσώπῳ τοῦ παντὸς'ἐνδεδεμένοι' περιπολοῦσιν, ἥλιος δὲ καρδίας ἔχων δύ-ναμιν ὥσπερ αἷμα καὶ πνεῦμα διαπέμπει καὶ διασκεδάν-νυσιν ἐξ ἑαυτοῦ θερμότητα καὶ φῶς, γῇ δὲ καὶ θαλάσσῃχρῆται κατὰ φύσιν ὁ κόσμος, ὅσα κοιλίᾳ καὶ κύστει ζῷον.σελήνη δ' ἡλίου μεταξὺ καὶ γῆς ὥσπερ καρδίας καὶ κοι-λίας ἧπαρ ἤ τι μαλθακὸν ἄλλο σπλάγχνον ἐγκειμένη τήντ' ἄνωθεν ἀλέαν ἐνταῦθα διαπέμπει καὶ τὰς ἐντεῦθενἀναθυμιάσεις πέψει τινὶ καὶ καθάρσει λεπτύνουσα περὶἑαυτὴν ἀναδίδωσιν. εἰ δὲ καὶ πρὸς ἄλλα τὸ γεῶδες αὐτῆςκαὶ στερέμνιον ἔχει τινὰ πρόσφορον χρείαν, ἄδηλον ἡμῖν.ἐν παντὶ δὲ κρατεῖ τὸ βέλτιον τοῦ κατηναγκασμένου.τί γὰρ <οὐχ> οὕτως λάβωμεν, ἐξ ὧν ἐκεῖνοι λέγου-σι, τὸ εἰκός; λέγουσι δὲ τοῦ αἰθέρος τὸ μὲν αὐγοειδὲςκαὶ λεπτὸν ὑπὸ μανότητος οὐρανὸν γεγονέναι, τὸ δὲ Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
wereniki Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 24, 2011 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 24, 2011 Από φάρος έγινε σπίτι του πάγου. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία, ο φάρος μετατρέπεται σε γλυπτό κοντά στο Κλίβελαντ του Οχάιο από τα παγωμένα νερά της λίμνης Έρι στις ΗΠΑ. Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
wereniki Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 25, 2011 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 25, 2011 Για την 25η Μαρτίου... Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Σταῦρος ΞαρχάκοςἙρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη δὲν μᾶς τά ῾γραψες καλά. Δὲς ὁ Ἕλληνας τί κάνει γιὰ ν᾿ ἀνέβει πιὸ ψηλά.Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαῦρο γιαταγάνι κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη δὲν μᾶς τά ῾γραψες σωστά. Τὸ φιλότιμο δὲ φτάνει γιὰ νὰ πάει κανεὶς μπροστά.Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαῦρο γιαταγάνι κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο. Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
wereniki Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 25, 2011 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 25, 2011 και αυτό... Στίχοι: Νίκος ΓκάτσοςΜουσική: Σταύρος ΞαρχάκοςΕρμηνεία: Δέσπω ΔιαμαντίδουΔίσκος: Τα κατά Μάρκον 1991 Η Χοντρομπαλού Μια Κυριακή στην Κοκκινιάστην παιδική μου γειτονιάείδα μιά γριά χοντρομπαλούπου ο νους της έτρεχε αλλού Την κοίταξα με κοίταξεσαν κουκουβάγια σε μπαξέκαι μου 'πε με φωνή θολήπου μάνα θύμιζε τρελή: «Σε χώμα φύτρωσα ζεστόαιώνες πριν απ' το Χριστό.Ζούσα καλά κι ευχάριστακι έπαιρνα μόνο άριστα. Μα σαν προχώρησε ο καιρόςέγινε ο κόσμος μοχθηρόςκαι με βατέψανε, που λες,αράδα βάρβαρες φυλέςΣελτζούκοι, Σλάβοι, Ενετοί,λες κι ήταν όλοι τους βαλτοίΤότε κατάλαβα γιατίκαμένο ήμουνα χαρτίδίχως χαρά δίχως γιορτή Σιγά σιγά και ταπεινάμ' αγώνες και με βάσανακαινούργια έβγαλα φτεράμα ήρθαν τα χειρότερα Είδα τα ίδια μου παιδιάνα δίνουν σ' άλλους τα κλειδιάκαι με χιλιάδες ψέματαμε προδοσίες κι αίματανα μου σπαράζουν την καρδιά Γι' αυτό μιά νύχτα σκοτεινήθ' ανέβω στην Καισαριανήμε κουρασμένα βήματανα κλάψω για τα θύματαστ' αραχνιασμένα μνήματα Κι εκεί ψηλά στον Υμηττόαντίκρυ στον Λυκαβηττόμικρό κεράκι θα κρατώνα φέγγει χρόνους εκατό» Θεόφιλος Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
3c273 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 26, 2011 Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 26, 2011 Ευχαριστούμε που μας ταξιδεύετε, σε κόσμους αληθινούς, σε αυτό το νήμα!!! Η Αλήθεια είναι Υπέρλογη!
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Monet Refuses the Operation, Second Language, Lisel Mueller, 1996 Doctor, you say there are no haloesaround the streetlights in Parisand what I see is an aberrationcaused by old age, an affliction.I tell you it has taken me all my lifeto arrive at the vision of gas lamps as angels,to soften and blur and finally banishthe edges you regret I don’t see,to learn that the line I called the horizondoes not exist and sky and water,so long apart, are the same state of being.Fifty-four years before I could seeRouen cathedral is builtof parallel shafts of sun,and now you want to restoremy youthful errors: fixednotions of top and bottom,the illusion of three-dimensional space,wisteria separatefrom the bridge it covers.What can I say to convince youthe Houses of Parliament dissolvenight after night to becomethe fluid dream of the Thames?I will not return to a universeof objects that don’t know each other,as if islands were not the lost childrenof one great continent. The worldis flux, and light becomes what it touches,becomes water, lilies on water,above and below water,becomes lilac and mauve and yellowand white and cerulean lamps,small fists passing sunlightso quickly to one anotherthat it would take long, streaming hairinside my brush to catch it.To paint the speed of light!Our weighted shapes, these verticals,burn to mix with airand changes our bones, skin, clothesto gases. Doctor,if only you could seehow heaven pulls earth into its armsand how infinitely the heart expandsto claim this world, blue vapor without end. . Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Le Parlement de Londres, Claude Monet, 1901 Art Institute of Chicago Μια οπτική της οπτικής. Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Parlement, coucher du soleil, Claude Monet, 1902 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Le Parlement, Effet de Brouillard, Claude Monet, 1903 Museum of Fine-Arts, St. Petersburg, Florida Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Le Parlement de Londres, soleil couchant, Claude Monet, 1903 National Gallery of Art Washington, DC. Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Trouée de soleil dans le brouillard, Claude Monet, 1904 Musée d'Orsay, Paris Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Parlament in London, Stürmischer Tag, Claude Monet, 1904 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Londres, Le Parlement, Reflets sur la Tamise, Claude Monet, 1904 Musée Marmottan Monet Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Le Parlement de Londres, Ciel Orageux, Claude Monet, 1904 Palais des Beaux-Arts de Lille Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Parlament in London, Wolken verhangene Sonne, Claude Monet, 1904 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Le Parlement, coucher de soleil, Claude Monet, 1904 Kunsthaus Zürich Αυτά είναι μερικά από τα κοινοβούλια του Μονέ. Μια μακρά σπουδή πάνω στα οπτικά σφάλματα, την μετεωρολογία του φωτός και το αντιληπτικό γίγνεσθαι. Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 27, 2011 Solar position within Monet's Houses of ParliamentJacob Baker* and John E ThornesProceedings of the Royal Society Mathematical, Physical and Engineering Sciences, 2006 Division of Environmental Health and Risk Management, School of Geography, Earth and Environmental Sciences University of Birmingham, Edgbaston, Birmingham B15 2TT, UKAuthor for correspondence (j.baker@bham.ac.uk) Abstract Paintings from Monet's Houses of Parliament London series have been analysed for the quantitative information they contain, by comparing the depicted position of the Sun with Solar geometry calculations. The positions of roofline features of the Houses of Parliament were measured to provide an internal scale for the determination of azimuthal and elevation angles of the Solar depictions. Despite some distortion of the painted motif, the internal scales were found to be approximately linear. The Solar positions were used to derive the dates and times of the depicted scenes. The results provide new information for assessing these paintings and are consistent with the known period Monet was in London, suggesting that they contain elements of accurate observation and may potentially be considered as a proxy indicator for the Victorian smogs and atmospheric states they depict. The four dates Monet reports observing the Sun over Parliament in 14 and 16 February and 9 and 24 March 1900, are all represented in the series. The analysis also enables Monet's vantage point from St Thomas' Hospital to be determined for the first time. Κατεβάστε το πλήρες άρθρο σε μορφή pdf3775.full.pdf Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 28, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 28, 2011 Moonrise, Carman Bliss, 1931 At the end of the road through the wood I see the great moon rise. The fields are flooded with shine, And my soul with surmise. What if that mystic orb With her shadowy beams, Should be the revealer at last Of my darkest dreams ! What if this tender fire In my heart's deep hold Should be wiser than all the lore Of the sages of old ! Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 28, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Μάρτιος 28, 2011 Night Sky, Carol Aust, 2008 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
Προτεινόμενες αναρτήσεις